19 Ιουλ 2014

Η τουρκική εισβολή μέσα από την κυπριακή ποίηση: Παντελής Μηχανικός, Κύπρος Χρυσάνθης, Κώστας Μόντης, Κυριάκος Χαραλαμπίδης

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (1926-1979)

Ο ολιγογράφος και πρόωρα χαμένος Παντελής Μηχανικός κυκλοφόρησε μόνο τρεις συλλογές ποιημάτων και μόνο μία από αυτές μετά το 1974. Η ποίηση του έχει ένταση, κυνισμό, είναι γεμάτη απογοητεύσεις και τύψεις και είναι με τρόπο συγκλονιστικό βαθύτατα σκεπτόμενη και προφητική. Στην συλλογή του «Τα Δυο Βουνά» που κυκλοφόρησε το 1963, όταν οι μέλισσες του Ονήσιλου είχαν ήδη αρχίσει να μας τσιμπούν, ο Παντελής Μηχανικός προβλέπει αναλυτικά την καταστροφή στο ποίημα του «Πήραν την πόλη». Προφητικά γράφει το 1963 για να επιβεβαιώσει απλά το 1976 με το ποίημα «Ονήσιλος». Ο Παντελής Μηχανικός βασανίστηκε πολύ σαν ποιητής και σαν άνθρωπος από αυτό το προφητικό του χάρισμα, από την γνώση του ότι στο μέτρημα με την Ιστορία μας θα είμαστε λίγοι. Από την γνώση του ότι δεν υπήρχαν οι άνθρωποι σαν τον Ριμάχο του, με αξιοπρέπεια, με πάθος, με ανιδιοτέλεια, να υπερασπιστούν ετούτα τα χώματα. ” Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμάχο; / Ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμάχο; / Να υπερασπίσει τούτα τα χώματα;” Φοβάται πως τέτοιοι ρουφιάνοι που είμαστε, δεν μπορούμε να πολεμήσουμε για τίποτε.



ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Πήραν την πόλη, πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν και απ’ την Αγιά Σοφιά
τα δυο μου περιστέρια.

Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα στο δισκοπότηρο.

Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
από το κάτουρο του. Αυτοί
ήταν ο όχλος που γρίλλισε.

Κι οι ποιητές
μη έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.

Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στην σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή που φωνάζει
στον ποιητή που κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή που μιλάει στα πλήθη.

-Πήραν την, πήραν την.

Κι ένα πουλί
Χλωμό πουλί
Μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου»
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες

κατάμονος
μέσα στην απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
«Εγώ θα πιστεύω».

Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.

ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ (1915-1998)

Ο Κύπρος Χρυσάνθης, ο ποιητής που ήθελε να περπατά απλός μέσα στο πλήθος, βρέθηκε τις κρίσιμες μέρες της εισβολής να προσφέρει τις ιατρικές και παρηγορητικές υπηρεσίες του στους τραυματίες. Οι σφαίρες του τουρκικού στρατού έφταναν μέχρι το σπίτι του στην παλιά Λευκωσία και η αγωνία για την μοίρα του στρατιώτη γιου του, που του τον είχαν παρουσιάσει για σκοτωμένο, ενώθηκε με την μοίρα των τραυματιών που περιέθαλπτε. Με το τέλος των εχθροπραξιών, ο Κύπρος Χρυσάνθης αρχίζει να γράφει ποιήματα και πεζά εμπνευσμένα από την εμπειρία του πολέμου. Οι μάχες, όπως τις έζησε ο γιος του και οι άλλοι τραυματίες –γεμάτες με απώλειες παιδικών φίλων, προδοσίες, ηρωισμό- γεμίζουν τις σελίδες του έργου του. Το βάρος της ανοικοδόμησης της Κύπρου μετά το 1974 τον βαραίνει ιδιαίτερα και τον γεμίζει ευθύνη. Οι πνευματικοί άνθρωποι, πιστεύει, πρέπει να φέρουν αυτό το βάρος. Μέσα από το έργο του επιμένει στο μέσα πλούτος μας, στην ψυχή μας που δεν πρέπει να δεχτούμε να χάσουμε ακόμη και αν χάσουμε όλα τα υλικά αγαθά.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας,
Και την ψυχή μας, την ψυχή μας.
Δεν έχουν έλεος οι κουβέρτες σας,
Δεν έχουν την ξανθή ματιά του βρέφους μας
Οι προσφορές σας οι εύρωστες.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την κουρελιασμένη μας ψυχή,
Την ψυχή μας, την ψυχή μας…

Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δόστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δόστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας.


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (1914-2004)

Η βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974 πόνεσε τον Κώστα Μόντη και τον στιγμάτισε, δεν έχασε όμως στιγμή την αισιοδοξία και την αγωνιστικότητά του. Γεννημένος στην Αμμόχωστο με καταγωγή από την Λάπηθο και παντρεμένος στο Μόρφου η τουρκική εισβολή τον άφησε «γυμνό υλικά» όχι όμως και «πνευματικά». Η αισιοδοξία και η αγωνιστικότητα, αλλά και το παράπονο, η αδικία, ο ξεριζωμός, τα βάσανα της Κύπρου αποτυπώθηκαν στους στίχους του με μια θλιμμένη αισιοδοξία, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, με μια πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια.

Σε συνομιλία του με φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου το 1988 είχε πει:
«Από μιας απόψεως στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση. Η χαρά δεν εμπνέει. Εμπνέει η λύπη. Πρέπει να πληρώσεις. Για να συγκινήσεις τον αναγνώστη σου, πρέπει να κλάψεις εσύ δέκα φορές για να κλάψει εκείνος μία. Πρέπει δέκα φορές να τρανταχτείς για να τρανταχτεί εκείνος μία. Και όλα αυτά, και τις επιτυχίες και όλα, θα τις πληρώσεις. Θα έρθουν ώρες που εκ των υστέρων θα τις πληρώσεις πολύ ακριβά!»

Ο Κώστας Μόντης έφυγε με τον πόνο και την πίκρα που μας άφησε εκείνο το καλοκαίρι του 1974. Εκείνες τις μέρες του Ιουλίου και Αυγούστου του 1974 ο ποιητής της επανάληψης, τις ζούσε για τα υπόλοιπα 30 χρόνια της ζωής του, τις επαναλάμβανε στην σκέψη του και στους στίχους του. Ένα από τα τελευταία του ποιήματα θέτει πάλι το ερώτημα που του έγινε βραχνάς:

ΓΡΑΜΜΑ...

Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος
φορτωμένος Τούρκο,

αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο.

Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα.

Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,

στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,

την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,

όμως αυτός είν' εκεί απέναντί μας ,

όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας ,

και μας κοιτάζει και μας κοιτάζει μ' ένα τρόπο ...

και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας,

όμως αυτός είν' εκεί απέναντί μας ,

και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου,

και δε μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια

και σαν την Αμμόχωστο.

Και λέει: "Λοιπόν";

και μας ρωτά: "Λοιπόν";


ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ, 1974

Ποια μοίρα το σημάδεψε το φετινό άνθισμα σας,
ποια μοίρα μαύρη των πικρών χρονιών
που νάν’ οι σάρκες άγουρων παιδιών το λίπασμά σας
κ’ αίμα ο χυμός των λεμονιών;


ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΕΡΥΝΙΑ

Αυτή, παιδί μου, ήρθε
αγκαλιά με το λιμανάκι της Κερύνιας.


ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974

Τρέμω όσο πλησιάζω στα περί Θερμοπυλών,
τρέμω όσο πλησιάζω στα περί Σαλαμίνος.


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Κ’ η Ελλάδα τελευταίος θάμνος στον κρεμνό
να τον αρπάζει η λευτεριά να κρατιέται.


ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ

Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,
τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
μ’ αυτή την έγνοια πίσω μας;
Αναγκαστικώς θα αναβάλουμε.



ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (1940- )

Η ποίηση μου δέχθηκε πάνω της τα στίγματα της σύγχρονης Κυπριακής τραγωδίας (Τουρκική εισβολή και κατοχή ενός μεγάλου μέρους του νησιού), που έφερε τα πάνω κάτω και με εξώθησε στο να επαναπροσδιορίσω την ποίηση ως ουσία και ζωή. Έτσι μου δόθηκε η χάρη να καταλάβω ότι τελικά είναι θαύμα και ευλογία να έχει ένας λαός στην μνήμη του όλα τα συνεκτικά του στοιχεία στον ευσύνοπτο χώρο της τραγωδίας. Από αυτά ξεκινώντας μπορεί να ανακαλύπτει εξαρχής τον εαυτό του και να στερειώνει τη δική του πολιτεία με όρους καθοριστικούς για την πρόοδο και το βαθύ νόημα της Ιστορίας. Μπορεί επίσης να δονείται υπαρξιακά και να συλλαμβάνει μυνήματα στην οντολογική διάσταση τους.

Ζώντας στην Κύπρο είναι φυσικό να κραδαινόμαστε από τα τραγικά συμβάντα του τόπου. Δεν θεωρώ ωστόσο τίμιο να εκμεταλλευόμαστε την πληγή. Αντίθετα, η τέχνη οφείλει να προσθέτει πνευματικότητα και βαθύτερη ποιότητα στα πάθη του λαού.

Χωρίς την ένταξη της τραγικότητας σε μια οικουμενική αντίληψη της Ιστορίας, χωρίς εκείνο το βαθύ και αβυσσαλέο της ύπαρξης, η τέχνη κατανταίνει περιγραφική και να έχει καταναλωτικό χαρακτήρα. Και όμως, η ουσία της βρίσκεται σε τούτο: ότι μπορεί να καλύπτει ευρύτερο πεδίο από το ιστορικό της πλαίσιο.

Η ποίηση μου δεν έχει να κάνει με την ιστορία παρά με την ίδια την αναίρεση της. Για να αναιρεθεί ωστόσο κάτι, πρέπει να προϋπάρξει, κι αυτό μαρτυρεί την ουσιώδη σημασία της Ιστορίας ως υλικού που προσφέρεται για ανατροπές.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ

Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μία κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

(Από τη συλλογή Θόλος, Ερμής: Αθήνα, 1989; 1991; Άγρα: Αθήνα, 1998).


1 σχόλιο:

Thrasys είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.