16 Ιουν 2020

Η Μαρία Κούβαρου παρουσιάζει το βιβλίο «Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα» στο περιοδικό Διόραμα





Για το βιβλίο του Ανδρέα Καπανδρέου «Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα»  

Της Μαρία Κούβαρου
(Διδάκτωρ Μουσικολογίας – Συγγραφέας)


            Στο βιβλίο «Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα», ο συγγραφέας δημιουργεί δεκαέξι ξεχωριστούς κόσμους, όπου λαμβάνουν χώρα δεκαέξι διαφορετικές ιστορίες που σε παρασύρουν μέσα στην πλοκή τους. Χρησιμοποιώντας καθόλη τη διάρκεια λόγο λιτό και απλό, αλλά ποτέ απλοϊκό, ο Καπανδρέου επικοινωνεί άμεσα με τον αναγνώστη τα όσα εκτυλίσσονται στους κόσμους που δημιουργεί. Η δωρίκτητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, του επιτρέπει να εξιστορεί και να αφηγείται άλλοτε ως αυτόπτης μάρτυρας, και άλλοτε ως μετέχον πρωταγωνιστής, ιστορίες φαντασίας και υπερρεαλισμού, οι οποίες, όμως, φτάνουν στον αναγνώστη με το παράδοξο όχημα μιας ρεαλιστικής φυσικότητας.
Ο Καπανδρέου δεν κουράζει και δεν χρονοτριβεί. Από το εναρκτήριο κιόλας διήγημα αποκαλύπτει ότι βασικές του πρωταγωνίστριες είναι η πλοκή και η σχεδόν θρασεία φαντασία του και μένει πιστός σε αυτήν την αποκάλυψη μέχρι και την τελική του κατάθεση, επιτρέποντας μας να εισέλθουμε στους κόσμους του με μια αμεσότητα που επιτυγχάνεται με την απουσία οποιουδήποτε παραμορφωτικού φακού.
Χειρίζεται τη γλώσσα με μαεστρία, επιτυγχάνοντας μια γλαφυρότητα που αποποιείται των οποιωνδήποτε λυρικών ξεσπασμάτων και λόγιων φανφαρισμών. Δεν πυκνώνει το νόημα με επιτηδευμένο λόγο και δεν αποσυντονίζει με ποιητικές παρακάμψεις. Η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στη χρήση του λόγου καθιστά σαφές ότι ο Καπανδρέου επίτηδες δεν παρασύρεται σε λογοτεχνικές υπερβολές, αφού γνωρίζει πoιο στιλ γραφής του ταιριάζει και ποιο είναι αυτό που αναδεικνύει καλύτερα τους κόσμους που δημιουργεί, και αυτό επιλέγει να υπηρετήσει με τον ανάλογο σεβασμό. Ταυτόχρονα, αυτή η διαφάνεια μηνύματος που επιτυγχάνει στην πορεία, επιτρέπει την αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος όχι ανάμεσα στις λέξεις, αλλά πίσω από αυτές. Νόημα που μπορεί κάποιος να διακρίνει κάνοντας έναν απολογισμό αφού φτάσει στην τελευταία τελεία του τελευταίου διηγήματος της συλλογής.
            Από το πρώτο κιόλας διήγημα, την «Παράξενη Ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου», ο συγγραφέας μουντζουρώνει τα όρια μεταξύ αφήγησης και εξομολόγησης, μεταξύ πλοκής και αναδρομικού, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είτε πρόκειται για συνειδητή επιλογή ή όχι, η τονική της συγχορδίας έχει δοθεί και είναι εξαρχής ξεκάθαρη η κλίμακα που θα χρησιμοποιηθεί για τη συμφωνία – ο χρόνος, δηλαδή, και ο χώρος στον οποίον κινούνται και τα 16 διηγήματα της συλλογής. Έτσι κι αλλιώς, κάτι τέτοιο υπονοείται και από το υφέρπον παράδοξο του τίτλου. Πόσο παράξενη πια μπορεί να είναι η ιστορία κάποιου Ευριπίδη Παπαδόπουλου; Και καλά κάποιου Ευριπίδη σκέτο... αλλά του Ευριπίδη Παπαδόπουλου;
            Και όμως, μπορεί να είναι. Γιατί ο χώρος, ή μάλλον εδώ θα προτιμήσω να χρησιμοποιήσω το «ο τόπος», στον οποίον εκτυλίσσεται αυτή η παράξενη ιστορία, βρίσκεται κατά βάση μέσα στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου δεν έχει όρια. Όπως ούτε και η φαντασία, κάτι που ο συγγραφέας μας καθιστά σαφές, ως γνήσιος εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους.
            Όμως, σε αυτό το βιβλίο, η φαντασία αποκτά μια υπόσταση απτή, χειροπιαστή. Το «αδύνατον» συνδυάζεται με το «δυνατό» με έναν τρόπο που δεν ξενίζει, και που μετατρέπει το απίθανο σε ενδεχόμενο. Ακόμα και στα πιο μακρινά του διαστημικά ταξίδια, ακόμα και στα συναπαντήματα του με ιστορικά ή θρυλικά πρόσωπα ή και μεταφυσικά  όντα, ο Καπανδρέου καταφέρνει να προσγειώσει τη φαντασία δίνοντάς της μια γεύση από την καθημερινή ζωή, γεύση με ανθρώπινο χαρακτήρα, που μπορεί να ταυτίσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να κοιτάξει μέσα του, και ίσως να ψιθυρίσει... «Βρε, λες;».
            Στη συλλογή αυτή, ο Καπανδρέου μας ταξιδεύει από το παρόν στο παρελθόν και στο μέλλον, πότε μιλώντας για οικεία εδώ και τώρα και πότε για ιστορικές ή θρυλικές στιγμές του κάποτε, ενώ το φανταστικό αργότερα με το οποίο καταπιάνεται δεν φαντάζει παρά μόνο ως η δυστοπική εξέλιξη του παρόντος όπως ακριβώς το γνωρίζουμε. Ακόμα και το παράλληλο σύμπαν στη φαντασία του συγγραφέα παραμένει οικείο και φιλόξενο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο θάνατος αποτελεί απλά την προέκταση της ζωής, μιας αμφιταλάντευσης μεταξύ του εκεί και του εδώ, η οποία δεν έχει την άκρως μεταφυσική χροιά που απαντάται σε ανάλογες περιπτώσεις.
            Γνωστός βιρτουόζος της ιστορικής φαντασίας, ο συγγραφέας πατάει και εδώ με θάρρος πάνω της. Δεν φοβάται να παρέμβει στη στρατηγική του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, να πατήσει πάνω στον θρύλο για να επαναλάβει τα μηνύματα του Ονήσιλου. Δεν δειλιάζει να δικαιώσει τον Λαοκόοντα, αποδεικνύοντας ότι ναι, το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» θα αποδεικνυόταν σωτήριο για μια Τροία σε κίνδυνο. Σε άλλες περιπτώσεις, μας φέρνει αντιμέτωπους με την αποδόμηση εικόνων και ιδεών στις οποίες βασιζόμαστε για να κατανοήσουμε και να κτίσουμε, αν θέλετε, την ύπαρξή μας. Ο Αδάμ και η Εύα χάνουν την θεία προέλευσή τους, ο Δαρβίνος μένει μετέωρος, ενώ ο χάρος αποδυναμώνεται, αφήνοντας τον άνθρωπο έναν αιωνόβιο, αθάνατο έρμαιο μιας ζωής που φλερτάρει αενάως με τη ματαιότητα. Ματαιότητα παραμένει και κάθε ανθρώπινη υπερδύναμη, όπως το δώρο μιας επιπλέον ώρας κάθε μέρα, που, όσο ελκυστικό και να ακούγεται, δεν φαίνεται να  οδηγεί τον πρωταγωνιστή πουθενά αλλού πέραν από ενός αδιεξόδου με μόνη πιθανή απόληξη την επιλογή της πνευματικότητας.
            Παραδόξως, ο Εωσφόρος διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, ως δικαιολογία και αφορμή για τις οδυνηρές επιλογές που κάνει ένας άνθρωπος, οδηγούμενος από μια έμφυτη ματαιοδοξία. Μια ματαιοδοξία που μπορεί να μας οδηγήσει ακόμα και σε θυσίες αγαπημένων μας πλασμάτων, τροφοδοτώντας την ψευδαίσθησή μας ότι μπορούμε να γίνουμε σωτήρες του κόσμου τούτου.
            Εκλάμψεις του αγνού έρωτα ακόμα και εν τω μέσω καταστροφής, όπως διαφαίνονται στην «Επιχείρηση Δευκαλίων», αλλά και της ανεπαίσχυντης προδοσίας, τόσο από μια Μαίρη, όσο και από αγαπημένα πρόσωπα του ανθρώπου με την 25η ώρα, έρχονται για να προσθέσουν άλλη μια παράμετρο του ανθρώπινου στη φαντασιακή παλέτα του Ανδρέα Καπανδρέου.
            Και αυτή είναι ίσως η εντονότερη επίγευση με την οποία σε αφήνει αφού, ακόμα και στην πιο τρομακτική της έκφανση, η φαντασία του συγγραφέα πατά στέρεα πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση. Τα πάντα μέσα στο βιβλίο φωνάζουν «ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο», όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, αν και με μια σαφέστατα διαφορετική χροιά. Και πόσο πιο ξεκάθαρο θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν ακόμα και οι «χωματάνθρωποί» του, τα ανθρωποφάγα ανθρωποειδή που παρουσιάζονται ως απειλή για το ανθρώπινο είδος, είναι εν τέλει απόγονοι του ίδιου του ανθρώπου και απότοκα μιας πρότερης μορφής της έμφυτης βαρβαρότητάς του.
          Στο διήγημα «Κουνουπομαχία» το οποίο είναι γραμμένο με χιουμοριστική διάθεση, ο συγγραφέας μας προσφέρει τον απόλυτο οδηγό καταπολέμησης κουνουπιών, αναφωνώντας: «Τα κουνούπια έχουν κερδίσει μια μάχη, όχι τον πόλεμο! Όσοι πιστοί ας συνεχίσουν τον αγώνα που άρχισα εγώ...»
            ...πριν κλείσει το βιβλίο του με έναν ακόμα αγώνα, ίσως έναν από τους σημαντικότερους για την σφαιρική πνευματική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τον αγώνα για τη διαφύλαξη και δικαίωση των καταραμένων βιβλίων που απαγορεύτηκαν και εκδιώχθηκαν κατά περιόδους της ιστορίας του κόσμου, μέσα σε ένα «Άσυλο κατατρεγμένων βιβλίων». Αγώνας που έρχεται ως αντίδραση σε άλλη μια βάρβαρη στάση του ανθρώπου με την οποία ροκανίζει συνεχώς τα σκαλοπάτια που, εν αντιθέσει, θα έπρεπε να ανεβαίνει.

Πρόκειται για μια συλλογή με διηγήματα που λειτουργούν αυτόνομα με απόλυτη αρτιότητα, όμως ταυτόχρονα, και ίσως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη νίκη του Καπανδρέου σε αυτή την περίπτωση, είναι μια συλλογή διηγημάτων που λειτουργεί ακόμη εντονότερα ως όλον, παρά τη διαφορετικότητα των χώρων, των χρόνων και των πρωταγωνιστών της κάθε ιστορίας. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τα 16 φαινομενικά ασύνδετα διηγήματα, συνδέονται μεταξύ τους με μια ανεπαίσθητη σε πρώτη ανάγνωση, αλλά ξεκάθαρη σε μια δεύτερη, οριζόντια γραμμή.
            Τη γραμμή του «ανθρώπινου», την οποία μπορεί κανείς να προσλάβει σε διάφορα επίπεδα. Στο σύνολο των διηγημάτων του, ο Καπανδρέου άπτεται θεμάτων που αφορούν όλους μας. Μέσα από αλληγορίες και συμβολισμούς, καυτηριάζει πραγματικότητες που μας επηρεάζουν και που μας προκαλούν να αναρωτηθούμε τι πήγε τόσο στραβά στο παρελθόν, πώς μπορεί να βελτιωθεί – αν μπορεί να βελτιωθεί – το παρόν, και σε ποιο αύριο θα μας οδηγήσει αυτό το σήμερα που έχει έρθει ως απόγονος ενός συγκεκριμένου χθες.
            Στη δουλειά του Ανδρέα Καπανδρέου, η ιστορία, αλλά και η κοινωνία παρουσιάζονται με το πραγματικό τους πρόσωπο. Ως τα ανθρώπινα δημιουργήματα που είναι, που θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν τα γεγονότα εκτυλισσόντουσαν αλλιώς.
            Και είναι αυτό το κάλεσμα του «αλλιώς» που μας παραπέμπει σε ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είτε τρόμου είτε φαντασίας, είτε ιστορικής είτε υπερρεαλιστικής, όσο φυγόκεντρη και να είναι στην παρουσίασή της. Τη δημιουργία, δηλαδή, και χρήση φαινομένων που δεν έχουν συμβεί και, που, συχνά, δεν θα μπορούσαν κιόλας να είχαν συμβεί, με τρόπο που να αφήνει το «αφύσικο» να εισβάλει στο «φυσιολογικό».            
 Μια από τις μεγαλύτερες αρετές του Ανδρέα Καπανδρέου ως εκπρόσωπου του είδους, είναι η ικανότητά του να παρουσιάζει το ανορθολογικό, όπως αυτό εμπλέκεται με το ορθολογικό, ως εξορθολογισμένο και να κάνει τον αναγνώστη να ταυτίζεται με μια ρεαλιστική απεικόνιση του μη ρεαλιστικού, ή, καλύτερα, του υπερρεαλιστικού.
            Κλείνω με έναν στίχο ο οποίος θεωρώ ότι συνοψίζει αυτό το παιχνίδισμα μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, μεταξύ ανθρωπίνως φτιαχτού και φανταστικά πλασματικού που απλόχερα μας σερβίρει ο Ανδρέας Καπανδρέου μέσα από τα διηγήματα του. Σας τον παραθέτω αυτούσιο, όπως ο θρυλικός εκπρόσωπος της λογοτεχνίας του φανταστικού Έντγκαρ Άλαν Πόε μας τον χάρισε:  «All that we see or seem/Is but a dream within a dream».

Πηγή: Περιοδικό Διόραμα, τχ. 29 (Μάρτιος - Απρίλιος 2020)




Δεν υπάρχουν σχόλια: