29 Μαΐ 2013

Λογοκρισία βιβλίων (και όχι μόνο)

Λογοκρισία (censorship) είναι ο έλεγχος του λόγου ή άλλων μορφών ανθρώπινης έκφρασης που ασκείται μετά από κρατική ή άλλη παρέμβαση.
Η λογοκρισία υπάρχει σε διάφορες μορφές από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Παρ´ όλο που είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να παράγει και να λαμβάνει πληροφορίες χωρίς κανένα περιορισμό, σε καμία χώρα του κόσμου δεν υπάρχει ολοκληρωτική ελευθερία έκφρασης (είτε γραπτού είτε προφορικού λόγου).  Αντίθετα, κάθε χώρα έχει τους δικούς της νόμους ενάντια στο λίβελο, την αισχρολογία, τη βλασφημία, την ανταρσία ενάντια στο κράτος κτλ. Όλοι οι  προαναφερθέντες νόμοι, παρόλο που, θεωρητικά τουλάχιστον, θεσπίστηκαν για να προστατεύσουν τους πολίτες, θέτουν κατά κάποιο τρόπο περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και της ελεύθερης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Φυσικά οι μέθοδοι εφαρμογής της λογοκρισίας αλλάζουν ανάλογα με  τις ιδέες, τις συνήθειες και την ηθική που επικρατεί σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή.

Η λογοκρισία των βιβλίων ιστορικά ξεκίνησε από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία λίγες μόνο δεκαετίες μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας και την εμφάνιση των πρώτων τυπωμένων βιβλίων με την έκδοση καταλόγου Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum ).[1] Η πρώτη λίστα με απαγορευμένα βιβλία δημοσιεύθηκε στην Ολλανδία το 1529. Ακολούθησαν δύο άλλοι κατάλογοι που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1543 και στο Παρίσι το 1551. Το πρώτο ρωμαϊκό επίσημο «Index Librorum Prohibitorum»  (Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων) ήταν έργο του Πάπα Παύλου Δ' το 1559.
Το  Index Librorum Prohibitorum καταργήθηκε το 1966 από τον Πάπα Παύλο ΣΤ.[2] 

Λογοκρισία βιβλίων συναντούμε διαχρονικά σε όλο τον κόσμο και σε όλα τα καθεστώτα, ιδιαίτερα στα ολοκληρωτικά.


Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν την Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της οποίας το άρθρο 19 γράφει:

«Ο καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του καθενός να διατηρεί ανενόχλητος τις απόψεις του καθώς επίσης του δικαιώματος να αναζητά και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες με οποιοδήποτε μέσο  σε όλο τον κόσμο». [3]

Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο άρθρο 10 (10) αναφέρει:

«Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία διατήρησης της άποψης του καθώς επίσης και του δικαιώματος να αναζητά και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες χωρίς τη παρέμβαση οποιασδήποτε κρατικής αρχής σε όλο τον κόσμο». [4]

Επίσης, η Διεθνής Επιτροπή για τα Ανθρώπινα και Πολιτικά Δικαιώματα , στο άρθρο 19 γράφει:

1.     Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να έχει την άποψη του χωρίς καμία παρέμβαση.

2.     Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει και το δικαίωμα του καθενός να αναζητά, να λαμβάνει και να μεταδίδει οποιεσδήποτε πληροφορίες και ιδέες ανεξαρτήτως συνόρων, είτε προφορικά, είτε γραπτά ή τυπωμένα, σε μορφή τέχνης, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο της επιλογής του.

3.     Η άσκηση του δικαιώματος στη παράγραφο 2 αυτού του άρθρου περιέχει ειδικά καθήκοντα και ευθύνες. Μπορεί για αυτό το λόγο να τεθούν ορισμένοι περιορισμοί, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει μόνο όταν είναι απαραίτητο και οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να απορρέουν από τη νομοθεσία:

α) για το σεβασμό και της υπόληψης άλλων ατόμων,

β) για τη προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, ή της δημόσιας  υγείας ή ηθικής.[5]

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Ελευθερίας Έκφρασης και Πληροφόρησης[6] του Συμβουλίου της Ευρώπης,  επιδιώκεται η ανοικτή πληροφοριακή πολιτική στο δημόσιο τομέα, περιλαμβανομένης της πρόσβασης στην πληροφόρηση με στόχο να προαχθεί η κατανόηση του ατόμου και η δυνατότητα του να συζητά ελεύθερα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά ζητήματα.

Γενικά μπορούμε να πούμε ότι κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του  19ου αιώνα (1900-1920) στοχοποιήθηκαν από τις αρχές καταστολής στην Ελλάδα τα έργα των δημοτικιστών. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες (1930-1940) διώχθηκαν περισσότερο βιβλία που είχαν να κάνουν με πορνογραφικό και «ανατρεπτικό» περιεχόμενο[7]. 

Οι υπέρμαχοι της λογοκρισίας ή έστω κάποιας ήπιας μορφής της υποστηρίζουν ότι μόνο έτσι μπορούν να διασφαλιστούν τα δικαιώματα και να προστατευθούν οι ευαισθησίες των πολιτών. Ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να γράφει ελεύθερα συκοφαντώντας πρόσωπα, ομάδες προσώπων, ιδεολογίες, θρησκείες κτλ, ότι το κάθε τι έχει τα όρια του και ο καθένας θα πρέπει να κρίνεται για αυτά που γράφει.

Στον αντίποδα, οι πολέμιοι της λογοκρισίας υποστηρίζουν ότι κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεράνω των υπολοίπων για να μπορεί να κρίνει τι θα πρέπει να κυκλοφορήσει και τι όχι αφού η κρίση του καθενός είναι υποκειμενική. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι κανένας δεν μπορεί να έχει αποκλειστική πρόσβασης ένα κείμενο για παράδειγμα το οποίο κρίνεται ακατάλληλο για τον υπόλοιπο κόσμο αφού αυτός που το διαβάζει για να το λογοκρίνει έχει τις ίδιες πιθανότητες με τον καθένα να διαφθαρεί, να σκανδαλιστεί, να παρασυρθεί, να προσβληθεί κτλ

Δίνοντας μια άλλη διάσταση στο θέμα, η Αλεξάνδρα Ζερβού υποστηρίζει ότι η άλλη όψη της λογοκρισίας είναι η δεοντολογία, αυτό το σύνολο κανόνων και δεσμεύσεων που ισχύουν σε κάθε εποχή και επηρεάζουν τη συγγραφή (η συγγραφέας κάνει ειδική αναφορά στην παιδική λογοτεχνία). Αυτή η δεύτερη όψη της λογοκρισίας σύμφωνα με τη συγγραφέα είναι πολύ περισσότερο καταλυτική αφού δεν απαγορεύει απλός αλλά τελικά διέπει ολόκληρη τη λογοτεχνική παραγωγή για παιδιά.[8]

Μιλώντας για λογοκρισία που έχει σαν στόχο την προστασία των παιδιών, θα πρέπει να αναφέρουμε και τους καταλόγους βιβλίων που φτιάχνονται συχνά από σχολικές εφορείες ή ακόμα και από το Υπουργείο Παιδείας, για εμπλουτισμό των σχολικών βιβλιοθηκών. Οι κατάλογοι αυτοί, οι οποίοι τις περισσότερες φορές φτιάχνονται καλοπροαίρετα με στόχο να προστατεύσουν τα παιδιά, ασκούν ένα είδος λογοκρισίας αφού στην ουσία αποκλείουν κάποια βιβλία τα οποία σύμφωνα με τη γνώμη αυτών που τους συνέταξαν δεν είναι κατάλληλα.

Λογοκρισία γίνεται και από τον ίδιο τον συγγραφέα προς τον εαυτό του όταν προσπαθεί να ελέγξει αυτά που γράφει επειδή ξέρει ότι απευθύνονται σε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων (π.χ. παιδιά).

Η λογοκρισία λοιπόν, μπορεί να είναι αυστηρή, στυγνή, μπορεί να είναι άτυπη ή να ονομάζεται απλός «κανόνες δεοντολογίας». [9]

(Βασισμένο στο: Λογοκρισία και απαγορεύσεις βιβλίων / Ανδρέα Κ. Ανδρέου. Σύγχρονη Βιβλιοθήκη & Υπηρεσίες Πληροφόρησης. τχ.16, Σεπ.-Οκτ. 2002 σ.34-40). 


[1] Το Index Librorum Prohibitorum ("Κατάλογος Απαγορευμένων Βιβλίων") είναι ένας κατάλογος εντύπων τα οποία λογοκρίθηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επειδή τα θεωρούσε επικίνδυνα για την ίδια και για την πίστη των μελών της. Στις διάφορες εκδόσεις του Index περιέχονται οι εκκλησιαστικοί κανόνες σχετικά με την ανάγνωση, την πώληση και τη λογοκρισία των βιβλίων. Ο σκοπός του καταλόγου ήταν η αποτροπή της ανάγνωσης ανήθικων βιβλίων και έργων, τα οποία περιείχαν θεολογικά σφάλματα, και της διαφθοράς των πιστών. Οι Καθολικοί συγγραφείς είχαν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τα γραφόμενά τους και μπορούσαν στη συνέχεια να ετοιμάσουν μια νέα έκδοση του έργου τους με τις απαιτούμενες διορθώσεις ή περικοπές έτσι ώστε να αποφύγουν ή να περιορίσουν την απαγόρευση του.
[2] Cambridge University on Index. http://www.hps.cam.ac.uk/starry/galbooks.html
[3] The Universal Declaration of Human Rights, 1948.
[4] European Convention on Human Rights, 1964.
[5] The International Covenant on Civil and Political Rights, 1976.
[6] Απρίλιος 1982.
[7] Χρυσοβέργης, Γιάννης. Οι διώξεις του βιβλίου (1900-1940): λογοκρισία και καταστολή εναντίον πνευματικού προϊόντος. Στο Επτά μέρες Καθημερινή, 9 Μαίου 1999. 
[8] Ζερβού, Αλεξάνδρα. Λογοκρισία και αντιστάσεις στα κείμενα των παιδικών μας χρόνων. Αθήνα: Οδυσσέας, 1999.
[9] Αντωνόπουλος, Λεωνίδας. Οι λογοκριτές απειλούν τα παραμύθια. Τα νέα, 4 Αυγ. 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια: