Λογοκρισία (censorship) είναι ο έλεγχος του λόγου ή άλλων μορφών ανθρώπινης έκφρασης που ασκείται μετά από κρατική ή άλλη παρέμβαση.
Η λογοκρισία των βιβλίων ιστορικά ξεκίνησε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία λίγες μόνο δεκαετίες μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας και την εμφάνιση των πρώτων τυπωμένων βιβλίων με την έκδοση καταλόγου Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum ).[1] Η πρώτη λίστα με απαγορευμένα βιβλία δημοσιεύθηκε στην Ολλανδία το 1529. Ακολούθησαν δύο άλλοι κατάλογοι που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1543 και στο Παρίσι το 1551. Το πρώτο ρωμαϊκό επίσημο «Index Librorum Prohibitorum» (Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων) ήταν έργο του Πάπα Παύλου Δ' το 1559.
Το Index Librorum Prohibitorum καταργήθηκε το 1966 από τον Πάπα Παύλο ΣΤ.[2]
Λογοκρισία βιβλίων συναντούμε διαχρονικά σε όλο τον κόσμο και σε όλα τα καθεστώτα, ιδιαίτερα στα ολοκληρωτικά.
Η λογοκρισία υπάρχει σε διάφορες μορφές από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Παρ´ όλο που είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να παράγει και να λαμβάνει πληροφορίες χωρίς κανένα περιορισμό, σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει ολοκληρωτική ελευθερία έκφρασης (είτε γραπτού είτε προφορικού λόγου). Αντίθετα, κάθε χώρα έχει τους δικούς της νόμους ενάντια στο λίβελο, την αισχρολογία, τη βλασφημία, την ανταρσία ενάντια στο κράτος κτλ. Όλοι οι προαναφερθέντες νόμοι, παρόλο που, θεωρητικά τουλάχιστον, θεσπίστηκαν για να προστατεύσουν τους πολίτες, θέτουν κατά κάποιο τρόπο περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και της ελεύθερης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Φυσικά οι μέθοδοι εφαρμογής της λογοκρισίας αλλάζουν ανάλογα με τις ιδέες, τις συνήθειες και την ηθική που επικρατεί σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή.
Το Index Librorum Prohibitorum καταργήθηκε το 1966 από τον Πάπα Παύλο ΣΤ.[2]
Λογοκρισία βιβλίων συναντούμε διαχρονικά σε όλο τον κόσμο και σε όλα τα καθεστώτα, ιδιαίτερα στα ολοκληρωτικά.