29 Ιουν 2020

Διώξεις συγγραφέων και βιβλίων με την κατηγορία του αθεϊσμού και της βλασφημίας: Μέρος Β



Μέρος B: Εμμανουήλ Ροΐδης, Γιάνης Κορδάτος, Ηλίας Πετρόπουλος, Σαλμάν Ρουσντί, Μίμης Ανδρουλάκης, Γκέρχαρντ Χάντερερ, Νταν Μπράουν

Ανδρέας Καπανδρέου
(Συγγραφέας – Βιβλιοθηκονόμος)

[Στο Μέρος Α παρουσιάστηκαν οιπεριπτώσεις βιβλίων των: Πρωταγόρα, Πλήθωνα Γεμιστού, Ρήγα Φεραίου Βελεστινλή,Ανδρέα Λασκαράτου, Δαρβίνου, Τεύκρου Ανθία και Νίκου Καζαντζάκη]

Στο Μέρος Β που δημοσιεύτηκε στο  περιοδικό Διόραμα (τχ 29) συνεχίζεται το αφιέρωμα με τους συγγραφείς Εμμανουήλ Ροΐδης, Γιάνης Κορδάτος, Ηλίας Πετρόπουλος, Σαλμάν Ρουσντί (Salman Rushdie), Μίμης Ανδρουλάκης, Γκέρχαρντ Χάντερερ (Gerhard Haderer) και Νταν Μπράουν (Dan Brown).

Το σκάνδαλο με την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη

Ο λογοτέχνης Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) δημοσίευσε το 1866 το μυθιστόρημα «Η πάπισσα Ιωάννα». Σε αυτό εξιστορείται ο βίος της Ιωάννας, μίας γυναίκας η οποία σύμφωνα με ένα μεσαιωνικό θρύλο, κατά την περίοδο 855-858, κατάφερε προσποιούμενη τον άντρα να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και του Βατικανού και να φτάσει μέχρι και το αξίωμα του Πάπα. Το μυθιστόρημα το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο από τα έργα του Ροΐδη, αφορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος αφού χαρακτηρίσθηκε «ως βλάσφμον  αντιχριστιανικόν και κακόηθες, γέμον πάσης ασέβειας κακοδοξίας και αισχρότητος»[1]. Η Εκκλησία της Ελλάδος μάλιστα παρότρυνε τους πιστούς της όχι απλά να μην το διαβάσουν αλλά να το ρίξουν και στη φωτιά όπου το βρουν. Γράφει συγκεκριμένα: «ν’ αποστρέφωνται πάντες αυτό ως έκφυλον απόκυημα και μιασματικόν νόσημα , ου μεν αλλά και τω πυρί παρδίδωσιν όπου αν αυτό ευρίσκωσιν»[2].
Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναθεμάτισε τον Ροΐδη και ζήτησε από το Ελληνικό Κράτος την ποινική δίωξη του συγγραφέα[3].
Αυτό που κυρίως ενόχλησε την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν το κεφάλαιο στο οποίο ο Ροΐδης αφηγείται την παραμονή της Ιωάννας στην Αθήνα, στο οποίο παρουσιάζει  τους ορθόδοξους ιερείς να ενδιαφέρονται μόνο για τα επίγεια αγαθά, και να είναι επιρρεπείς στην παραβίαση της νηστείας και στις ερωτικές προσφορές της Ιωάννας[4]. Κατηγορεί επίσης  την Ορθόδοξη Εκκλησία για τυπολατρία, για συντηρητισμό[5], καθώς και για χαρακτηριστικά που κατά τη γνώμη του απομακρύνουν τους πιστούς από την άσκηση της λατρείας - όπως η μεγάλη διάρκεια της λειτουργίας και η αισθητική των αγιογραφιών και της βυζαντινής ψαλμωδίας (την οποία ονομάζει «ρινοφωνία»)[6].
Στην απάντησή του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου ο Ροΐδης διατυπώνει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι στόχος της κριτικής του δεν ήταν η θρησκεία και η πίστη, αλλά όσες πρακτικές θεωρούσε ότι ήταν διαστρεβλώσεις του νοήματος της θρησκείας[7].
Η υπόθεση του αφορισμού του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, είχε δημιουργήσει κάποια σύγχυση ως προς το σε ποιον απευθυνόταν ο αφορισμός της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου. Για παράδειγμα, στην αθηναϊκή εφημερίδα Σκριπτ στις 9 Ιανουαρίου 1904, αναφέρεται:
"Την 2 μ.μ. χθες έγινεν η κηδεία του Εμμανουήλ Ροΐδου... εις το Α' Νεκροταφείον, μία κηδεία σεμνή και συγκινητική. Προηγείτο εις ιερεύς μόνον... οι ακολουθήσαντες εκτός των συγγενών και των φίλων ήσαν λόγιοι και δημοσιογράφοι... Ως γνωστόν, ο Ροΐδης από της εποχής καθ’ ην συνέγραψε την "Πάπισσαν Ιωάνναν" είχεν αφορισθεί υπό της Ιεράς Συνόδου δια θρησκευτικούς λόγους. Προχθές την πρωίαν ενώ ο συγγραφεύς έπνεε τα λοίσθια η Ιερά Σύνοδος προέβη εις την άρσην του αφορισμού μεθ’ ο ο ετοιμοθάνατος εκοινώνησε των αχράντων μυστηρίων." [8]
Εν τούτοις, για το ζήτημα αυτό, ο βιογράφος και ανιψιός του Ροΐδη, Ανδρέας Ανδρεάδης, αναφέρει:
"Ο Ροίδης, εφ' όσον γνωρίζω, ουδέποτε αφωρίσθη· δια τούτο εξηκολούθησε τελών τα θρησκευτικά του καθήκοντα, οσάκις δε διωρίζετο εις δημοσίαν υπηρεσίαν εφρόντιζε να ομνύη τον νενομισμένον όρκον προ του ιερέως της ενορίας του. Διά τούτο δ' επίσης δεν εδέησε, όπως ανέγραψαν τινές εφημερίδες, ν' αρθή ο αφορισμός, όπως μεταλάβη των άχραντων μυστηρίων και κηδευθή χριστιανικώς."[9]
Πράγματι, φαίνεται πως η εγκύκλιος στρεφόταν μόνο κατά του βιβλίου και όχι κατά του ιδίου του Ροΐδη[10].
Η «Πάπισσα Ιωάννα» είναι ένα από τα λίγα ελληνικά βιβλία που είχε την «τιμή» να ενταχθεί και στον κατάλογο (Index) με τα απαγορευμένα βιβλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το 1940,  το έργο του Ροΐδη έπεσε ξανά θύμα λογοκρισίας όταν η κυβέρνηση Μεταξά απαγόρευσε έκδοση συλλογής από τον «Σύνδεσμο προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων» στην οποία περιλαμβανόταν και η Πάπισσα Ιωάννα.  Ακόμα και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που είχε παλαιότερα επαινέσει την Πάπισσα Ιωάννα για το σπινθηροβόλο και περίτεχνο ύφος της, φαίνεται να έχει αλλάξει γνώμη αφού στις 11 Αυγούστου 1941 έγραψε στα Αθηναϊκά Νέα:
«Η τότε κυβέρνησις δεν είχε καθόλου άδικο να την απαγορεύση.  " Η Πάπισσα Ιωάννα" είνε ένα βιβλίο όχι μόνο αισχρολόγο - κι αισχρολογεί με πνεύμα ή για να κάνη πνεύμα, που είνε για μένα το χειρότερο είδος της αισχρογραφίας - αλλά κι αντιθρησκευτικό ή μάλλον αντιχριστιανικό»[11].

Ο Ιησούς Χριστός και ο χριστιανισμός του Γιάνη Κορδάτου

Το 1975 εκδόθηκε το δίτομο έργο του μαρξιστή συγγραφέα Γιάνη Κορδάτου (1891-1961) «Ιησούς
Χριστός και Χριστιανισμός».
Οι δύο ογκώδεις τόμοι συνοψίζουν μια μακρόχρονη κριτική έρευνα του Γιάνη Κορδάτου για τον χριστιανισμό. Εξετάζει προσεκτικά τις χριστιανικές «Γραφές», αλλά και όλες τις σύγχρονες τις εξωχριστιανικές πηγές, φέρνοντας στην επιφάνεια συγκλονιστικά στοιχεία. Αναλύει βήμα – βήμα την εξελικτική πορεία του χριστιανισμού, τη διαμόρφωση του «σε ιδεολογία της άρχουσας τάξης» και παραθέτει ντοκουμέντα με όλα τα αρχαία κείμενα εκείνης της εποχής»[12],[13].
Ο Κορδάτος έκανε 20 χρόνια για να ολοκληρώσει το συγκεκριμένο έργο (το δούλευε από το 1940 μέχρι το 1960), αλλά αυτό εκδόθηκε το 1975, δηλαδή 14 χρόνια μετά τον θάνατο του. Αυτό συνέβη επειδή κανένας εκδότης δεν αναλάμβανε να το εκδώσει λόγω του ασεβούς περιεχομένου του.

Η καταδίκη του Ηλία Πετρόπουλου για το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη»

Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε το 1979 το βιβλίο με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη» ένα «λαϊκόν και μακάβριον ευθυμογράφημα» όπως ο ίδιος το αποκάλεσε.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο το 1979, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών αλλά και έντονο προβληματισμό μαζί.
Ο αναρχικός και ανατρεπτικός λόγος του Πετρόπουλου μπέρδεψε τους βιβλιοκριτικούς κάποιοι από τους οποίους το κατέταξαν στα λαογραφικά, άλλοι στα αυτοβιογραφικά, κάποιοι στα σατιρικά και μερικοί στα μυθιστορήματα.  Το βιβλίο που αυτοαποκαλείται ως «λαϊκόν και μακάβριον ευθυμογράφημα», θεωρήθηκε προσβλητικό και βλάσφημο, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να συρθεί στα Δικαστήρια και να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 18 ετών. Ο εκδότης του βιβλίου Γιάννης Δουβίτσας καταδικάστηκε σε 10 μήνες εξαγοράσιμη φυλάκιση. Οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκαν ήταν «προσβολή της δημοσίας αιδούς» και «εξύβριση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας».
Ο Πετρόπουλος ο οποίος δήλωνε άθεος, διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει το 1972 αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998, δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του, εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Όταν πέθανε εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία η οποία ήταν να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να ριχτούν στον υπόνομο.
Παρόλη τη λογοκρισία ή και λόγω αυτής, τα βιβλία του Πετρόπουλου έγιναν μπεστ σέλερ.

Οι Σατανικοί Στίχοι του Salman Rushdie

Το γνωστό σε όλους μας βιβλίο του Salman Rushdie, «Σατανικοί στίχοι» που εκδόθηκε το 1988,
θεωρήθηκε ως βλασφημία για τους Μουσουλμάνους και προκάλεσε δολοφονίες και θανάτους, απαγορεύσεις του βιβλίου σε διάφορες χώρες και κάψιμο αρκετών αντιτύπων του. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι πολλών ευρωπαϊκών χριστιανικών χωρών ξεσηκώθηκαν προτρέποντας τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες ζούσαν να απαγορεύσουν το βιβλίο. Το βιβλίο σήμερα κυκλοφορεί ελεύθερα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ο συγγραφέας του βιβλίου όμως  ακόμη κρύβεται από τους φανατικούς μουσουλμάνους που απειλούν να τον σκοτώσουν[14].

Το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκης που θεωρήθηκε προκλητικό

Ο συγγραφέας και πολιτικός Μίμης Ανδρουλάκης (1951- ) εξέδωσε το 1999  το βιβλίο Μν (Μ εις τη νιοστή) [15]  το οποίο ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στους χριστιανικούς κύκλους της Ελλάδας.
Το βιβλίο θεωρήθηκε  βλάσφημο αφού παρουσιάζει τον Χριστό να έχει ερωτικές σχέσεις με τη Μαρία τη Μαγδαληνή.  Το ομαδικό κάψιμο αντιτύπων του βιβλίου από φανατικούς τού έδωσε τέτοια δημοσιότητα που, πολύ σύντομα έγινε best seller. Η εικόνα μάλιστα της ρίψης του βιβλίου στη φωτιά, έξω από γνωστό βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης την μέρα της παρουσίασης του, έφτασε και εκτός Ελλάδος, αφού έγινε θέμα από πολλά ειδησεογραφικά πρακτορεία. 
Μετά από μήνυση που κατέθεσαν τρεις κάτοικοι της Θεσσαλονίκης οι οποίοι θεώρησαν ότι θίγεται το θρησκευτικό τους συναίσθημα, ασκήθηκε δίωξη εναντίον του συγγραφέα, Μίμη Ανδρουλάκη, και του εκδότη, Θανάση Καστανιώτη, για παραβίαση του άρθρου 199 του Ποινικού Κώδικα περί καθύβρισης γνωστής θρησκείας και αρχηγού θρησκεύματος.
Αρχικά επιτεύχθηκε προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου σε νομούς της Βόρειας Ελλάδας με το επιχείρημα της «αποφυγής ερίδων μεταξύ των διαδίκων και του κατευνασμού των παθών ή της εκτόνωσης της έντασης». Είχε προηγηθεί καταδικαστική για το βιβλίο ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου σε έντονο ύφος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, χαρακτήρισε το βιβλίο "υβριστικό, βλάσφημο, κατάπτυστο, και προϊόν σεξουαλικών απωθημένων του συγγραφέως".[16]
Η δίωξη κατά του συγγραφέα Μίμη Ανδρουλάκη για το βιβλίο του «Μν », έπαυσε οριστικά όταν το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε σχετική αίτηση αναίρεσης εκπροσώπων του Σωματείου «Ελληνοορθόδοξο Κίνημα Σωτηρίας». Το Σωματείο ζητούσε την αναίρεση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που είχε επικυρώσει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για μη άσκηση κατηγορίας σε βάρος του Μ. Ανδρουλάκη και του εκδότη Α. Καστανιώτη.[17]

Η δικαστική περιπέτεια του Αυστριακού σκιτσογράφου Gerhard Haderer στην Ελλάδα

Το 2002 κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στα ελληνικά το σατυρικό εικονογραφημένο βιβλίο του Αυστριακού συγγραφέα Gerhard Haderer (1951- ).
Το βιβλίο σατίριζε τη ζωή του Ιησού Χριστού αποδίδοντας τα θαύματα που έκανε σε απάτες και σε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Παρουσιάζει συγκεκριμένα τον Χριστό να καπνίζει συστηματικά λιβάνι και διατυπώνει την παραπλανητική πληροφορία ότι  «...το λιβάνι –όπως και το χασίς- περιέχει το ενεργό συστατικό Τερταϋδροκανναβινόλη (THC)».
Η εισαγγελία στην Ελλάδα διέταξε την κατάσχεση του βιβλίου και την διενέργεια επείγουσας προανάκρισης για το αδίκημα της «καθύβρισης θρησκευμάτων μέσω του τύπου και [ζήτησε] να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τελέσεως της αξιόποινης πράξης της διαφημίσεως ναρκωτικών».
Η Ελληνική Αστυνομία προχώρησε μάλιστα τον Φεβρουάριο του 2003 στην κατάσχεση του εν λόγω βιβλίου από τα ράφια Αθηναϊκών βιβλιοπωλείων.
Το βιβλίο σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθμό 882/2003 «αποτελεί κατά τρόπο χονδροειδή και χυδαίο περιφρονητική και  υβριστική εκδήλωση προς το πρόσωπο και την όλη ζωή του Ιησού Χριστού, η Γέννηση, η Σταύρωση και η Ανάσταση του οποίου αποτελούν την πεμπτουσία όλων των Χριστιανών, και σκοπεύει φανερά στην ένδειξη περιφρονήσεως κατά τρόπο χλευαστικό, χωρίς να υπάρχει στο όλο κείμενο ούτε ίχνος αντικειμενικής κριτικής και ελέγχου του δόγματος της χριστιανικής θρησκείας»[18].
Ο συγγραφέας  Gerhard Haderer και ο εκδότης - μεταφραστής του έργου Νικόλαος Χατζόπουλος (στο βιβλίο υπογράφει με το ψευδώνυμο Πέρης Ορφανίδης) δικάστηκαν για  «καθύβριση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως και την Χριστιανική Θρησκεία Καθολικού Δόγματος ήτις είναι ανεκτή στην Ελλάδα».
Ο Haderer καταδικάστηκε από την Ελληνική δικαιοσύνη σε φυλάκιση 6 μηνών τον Ιανουάριο του 2005. Η ποινή μετατράπηκε σε χρηματική. Ο μεταφραστής του έργου και οι βιβλιοπώλες απαλλάχτηκαν των κατηγοριών[19]. 
Η απόφαση προκάλεσε διεθνή αντίδραση με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν 1000 υπογραφές από ευρωπαϊκές προσωπικότητες σε κείμενο διαμαρτυρίας. Γράφτηκαν επίσης πολλά άρθρα εναντίον της καταδίκης του Haderer ενώ το θέμα τέθηκε από Αυστριακή ευρωβουλευτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στον Haderer συμπαραστάθηκαν και οι Έλληνες γελοιογράφοι με εκδηλώσεις τους[20].
Πριν την εκδίκαση της έφεσης τον Απρίλιο του 2005, τον συγγραφέα στήριξε με δηλώσεις του ο Υφυπουργός Πολιτισμού Πέτρος Τατούλης ενώ καθοριστική ήταν η μαρτυρία του πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου ο οποίος ζήτησε την άρση της ποινής  αφού όπως υποστήριξε, παρόλο που διαφωνεί με το περιεχόμενο του βιβλίου, ο Χριστιανισμός προασπίζεται την ελευθερία και δεν μπορεί να πληγεί «από κανέναν ούτε και από το συγκεκριμένο βιβλίο»[21].
Τελικά ο Haderer δικαιώθηκε από το δικαστήριο και αποσύρθηκαν όλες οι κατηγορίες εναντίον του.

Ο κώδικας Da Vinci στην Ελλάδα: Κώδικας Da Vinci του Dan Brown

Ο Αμερικανός συγγραφέας Dan Brown (1964- ) έγινε παγκόσμια γνωστός με το μυθιστόρημα του «Da Vinci code». Με την έκδοση του το βιβλίο προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και αντιδράσεων κυρίως από πλευράς της Καθολικής Εκκλησίας η οποία παρότρυνε τους πιστούς να μην διαβάσουν το βιβλίο και να μην παρακολουθήσουν την ομώνυμη ταινία που ακολούθησε και η οποία βασίστηκε στο βιβλίο του Brown.
Οι αντιδράσεις προκλήθηκαν επειδή στο μυθιστόρημα του ο συγγραφέας  παρουσιάζει τον Χριστό να είχε ερωτική σχέση με την Μαρία την Μαγδαλινή με την οποία να απέκτησε μάλιστα και παιδί.
Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνης το 2004 (μετάφραση Χρίστος Καψάλης). Η Εκκλησία της Ελλάδος είχε πάντως πολύ πιο ήπια στάση αφού περιορίστηκε στο να ενημερώσει με ειδικό φυλλάδιο τους πιστούς αποφεύγοντας τις ακραίες διατυπώσεις που ενδεχομένως θα πυροδοτούσαν ανεξέλεγκτες αντιδράσεις[22].
Συγκεκριμένα στο φυλλάδιο που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος με τίτλο «Προς τον λαό», ημερομηνίας 10/05/2006  αναφέρει σχετικά με τον «Κώδικά Da Vinci»:
«Συμπερασματικά λέμε ότι με το μυθιστόρημα «Κώδικας Da Vinci» ο συγγραφέας προσπαθεί να χτυπήσει την σωτηριώδη πίστη της Εκκλησίας ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Ο συγγραφέας επιτίθεται και εναντίον της ανθρωπότητας του Χριστού, αφού τον θεωρεί ατελή άνθρωπο με αδυναμίες. Επιτίθεται ακόμη εναντίον της Εκκλησίας και την κατηγορεί και ευθέως την υβρίζει ότι ως τώρα βασίζεται στην απάτη, το ψεύδος και την πλάνη των μελών της.
Η Εκκλησία μας θέλησε, μ’ αυτό τον σύντομο, υπεύθυνο και εμπεριστατωμένο τρόπο, να ενημερώσει το πλήρωμά της, έχοντας, συγχρόνως, εμπιστοσύνη στην βαθειά και ακλόνητη πίστη του, τα αξιόλογα ενδιαφέροντά του και, κυρίως, την ορθή κρίση του. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται να συστήσει σε κανένα να παρακολουθήσει ή όχι την σχετική κινηματογραφική ταινία ή να διαβάσει ή όχι το εν λόγω μυθιστόρημα, όπως τουλάχιστον, οι οπαδοί της ανελευθερίας θα ανέμεναν. Αντιθέτως, είναι βέβαιη ότι όσοι, τυχόν, αυτοβούλως το πράξουν, θα μπορέσουν να διαπιστώσουν τα ανιστόρητα μυθεύματα και να απορρίψουν το καταγέλαστο περιεχόμενο»[23].
Ορισμένοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες πάντως καταδίκασαν την πιο πάνω ανακοίνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Επίλογος

Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα και στις μέρες μας αρκετά ανελεύθερα κράτη και κυβερνήσεις που καταπατούν βάναυσα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, μαζί και αυτό της ελεύθερης έκφρασης.
Ακόμα όμως και σε κράτη όπου θεωρητικά έχει εδραιωθεί η δημοκρατία παρατηρούμε, δυστυχώς, ότι κατά διαστήματα εμφανίζονται κρούσματα λογοκρισίας. Κάποια από αυτά σχετίζονται με ιδεοληψίες και φανατισμό που δεν επιτρέπει σε άτομα και ομάδες ατόμων να αποδεχτούν την αντίθετη άποψη. Σε κάθε περίπτωση όμως, η επίσημη Πολιτεία πρέπει να διασφαλίζει και να προστατεύει την ελευθερία του λόγου για όλους τους πολίτες.
Η ανεκτικότητα στην άλλη άποψη καθώς και ο σεβασμός στο ανθρώπινο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, τόσο από τους πολίτες όσο και από τις κυβερνήσεις, είναι τα κλειδιά που θα οδηγήσουν στην εξάλειψη τέτοιων απαράδεκτων φαινομένων.
Αυτό πάντως που έχει διδάξει η ιστορία είναι πως όσο περισσότερος ντόρος δημιουργείται, έστω και με αρνητικό τρόπο, γύρω από ένα βιβλίο, τόσο μεγαλύτερη διαφήμιση του γίνεται. Είναι πολλά τα παραδείγματα βιβλίων τα οποία πολύ λίγοι θα διάβαζαν δεν δέχονταν πόλεμο από κύκλους που ήθελαν να τα πλήξουν, και που τελικά πέτυχαν το αντίθετο βοηθώντας τα να γίνουν γνωστότερα και να διαδοθούν.
Πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι τις ιδέες και τις απόψεις με τις οποίες διαφωνούμε, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τις πολεμήσουμε με νομοθεσίες, διώξεις και αφορισμούς αλλά με κριτικό πνεύμα και επιχει



[1] Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρ. 5688/4-4-1866.
[2] Μελετόπουλος, Χαρίλαος Δ. Η αλήθεια περί της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Αθήναι: Αδελφοί Περρή, 1881.
[3] Απαγορευμένα βιβλία. Αθήνα: Αρχέτυπο, 2002, σ.35
[4] Ροΐδης, Εμμαουήλ. Η Πάπισσα Ιωάννα. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2005, σελ. 190, 205 και 207
[5] Ό.π., σελ. 191
[6] Ό.π., σελ. 191, 195 και 199
[7] Ό.π., σελ. 306-307, 309-313
[8]  "Η Κηδεία του Ροΐδου" Σκριπ, Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 1904, Περ. Γ', αρ. 7621, σελ. 1, ανάκτηση 29/06/2009
[9] Ανδρεάδου, Α.Μ. Εμμ. Ροΐδης, βιογραφικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1911, σελ. ε'-ο'.
[10] Λιακοπούλου, Ανδρονίκη, άρθρο στην Ιστορία Εικονογραφημένη, εκδ. Πάπυρος, τεύχ. 453 (2006), σελ. 101.
[11] Τζιόβας, Δημήτρης. Οι τύχες της Πάπισσας Ιωάννας. Το Βήμα, 17 Οκτ. 2004. http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=161819&dt=17/10/2004#ixzz0j7jRVzC4
[12] Ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια «Γνώσις» - Ιωάννης Κορδάτος.
[13] Κορδάτος, Γιάνης. Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός. Αθήνα: Μπουκουμάνης, 1975.
[14] Rushdie, Salman. Τζόζεφ Άντον : Η βιογραφία ενός ψευδωνύμου. Αθήνα: Ψυχογιός, 2012.
[15] Ανδρουλάκης, Μίμης. Μν, Αθήνα: Καστανιώτης, 1999.
[16] Ελεύθερος Τύπος, 11-03-2000
[17] Ριζοσπάστης, 25-05-2002
[18] Ο Χριστός ξαναλογοκρίνεται. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ιός, 16 Νοε. 2003.
[19] Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα. Αθήνα: Νεφέλη, 2008.
[20] Ό.π., σ. 273.
[21] Ό.π., σ. 274.
[22] Περιοδικό Κ, Καθημερινή 22-05-2006.
[23] Εκκλησία της Ελλάδος. Πρόναος. Τχ. 82, 12 Μαΐου. 2006 http://www.ecclesia.gr/greek/pronaos/pronaos_82.html#n1 



Πηγή: Περιοδικό Διόραμα τχ. 29 (Μάρτιος - Απρίλιος 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια: