Σε μια συνέντευξή μου στο Λογοτεχνικό Συμπόσιο (Logotexniko Symposio) είχα αναφερθεί σε φανταστικά στοιχεία που έχουν χρησιμοποιήσει στο έργο του ‘Ελληνες λογοτέχνες και είχα συγκεκριμένα αναφέρει το παράδειγμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879).
Πιο κάτω παραθέτω το ποίημα φαντασίας του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο βρυκόλακας Θανάσης Βάγιας»:
Α'
Η Φτωχή
-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!
Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.
-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."
Β'
-"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
-"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
-"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
-"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
-"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
-"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".
Γ'
-"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".
Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.
-"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".
Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.
-"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".
-"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!
Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;
Δ'
Ο Βρυκόλακας
-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.
Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πούθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τ' ήλθες να δεις";
Ε'
-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού έστεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,
έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει"-.
Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.
-"Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι"-.
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.
Πετάμε, τρέχουμε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλνάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α"-.
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.
Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-"Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή"-.
Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.
Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".
ΣΤ'
-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".
-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".
-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".
-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".
-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".
-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".
Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...
Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -"Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α !"-
Ζ'
-"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".
-"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
-"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";
-"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".
-"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξέρω,
νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".
-"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
-"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".
-"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
απ' το καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".
Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το Β ά γ ι α το Θ α ν ά σ η!
-"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου..."
Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.
Ο Θανάσης Βάγιας (1765-1834) ήταν υπαρκτό πρόσωπο που γεννήθηκε στη Βόρειο Ήπειρο και υπηρέτησε το Αλή Πασά. Σε αυτόν χρεώθηκε (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πηγές) η προδοσία του Γαρδικιού στους τούρκους και η σφαγή 600 Γαρδικιωτών. Ο Βαλαωρίτης στηρίζει το ποίημα του σε αυτή τη φήμη.
3 σχόλια:
Από τους αγαπημένους ποιητές!!!
http://vlahofonoi.blogspot.gr/2012/10/blog-post_15.html
Με αγγιξε το ποιημα, αλλα δεν καταλαβα τι εγινε στο τελος. Ποια ηταν η αγνωστη γυναικα;
Η φτωχή γυναίκα που κτυπά την πόρτα και ζητά ελεημοσύνη είναι η χήρα του προδότη Θανάση Βάγια
«Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη»
Δημοσίευση σχολίου