13 Οκτ 2025

6 ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη



Έξι ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που αναγνώστηκαν στην ημερίδα «Καβάφης και Κύπρος: ποιητικές αναγνώσεις και ερμηνείας» (Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κύπρου, 8 Οκτ. 2025):


Πρόσθεσις

«Αν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω.
Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω —
που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί
απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.»

 

Το ποίημα αυτό εκφράζει τον υπαρξιακό στοχασμό του ατόμου σχετικά με τη θέση του στον κόσμο και τη συλλογική «πρόσθεση» στην οποία αθροίζονται οι ζωές των ανθρώπων. Ο ποιητής αισθάνεται μια εσωτερική ικανοποίηση επειδή δεν έγινε μέρος μιας απρόσωπης μάζας, προτιμώντας να παραμείνει «εκτός υπολογισμού» και να διαφυλάξει την ατομικότητά του, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει απομάκρυνση από κοινωνικές και υλικές επιτυχίες. Ανάγεται, λοιπόν, σε έναν έμμεσο ύμνο της μοναδικότητας και της προσωπικής αυτονομίας.

 

Che fece.... il gran rifiuto

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του

 

Το ποίημα αυτό εξετάζει το δίλημμα μεταξύ του «μεγάλου Ναι» και του «μεγάλου Όχι» που αντιμετωπίζουν κάποιοι άνθρωποι στη ζωή. Το «Όχι» παρουσιάζεται ως μια απόφαση που απαιτεί εσωτερική δύναμη και ειλικρίνεια, ακόμη κι αν κοστίζει ακριβά, ενώ εκείνος που το λέει, αν και δικαιώνεται από την πράξη του, συχνά νιώθει μέσα του ένα βάρος για όλη του τη ζωή. Ο Καβάφης διαφοροποιείται από τον Δάντη, που θεωρεί τη μεγάλη άρνηση πράξη δειλίας, παρουσιάζοντάς τη μάλλον ως ένδειξη αυτογνωσίας και ακεραιότητας. Ανάγεται έτσι σε ποίημα ύμνο στον ηθικό άνθρωπο που δεν συμβιβάζεται.


Όσο μπορείς

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς:
μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά
κι εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.»

Ο Καβάφης προτρέπει το άτομο να προστατέψει, όσο μπορεί, την αξιοπρέπειά του και να μην επιτρέψει στην καθημερινότητα και στην επιφανειακή κοινωνικότητα να ευτελίσουν τη ζωή του. Το ποίημα, με λιτότητα, δίνει έμφαση στην εσωτερική αντίσταση και στη σημασία του να διαφυλάξει κανείς τον προσωπικό του χώρο και το υψηλό του φρόνημα, ακόμη κι όταν δεν μπορεί να ζήσει όπως ακριβώς επιθυμεί.

 

Μάρτιαι Ειδοί

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσειςαν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξειςνα τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,5τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια·έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω,εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,10αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλοκανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις15κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρουςπου χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμηκι η Σύγκλητος αυτή, κι ευθύς να τα γνωρίσειςτα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.

 

Εμπνευσμένο από ιστορικές αναφορές στη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα, το ποίημα είναι μια αλληγορία για τους κινδύνους των μεγάλων φιλοδοξιών και των υψηλών αξιωμάτων. Ο ποιητής συμβουλεύει να αντιμετωπίζονται τα «μεγαλεία» με επιφυλακτικότητα και αυτογνωσία, καθώς συχνά κρύβουν παγίδες και καταστροφικές συνέπειες. Καταλήγει στη σημασία της προφητικής ενόρασης, όπως παρουσιάζεται στη μορφή του Αρτεμιδώρου, ως προειδοποίηση απέναντι στην ύβρη και τη βεβαιότητα.

 

«Ποσειδωνιάται»

Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι
και την τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τα τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιαν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων
έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων
ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους
και δακρύσαντες απέρχονται.

AΘΗΝAΙΟΣ

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι —ω συμφορά!— απ' τον Ελληνισμό.

 

Στο ποίημα αυτό, οι κάτοικοι της Ποσειδωνίας, κάποτε Έλληνες, έχασαν σταδιακά την ελληνική τους γλώσσα και ταυτότητα, παρασυρμένοι από την καθημερινή επιρροή ξένων λαών. Παρά τη λήθη, κάθε χρόνο προσπάθησαν τελετουργικά να ανακαλέσουν το παρελθόν τους. Ο Καβάφης σχολιάζει έτσι τη διαβρωτική δύναμη του χρόνου και της αφομοίωσης, αλλά και τον εναγκαλισμό με μια χαμένη πατρίδα και ταυτότητα η οποία ζει μόνο μέσα από θύμησες.

 

Επάνοδος από την Ελλάδα

«Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε. Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε· νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά. Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν δεν χαίροσουν και συ;
Αξίζει να γελιούμαστε; — αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· είμεθα Έλληνες κι εμείς — τί άλλο είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.
Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τί λόγος!) μακεδονικό,
καμιά Αραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τί κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.
Α όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά. Σ’ Έλληνας σαν κι εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.»

 

Το ποίημα αναφέρεται στην επιστροφή Ελλήνων της διασποράς στη Μικρά Ασία και στην ειλικρινή παραδοχή της «μεικτής» ταυτότητάς τους, που συνδυάζει το ελληνικό πνεύμα με τις πολιτισμικές επιρροές της Ανατολής. Ο ποιητής διακωμωδεί την επιτηδευμένη ελληνικότητα ορισμένων και προβάλλει τη σημασία της αυτογνωσίας, της αποδοχής και του σεβασμού προς τις πραγματικές ρίζες. Το έργο έχει βαθύτατα υπαρξιακές και πολιτισμικές προεκτάσεις, διερευνώντας τη μετεξέλιξη και τον συμβιβασμό της ταυτότητας.


Οι αναγνώσεις των ποιημάτων έγιναν από τους Ανδρέα Καπανδρέου και Όλγα Οικονομίδου.






Δεν υπάρχουν σχόλια: