Η σημαία των Κυπρίων αγωνιστών όπως φυλάσσεται σήμερα στο
Πολεμικό Μουσείο στην Αθήνα |
Το πολεμικό αυτό λάβαρο είναι λευκό, με γαλανό μεγάλο σταυρό στη μέση. Στο πάνω μέρος υπάρχει γραμμένη η ένδειξη: ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Το λάβαρο των Κυπρίων ήταν στερεωμένο σε ξύλινο ιστό που έφερε στο πάνω μέρος του σταυρό σιδερένιο που κατέληγε σε λόγχη, έτσι που ο σημαιοφόρος μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και ως όπλο.
Η σημαία αυτή εμφανίστηκε προτού καθιερωθεί η γαλανόλευκη ως το εθνικό σύμβολο του Ελληνισμού. Σήμερα φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας και ήταν το λάβαρο των 600 με 1.000 Κυπρίων εθελοντών που πολέμησαν στις μάχες της Επανάστασης. Οι περισσότεροι από αυτούς έφτασαν στην Ελλάδα αμέσως μετά τις σφαγές που έγιναν την 9η Ιουλίου 1821 στην Κύπρο και κατατάχθηκαν κυρίως στις δυνάμεις του πεζικού, ενώ λιγότεροι προτίμησαν το πυροβολικό και το ναυτικό.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές μόνο κατά τη μάχη των Αθηνών (Απρίλιος-Μάιος 1827) έπεσαν στο πεδίο της μάχης 150 Κύπριοι.
Τα στοιχεία των Κυπρίων αγωνιστών που ακολουθούν είναι, κυρίως αυτά που διασώθηκαν στο Γενικό Αρχείο του Ελληνικού Κράτους και από κάποιες αναφορές οπλαρχηγών. Στο τέλος κάθε αναφοράς είναι γραμμένος σε παρένθεση ο αριθμός μητρώου (α. μ.) του κάθε αγωνιστή, όπου βέβαια υπάρχει, όπως δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης του Αγώνα.
Προστέθηκαν επίσης στοιχεία από κάποιες άλλες βιβλιογραφικές πηγές οι οποίες αναφέρονται στο τέλος.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι τα περισσότερα στοιχεία πάρθηκαν από τα πιστοποιητικά που κατέθεσαν οι αγωνιστές ή οι συγγενείς τους προς τις δύο Επιτροπές Αξιολογήσεως του Αγώνα που συγκροτήθηκαν, η πρώτη το 1844 και η άλλη το 1865. Τα πιστοποιητικά τέθηκαν ενώπιον των επιτροπών με σκοπό να αξιολογηθεί η προσφορά των αγωνιστών έτσι ούτως ώστε αυτοί ή οι συγγενείς τους να λάβουν τη χρηματική αποζημίωση που δικαιούνταν από το Ελληνικό Κράτος βάση του ψηφίσματος της Εθνοσυνέλευσης του 1844.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι δεν ζήτησαν όλοι οι Κύπριοι αγωνιστές χρηματική αποζημίωση, άλλωστε αρκετοί από αυτούς θα είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών ή θα είχαν αποβιώσει από φυσικά ή άλλα αίτια.
Για όσους τώρα, επέζησαν και επέστρεψαν στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Κύπρο, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο υπό τις συνθήκες της εποχής να γυρίσουν στην Ελλάδα αρκετά χρόνια μετά την λήξη του Αγώνα για να ζητήσουν αποζημίωση. Έξαλλου, από αυτούς που παρουσιάσθηκαν στην Επιτροπή, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Κύπριοι πολιτογραφημένοι κάτοικοι της Ελλάδας.
Οι πολλές συνωνυμίες καθώς και το προσωνύμιο «Κύπριος» ή «Κυπραίος» που συνήθιζαν οι συμπολεμιστές τους να δίνουν στους καταγόμενους από την Κύπρο, μπερδεύουν ακόμα περισσότερο το τοπίο αφού σε μερικές περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κάποιος κατά πόσο πρόκειται για ένα ή περισσότερα άτομα.
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία θεωρούμε βέβαιο ότι ο αριθμός των Κυπρίων αγωνιστών του 1821 είναι πολύ μεγαλύτερος. Κάποιοι υπολογισμοί ανεβάζουν τους Κύπριους εθελοντές κοντά στους 1000, αριθμός πολύ μεγάλος αν σκεφτεί κανείς ότι ο συνολικός πληθυσμός των Ελλήνων του νησιού ήταν μεταξύ 60.000-80.000.
Υπαξιωματικός Α΄ τάξεως. Πολέμησε από την αρχή του Αγώνα μέχρι το 1829 και παρευρέθηκε στις μάχες των Μύλων, των Βερβενών, της Τρίπολης, του Στεβένικου, της Λειβαδιάς, της Θήβας και της Πέτρας. Από το 1829 μέχρι το 1833 υπηρέτησε στο νεοσυσταθέν ιππικό. Βραβεύτηκε με το αργυρούν αριστείον. Τιμήθηκε ως υπαξιωματικός Α΄τάξεως. Πέθανε το 1847 (α. μ. 17405).
Ο Αθανάσιος Νικομηδείας (1755 - 1821), ήταν Κύπριος επίσκοπος αρχικά της Λιβύης, αργότερα μητροπολίτης Νικομηδείας και εθνομάρτυρας του 1821. Γεννήθηκε στη Κύπρο το 1755 και από νωρίς ακολούθησε την ιεροσύνη. Το 1791 εκλέχθηκε μητροπολίτης Νικομηδείας. Όταν εκδηλώθηκε η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν ήδη μητροπολίτης Νικομηδείας και συνοδικός επίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη. Κατηγορήθηκε από τους Οθωμανούς ως υποκινητής της επανάστασης των Ελλήνων όταν αρνήθηκε μεταξύ άλλων μητροπολιτών να επικυρώσει την εγκύκλιο με τον αφορισμό της Επανάστασης από το Πατριαρχείο. Οι Τουρκικές Αρχές τότε τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στην Κωνσταντινούπολη στις φυλακές του Μποσταντζή μαζί με τους συλληφθέντες επίσης επισκόπους Δέρκων Γρηγόριο, Αγχιάλου Ευγένιο, Εφέσου Διονύσιο, Αδριανουπόλεως Δωρόθεο, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ και Τυρνόβου Ιωαννίκιο. Την ημέρα του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, στην κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι Τούρκοι, μέσα στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, απαγχόνισαν και τον Αθανάσιο μαζί με τους μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιο και Εφέσου Διονύσιο. Στο στήθος και των τριών μητροπολιτών φερόταν υβριστική επιγραφή χαρακτηρίζοντάς τους προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα για τρεις μέρες και μετά αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης από τουρκικό όχλο αλλά και Εβραίους, στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά τα σώματά τους ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς και τάφηκαν.
Ανδρέου Βασίλειος
Στρατιώτης. Πολέμησε στον Αγώνα και τυφλώθηκε μάλιστα από ένα τραύμα του. Το 1835 τιμήθηκε με το Σιδηρούν παράσημο για την προσφορά του, από τον Βασιλιά της Ελλάδας (α. μ. 725).
Υπαξιωματικός Β΄. Πολέμησε από την αρχή του Αγώνα και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες πλάι στο Νικόλαο Κριεζώτη και τον Χρίστο Γρίβα. Έλαβε τον βαθμό του δεκανέα και τιμήθηκε ως αξιωματικός Β΄τάξεως (α. μ. 70).
Υπαξιωματικός Α. Γεννήθηκε το 1808 στην Κύπρο και ήταν γεωργός. Εντάχθηκε στον Αγώνα το 1828 και υπηρέτησε στο 3ο Τάγμα Πεζικού. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ναυπάκτου και του Μεσολογγίου το 1829 (α. μ. 5477). (Για τη μάχη του Μεσολογγίου βλέπε ειδικό κεφάλαιο «Κύπριοι στην έξοδο του Μεσολογγίου).
Από την Κυθραία. Πολέμησε από το 1828 και ήταν παρών στις μάχες του Νεοκάστρου και των Αθηνών (α. μ. 5938).
Από την Αθηαίνου. Αγωνίστηκε και επέστρεψε πίσω στην Κύπρο.
Γεωργός στο επάγγελμα από το χωριό Πέρα. Πολέμησε στον Αγώνα και επέστρεψε πίσω στην Κύπρο.
Από τους πρώτους Κύπριους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρία. Έλαβε μέρος στον Αγώνα, όπως αναφέρεται σε διάφορα έγγραφα.
Υπαξιωματικός Β. Έλαβε μέρος στον Αγώνα από την έναρξή του υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς. Υπηρέτησε επικεφαλής ομάδας στρατιωτών. Έλαβε μέρος στη μάχη κατά του Κεχαγιάμπεη στον Μύτικα, στην πολιορκία της Τρίπολης, στην εκστρατεία του Αιγίου, στην έφοδο κατά του Ναυπλίου και στην πολιορκία της Κορίνθου (α. μ. 1367). Παρέμεινε στην απελευθερωμένη Ελλάδα και ακολούθησε το επάγγελμα του δασκάλου.
Από τη Λευκωσία, καφετζής στο επάγγελμα. Μπήκε στον Αγώνα το 1827 και πολέμησε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ως στρατιώτης. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1839.
Υπηρέτησε στον Αγώνα και διορίστηκε μάλιστα μέλος της τριμελούς Στρατιωτικής Επιτροπής η οποία επόπτευε τα στρατεύματα.
Από το χωριό Μελανδρίνα της Κερύνειας. Αξιωματικός Ζ΄. Πολέμησε τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Τραυματίσθηκε μάλιστα δύο φορές, στην Κόρινθο εναντίον του Δράμαλη πληγώθηκε στο αριστερό του πόδι και στον Πειραιά το 1826 πολεμώντας πλάι στον Καραϊσκάκη τραυματίστηκε στο αριστερό μέρος του σώματός του. Πολέμησε επίσης πλάι στον Κολοκοτρώνη από το 1822 μέχρι το 1824. Το 1824 προβιβάσθηκε στο βαθμό του υποχιλίαρχου. Στη θάλασσα υπηρέτησε στο πολεμικό πλοίο «Μιλτιάδης» και έλαβε μέρος στις μάχες της Ερρεσού, της Σάμου, και των Πατρών ως ναύτης Α΄ τάξεως (α. μ. 17313).
Υπαξιωματικός Α΄. Έλαβε μέρος στον Αγώνα.
Υπηρέτησε τον Αγώνα και έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες ως στρατιώτης κάτω από τις διαταγές των Ν. Κριεζώτη, Θ. Γρίβα και Ν. Σταματελόπουλο. Από το 1829 μέχρι το 1831 υπηρέτησε σαν δεκανέας στο ιππικό. Σε μία μάχη πληγώθηκε και έχασε το πρώτο δάκτυλο του δεξιού του χεριού (α. μ. 17901).
Υπαξιωματικός Β΄. Υπηρέτησε τον Αγώνα από το 1821 μέχρι το τέλος του. Πληγώθηκε στο Άργος πολεμώντας κατά του Κεχαγιάμπεη. Τιμήθηκε με το αργυρό και το χάλκινο αριστείο του Αγώνα (α. μ. 2088).
Καταγόταν από τον Στρόβολο και ήταν ο μικρότερος αδερφός των Κυπριανού και Νικόλαου Θησεύς. Είχαν επίσης ακόμα ένα αδερφό, τον Λεόντιο και μια αδερφή, τη Μαρίτσα.
Ο Θεόφιλος που ήταν αρχιμανδρίτης της Αρχιεπισκοπής ταξίδεψε στη Μασσαλία όπου βρισκόταν για σπουδές ο αδερφός του Νικόλαος και μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από αυτόν. Μετά ταξίδεψε στην Πελοπόννησο και από εκεί με εντολές του Υψηλάντη βρέθηκε στην Κύπρο μαζί με τον αδερφό του Νικόλα για να παραδώσουν επιστολές και να μοιράσουν επαναστατικές προκηρύξεις, με σκοπό το ξεκίνημα επανάστασης και στην Κύπρο. Έφυγαν κρυφά καταδιωκόμενοι από το νησί όταν κάποιες από τις προκηρύξεις έπεσαν στα χέρια του Τούρκου Διοικητή της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ. Πιστεύεται ότι οι συγκεκριμένες προκηρύξεις ήταν η αφορμή (όχι η αιτία) για τις σφαγές που ξεκίνησαν την 9η Ιουλίου. Κατά τις σφαγές που ακολούθησαν αποκεφαλίστηκε ο πατέρας του Χατζησάββας Θησεύς που ήταν πρώτος ξάδερφος του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, αλλά και ο αδερφός του Λεόντιος που αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες για τη δράση του Θεόφιλου.
Στο περιστατικό αυτό με τις προκηρύξεις που έπεσαν στα χέρια των Τούρκων καθώς και για το τί ακολούθησε μας ενημερώνει και ο αγωνιστής και ιστοριγράφος Λάμπρος Κουτσονίκας.
Ο Θεόφιλος κατάφερε να διαφύγει της σύλληψης καταφέυγοντας αρχικά στην Ύδρα και αργότερα στην Πελοπόννησο. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι και το Λονδίνο όπου προσπάθησε να συνάψει δάνειο το οποίο σκόπευε να χρησιμοποιήσει για την απελευθέρωση της Κύπρου.
Έλαβε μέρος στον Αγώνα χάνοντας μάλιστα και τον βραχίονα του σε μια μάχη. Παρευρέθηκε στη πολιορκία της Τριπολιτσάς και του Μεσολογγίου. Ο Φωτάκος (υπασπιστής και γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη) αναφέρει στα απομνημονεύματά του ένα περιστατικό κατά το οποίο ο Θεόφιλος διηγήθηκε στον Κολοκοτρώνη ένα σχέδιό που κατάστρωσε για δολοφονία του Ιμπραήμ.
Τον Ιούνιο του 1825 ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος έλαβε τον βαθμό του αντιστράτηγου. Το 1842 εξέδωσε βιβλίο με τίτλο «Οικιακή Οικονομία». Τιμήθηκε ως αξιωματικός Δ΄ τάξεως.
Το κοσμικό όνομα του Θεόφιλου πριν χειροτονηθεί, ήταν Θεμιστοκλής.
Γεννήθηκε στον Στρόβολο. Ο μεγαλύτερος αδερφός των Νικόλαου και Θεόφυλου Θησέως. Έμπορος στο επάγγελμα και πολύ εύπορος, είχε μόρφωση και άδολο πατριωτισμό και ήταν ευεργέτης της ιδιαίτερής του πατρίδας. Ήταν και ένας από τους ιδρυτές της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού.
Μετά τη διανομή των επαναστατικών προκηρύξεων το 1821 με τον αδερφό του Θεόφυλο, έφυγε κυνηγημένος από την Κύπρο και έφτασε στο Καστελόριζο. Από εκεί με επιστολές του προσπάθησε να πείσει τον Δημήτριο Υψηλάντη να στείλει ενισχύσεις στην Κύπρο. Επιστολές για τον ίδιο λόγο έστειλε και στους κάτοικους της Ύδρας. Αργότερα πήγε στην Πελοπόννησο όπου έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Με τη λήξη του Αγώνα εγκαταστάθηκε στη Σύρο.
Από τον Στρόβολο. Δευτερότοκος αδερφός των Κυπριανού και Θεόφιλου Θησέως. Πριν την επανάσταση ζούσε στη Μασσαλία ασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου. Το 1811 μετάφρασε και εξέδωσε στη Φλωρεντία την «Ιλιάδα» σε 4 τόμους, καθώς και τη «Βατραχομυομαχία» από ιδιόχειρο του Θεόδωρου Γαζή. Βοηθούσε οικονομικά πολλούς ομογενείς και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση το εμπορικό του γραφείο στη Μασσαλία μετατράπηκε σε κρυφό κέντρο συλλογής χρημάτων, πολεμικών εφοδίων και στράτευσης εθελοντών για τον Αγώνα.
Οι φιλέλληνες Γάλλοι ανώτεροι αξιωματικοί Ταρέλλας και Δάνιας που πολέμησαν και διακρίθηκαν στην Ήπειρο, καθώς και πολλοί άλλοι, στρατολογήθηκαν από τον ίδιο και μετάβηκαν στην Ελλάδα με δικά του έξοδα.
Σύντομα κατέβηκε και ο ίδιος στην Ελλάδα και υπηρέτησε τον Αγώνα ως αρχηγός φιλελλήνων εθελοντών. Διετέλεσε ο πρώτος υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη. Επί κεφαλής σώματος με πολλούς Κυπρίους έλαβε μέρος στις μάχες εναντίον του Μαχμούτ Πασά της Δράμας το 1822. Διέπρεψε στην πολιορκία του Ναυπλίου, που μετά από κάποιες μικρές αποτυχίες, πολλοί μαχητές εγκατέλειψαν τον Αγώνα και αυτός μαζί με τον Νικηταρά κατόρθωσαν να τους φέρουν πίσω και να ανασυγκροτήσουν το στράτευμα. Ξόδεψε όλη τη μεγάλη περιουσία που είχε για τον Αγώνα και γι΄ αυτόν έγραψε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Δαπανών εξ΄ ιδίων του πάντοτε δεν καταδέχθη να επιβαρύνη εις ουδεμίαν περίστασιν το Εθνικόν Ταμείον».
Επειδή ο Νικόλαος Θυσεύς ήταν έμπιστος των τότε Ελλήνων ηγετών, έλαβε μέρος και σε διάφορες διπλωματικές αποστολές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Διακαής πόθος του Νικόλαου ήταν να ελευθερωθεί και η ιδιαίτερη του πατρίδα, η Κύπρος. Τον ίδιο πόθο με τον Νίκόλαο μοιράζονταν φυσικά και άλλοι Κύπριοι που διέφυγαν στο εξωτερικό μετά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου. Έτσι, στις 6 Δεκεμβρίου 1821 υπογράφτηκε προκήρυξη με την οποία εξουσιοδοτούσαν τον Νικόλαο Θησέα να ετοιμάσει στρατιωτική δύναμη για να ελευθερώσει την Κύπρο (βλέπε υποκεφάλαιο «Η πρώτη ενωτική προκήρυξη του κυπριακού λαού»).
Το όνομα του Νικόλαου Θησέα εμπλάκηκε και σε ένα άλλο επαναστατικό σχέδιο το οποίο ενέκρινε η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος και το οποίο όμως για άγνωστους λόγους, τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Σύμφωνα με αυτό το παράτολμο σχέδιο ο Νικόλαος Θησεύς μαζί με τους Χατζηστάθη Ρέζη και Αντώνιο Τζουνή θα μετέβαιναν κρυφά στον Λίβανο όπου θα ξεσήκωναν τον εκεί πληθυσμό και θα τον βοηθούσαν να επαναστατήσει εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κίνηση αυτή θα γινόταν για αντιπερισπασμό, ο Νικόλαος όμως σίγουρα έβλεπε με αυτό τον τρόπο την επανάσταση να πλησιάζει στην ιδιαίτερη του πατρίδα την Κύπρο και ευελπιστούσε ότι σύντομα θα προεκτεινόταν μέχρι εκεί.
Συγκεκριμένα την 1η Μαρτίου 1833, ο νέος κυβερνήτης Σαΐτ Μεχμέτ απαίτησε τη συλλογή των καθυστερημένων φόρων, που λίγο πριν είχαν διαγραφεί με δική του απόφαση. Η επαναφορά των φόρων προκάλεσε κοινωνική αναταραχή με επίκεντρο τη Λάρνακα. Τις επόμενες μέρες έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις στη Λάρνακα και τη Λευκωσία. Η μεγαλύτερη έγινε έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, στη συγκέντρωση εκείνη συμμετείχαν επτά με οκτώ χιλιάδες άνθρωποι. Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους που πολέμησαν στην Ελλάδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, από τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Επί κεφαλής του πλήθους, ο Νικόλαος Θησέας βάδισε προς τα προξενεία της Λάρνακας, ζητώντας από τις προξενικές αρχές την παρέμβασή τους για την ακύρωση της φορολογίας. Από τον μητροπολίτη Κιτίου Λεόντιο Β’, ζητήθηκε βοήθεια ώστε να επηρεάσει τον αρχιεπίσκοπο Πανάρετο, που είχε ταχθεί με το μέρος του Τούρκου διοικητή όσον αφορά την πληρωμή των φόρων.
Πολλοί ιστορικοί της Τουρκοκρατίας πιστεύουν ότι ο σκοπός των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας μέσω του προξένου της στη Λάρνακα, Μποτού.
Μετά την επίτευξη του στόχου της ακύρωσης της φορολογίας, ο Νικόλαος Θησέας, προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και περιμένοντας τον οπλισμό που του είχε υποσχεθεί ο Γάλλος πρόξενος, οδήγησε τις τρεις χιλιάδες άοπλους άνδρες στο Σταυροβούνι, όπου παρέμειναν τον υπόλοιπο Μάρτιο και Απρίλιο. Στο μεταξύ, η συμφωνία ειρήνης μεταξύ του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, οδήγησε στην επιστροφή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο και στην ακύρωση της αποστολής των όπλων από το εξωτερικό. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν τον Νικόλαο Θησέα να διαλύσει τις ομάδες του και να διαφύγει στη Ρόδο με την προτροπή και βοήθεια του Γάλλου πρόξενου Μποτού. Το ίδιο συνέβη και με τον Θεοφύλακτο, που κατέφυγε στην Παλαιστίνη και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ο άλλος αδελφός, ο Κυπριανός, ήταν ήδη εγκατεστημένος στη Σύρο. Και οι τρεις έχασαν την πολύ μεγάλη περιουσία τους στην Κύπρο.
Όσον αφορά τον Γάλλο πρόξενο Μποτού, δολοφονήθηκε, μάλλον δηλητηριασμένος, λίγο μετά την αναχώρηση του Νικόλαου Θησέα. Είχε προσπαθήσει να διαψεύσει τη γαλλική ανάμειξη στα γεγονότα και να αθωώσει στα μάτια των Τούρκων τη στάση των αδελφών Θησέα στην εξέγερση, χωρίς φαίνεται να τα καταφέρει. Πολλοί Κύπριοι είχαν παράπονα από τη Γαλλία και τον πρόξενό της, γιατί με την στάση τους, βρέθηκαν εκτεθειμένοι στις αντεκδικήσεις των Τούρκων.
Ο Νικόλαος Θησέας αφού περιπλανήθηκε μέχρι το 1839, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε πρώτος πρόξενος της χώρας στη Βηρυτό. Μετά από κάποια χρόνια επέστρεψε στη Αθήνα. Με επιστολή που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο το 1849, πρόσφερε δέκα υποτροφίες σε Κύπριους για να σπουδάσουν με δικά του έξοδα στην Αθήνα. Πέθανε το 1854 από χολέρα.
Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και τιμήθηκε με το χάλκινο αριστείο για την προσφορά του στον Αγώνα (α. μ. 3767).
Από το χωριό Όμοδος της Κύπρου. Υπηρέτησε στον Αγώνα από το 1823 και επέστρεψε στην Κύπρο το 1842.
Από τον Άγιο Ηλία της Αμμοχώστου. Πολέμησε από την αρχή του Αγώνα και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1828 και έγινε μοναχός στο μετόχι της μονής Μαχαιρά στο χωριό Πραστιό. Το 1832 έγινε εφημέριος του χωριού του.
Έγινε γνωστός από την «επανάσταση του Καλόγερου». Η επανάσταση αυτή έγινε το 1833. Πρωτεργάτης της επανάστασης ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος ο οποίος ξεσηκώνοντας τον λαό με το σύνθημα «Ελευθερία-Ανεξαρτησία» είχε σαν στόχο να καταλάβει το φρούριο της Αμμοχώστου, και μετά να κτυπήσει τη Λάρνακα και να πολιορκήσει τη Λευκωσία. Αφού ο Ιωαννίκιος έβγαλε τα ράσα και ορκίστηκε με τους συντρόφους του στο ιερό ευαγγέλιο «Ελευθερία ή Θάνατο» ξεκίνησαν το αντάρτικο. Την επανάσταση ακολούθησαν πλήθος λαού, όμως μετά από κάποιες προδοσίες Τούρκων και την ασυνεννοησία με το Γαλλικό προξενείο που θα τους έστελνε ένα καράβι με πολεμοφόδια, η επανάσταση κυλίστηκε στο αίμα.
Σύμφωνα με μια εκδοχή ο Ιωαννίκιος με 14 συντρόφους του συνελήφθησαν τον Αύγουστο του 1833 και αφού βασανίστηκαν άγρια από τους Τούρκους πασσαλώθηκαν για παραδειγματισμό.
Νεότερα ιστορικά στοιχεία, όμως, φαίνεται να ανατρέπουν την πιο πάνω εκδοχή. Σύμφωνα με νεότερα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν, ο Ιωαννίκιος διέφυγε το 1833 τη σύλληψη. Συνελήφθη στις 18 Μαΐου 1839 κατά την επιστροφή του από το Φλαμούδι στο Δαυλό. Οι Τούρκοι που όλα αυτά τα χρόνια τον καταζητούσαν, τον έδεσαν πισθάγκωνα και τον οδήγησαν κοντά στην περιοχή Κορωνιά, σ’ ένα ψηλό βράχο που ονομάζεται «τα λιχάρκα [λιθάρκα] του Κονόμου», ένα χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του Κάστρου της Καντάρας. Από τον γκρεμό τα «λιθάρκα του Κονόμου» τον έριξαν δύο φορές μέχρι να πεθάνει. Σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, το σώμα του περισύλλεξαν και έθαψαν μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου του Δαυλού.
Αξιωματικός. Πολέμησε σε πολλές μάχες έχοντας στρατιώτες υπό τις διαταγές του. Αγωνίστηκε πλάι σε μεγάλα ονόματα της επαναστάσεως όπως ο Νικηταράς, ο Μακρυγιάννης και ο Χατζήχρίστος. Το 1832 προβιβάστηκε σε σημαιοφόρο (α. μ. 2900).
Από την Μαραθάσα. Μπήκε στον Αγώνα το 1826 και υπηρέτησε στο πυροβολικό για έξι χρόνια. Επέστρεψε στην Κύπρο.
Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες μεταξύ των ετών 1821-1834. Στη μάχη της Τρίπολης πολέμησε κάτω από τις οδηγίες του Δημήτρη Υψηλάντη. Έλαβε μέρος επίσης, στη μάχη των Αθηνών στο Χαϊτάρι, πολέμησε για έξι μήνες στη Χίο όπου έγινε και υπαξιωματικός και στη μάχη της Ναυπάκτου (α. μ. 4712).
Από τα Καματά Ορεινής. Πολέμησε και επέστρεψε στην Κύπρο.
Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας καταγράφεται σε αυτή τη λίστα επειδή είχε κυπριακή καταγωγή από τη πλευρά της μητέρας του.
(Περισσότερα για τον Καποδίστρια βλέπε στο σχετικό κεφάλαιο).
Από το χωριό Παλιομέτοχο. Σύμφωνα με μαρτυρίες πολέμησε στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.
Μητροπολίτης Δημητριάδος και Ζαγοράς. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 και βοήθησε πολύ στην εξέγερση του Πηλίου.
Από την Τσάδα Πάφου. Έλαβε μέρος στον Αγώνα και έδρασε ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι κατά την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου. Επέστρεψε στην Κύπρο.
Υπαξιωματικός Β΄. Αγωνίστηκε από το 1821 μέχρι το 1825 κάτω από τις διαταγές του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στις εκστρατείες κατά της Τριπολιτσας και του Ναυπλίου. Πολέμησε υπό τον Νικηταρά στην Κόρινθο και αργότερα κατατάχτηκε στο Α΄ Τάγμα Πεζικού υπό τον Κολονέλ Φαβιέ και υπηρέτησε στον Λόχο των επιλέκτων όπου έλαβε τον βαθμό του δεκανέα. Έλαβε επίσης μέρος σε πολλές άλλες μάχες. Τιμήθηκε ως υπαξιωματικός Β’ τάξεως (α. μ. 17343).
Πολέμησε σαν υπαξιωματικός στην Τρίπολη επί κεφαλής ομάδας Κυπρίων, κάτω από τις διαταγές του Γιατράκου. Επίσης έλαβε μέρος στις μάχες στο Βαλτέτσι, στα Βέρβενα, στα Δολιανά, στο Άργος, στα Δερβενάκια, στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο, στην Πάτρα, στη Μεσσηνία, στη Λακωνία και αλλού. Τιμήθηκε ως υπαξιωματικός Β΄ τάξεως (α. μ. 13337).
Υπηρέτησε σαν δεκανέας στη φρουρά του Δημήτρη Υψηλάντη και πολέμησε πλάι στον Μακρυγιάννη. Διακρίθηκε για την αντρεία και τον πατριωτισμό του. Θεωρήθηκε νεκρός στη μάχη των Μύλων στο Άργος στις 13 Ιουνίου 1825 αλλά φαίνεται ότι αυτή η πληροφορία δεν είναι ορθή (βλέπε πιο κάτω).
Τον Απρίλιο του 1825, ο Μακρυγιάννης και τα παλικάρια του βρίσκονταν κλεισμένοι στο Φρούριο του Νεόκαστρου, όταν ξεκίνησε η τουρκική πολιορκία. Στο μεταξύ, στον κόλπο της πόλης είχε εισέλθει ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο, το οποίο όμως οι αγωνιστές δεν μπορούσαν να πλησιάσουν για να ζητήσουν βοήθεια. Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει επικοινωνία και να τους βοηθήσουν, ήταν να κολυμπήσει κάποιος μέχρι το πλοίο. Τότε προσφέρθηκε ο Μιχάλης από την Κύπρο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «…τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής (κολυμπώντας). Τον πήραν χαμπέρι τα τουρκικά και τον κυνήγησαν ολόνυχτα. Και τόπεσαν τα γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσαν. Και πήγε εις την φρεγάδαν. Και μπαίνοντα μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βγήκε το νερό και τόβαλαν σπίρτα κι αναστήθη. Και είπεν του Άγγλου στοματικώς την κατάσταση του Κάστρου». Ο Μιχάλης, είχε καταφέρει να δώσει το μήνυμα στους Άγγλους και έτσι λίγο μετά έφτασαν τρία πλοία, ένα αυστριακό, ένα γαλλικό και ένα αγγλικό σώζοντας τους Έλληνες που είχαν κλειστεί στο Κάστρο.
Στη σημαντικότερη μάχη της Επανάστασης, η οποία θα έκρινε το μέλλον της έλαβε μέρος και ο Μιχάλης ο Κυπραίος. Μαζί με το σώμα του οπλαρχηγού Μακρυγιάννη κίνησε προς τους Μύλους για να υπερασπιστεί τον Αγώνα. Οι Μύλοι, υπήρξαν μία από τις πιο σημαντικές περιοχές της Πελοποννήσου, καθώς τροφοδοτούσαν και παρείχαν ύδρευση στο Ναύπλιο σε περιπτώσεις πολιορκίας. Ωστόσο, παρέμεναν ανοχύρωτοι παρά τη σπουδαιότητά τους. Στην περιοχή είχαν συγκεντρωθεί με τα παλικάρια τους οι Υψηλάντης, Μακρυγιάννης, διάφοροι Φιλέλληνες και ο Κάρπος αντιμετωπίζοντας τους χιλιάδες Αιγύπτιους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου 1825, οι Αιγύπτιοι κατάφεραν να γκρεμίσουν τα οχυρά και άρχισαν να εισβάλουν στην πόλη. Όμως αντιμετώπισαν την καλά οργανωμένη αντίσταση των Ελλήνων που τους αναχαίτισαν κι έτσι ο Ιμπραήμ κινήθηκε προς την Αργολική κοιλάδα. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν εφτά Έλληνες κι ένας ξένος φιλέλληνας νεκροί.
Ειδική μνεία για το παλικάρι του κάνει και ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματα του: «…Τότε εκεί όπου ριχτήκαμε στο γιρούσι, μου πληγώθει βαρέως και ύστερα πέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, όπούστειλα της πελάγης και πήγε εις την αγγλική φρεγάτα, όταν κιντυνεύβαμεν εις το Νιόκαστρο…». Εδώ ο Μακρυγιάννης αναφέρεται στο πιο πάνω περιστατικό με το αγγλικό πλοίο. Το περιστατικό αυτό καθώς και τον θάνατο του Μιχάλη, επιβεβαιώνει και ο Άγγλος στρατιωτικός Thomas Gordon.
Συναντήθηκε με τον Υψηλάντη στις Ηγεμονίες, υπηρέτησε μαζί του στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε μαζί του στην Ελλάδα όπου έλαβε μέρος στον Αγώνα. Πολέμησε πρώτα με τα Πεζικά Τάγματα από το 1823 μέχρι και το 1833 (στην Τρίπολη με τον καπετάν Γεώργη Κύπριο, στο Ναύπλιο, στην Κόρινθο με τον Χατζηχρίστο, στο Πέτα, και στο Κρεμμύδι όπου αιχμαλωτίστηκε για 9 μήνες). Όταν απελευθερώθηκε πολέμησε υπό τον Φαβιέρο στην Κάρυστο, στο Χαϊδάρι, στον Πειραιά, στη Χίο, στη Ναύπακτο, στην πολιορκία της Ακρόπολης (όπου διακρίθηκε όταν φορτωμένος πυρίτιδα ανέβηκε στην Ακρόπολη), στο Νεόκαστρο (όπου αιχμαλωτίστηκε ξανά), στο Ναβαρίνο, στην Κρήτη κ.α. Αργότερα εντάχθηκε στο Πυροβολικό και αφυπηρέτησε το 1858 με τον βαθμό του Ανθυπασπιστή. Ήταν αδερφός του Ζήνωνα Κύπριου (βλέπε πιο κάτω) (α. μ. 17265).
Ήταν οπλαρχηγός. Αγωνίσθηκε σε όλες σχεδόν τις εκστρατείες κατά τη διάρκεια του Αγώνα και ανακηρύχθηκε σε Χιλίαρχο.
Αδελφός του Αγγελή Κύπριου. Εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και πολέμησε στο Δραγατσάνι απέναντι στους Τούρκους (7 Ιουνίου 1821). Μετά την ήττα των Ελλήνων και τη διάλυση του Ιερού Λόχου ακολούθησε τον αρματολό Γεωργάκη Ολύμπιο. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονής Σέκου από τους Τούρκους (23 Σεπτεμβρίου 1821), όταν ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη, για να μην πέσουν, αυτός και οι σύντροφοί του, στα χέρια των Τούρκων. Κατά την ανατίναξη σκοτώθηκε και ο Γεωργάκης Ολύμπιος.
Λοχαγός. Πολέμησε σε στεριά και θάλασσα. Πολέμησε στο Ναύπλιο, στον Πειραιά, στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια και αλλού κάτω από τις διαταγές των Ν. Σταματελόπουλου, Π. Ζαφειρόπουλου, Χ. Αγαλόπουλου, Κ. Γκιώνη και Μακρυγιάννη. Αφού κατόρθωσε με ένα Τουρκοαιγιπτιακό πλοίο να φτάσει μέχρι τη Τήνο κατατάχθηκε στο Ελληνικό Ναυτικό και έλαβε μέρος στις μάχες της Ύδρας μέχρι την απελευθέρωση της, στον αποκλεισμό του Ναυπλίου, καθώς και σε ναυμαχίες στη Ερεσό και στη Σάμο. Υπηρέτησε στα πολεμικά πλοία «Ηρακλής» και «Επαμεινώνδας». Τιμήθηκε ως αξιωματικός Ε΄ τάξεως (α. μ. 1563).
Πολέμησε σαν πυροβολητής στα καράβια και συγκεκριμένα στο καράβι του Ανάργυρου Α. Χατζηαναργύρου και έλαβε μέρος σε πολλές ναυμαχίες (α. μ. 1061).
Γιος του επόμενου. Υπηρέτησε στο ναυτικό σαν μπουρλοτιέρης στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και σκοτώθηκε στη ναυμαχία του Καφηρέα (έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε).
Υπαξιωματικός Β΄. Πατέρας του προηγούμενου. Ήταν Ναύτης Α΄ και πυροβολητής αλλά εκτελούσε και καθήκοντα μαγείρου. Υπηρέτησε ως ναυτικός, στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη. Όπως αναφέρει σε έγγραφό του ο ίδιος ο Κανάρης, σκοτώθηκε πέφτοντας από το πλοίο, κατά τη διάρκεια ναυτικών επιχειρήσεων (α. μ. 234).
Αξιωματικός Ζ΄. Πρόσφερε στον Αγώνα πρώτα σαν δάσκαλος και αργότερα σαν αγωνιστής. Πολέμησε στη Λακωνία εναντίον του Ιμπραήμ (α. μ. 2987).
Με την έναρξη της επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1821 εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη μαζί με τους Γιάννη Τσολάκη, Σάββα Ντιορτή, Φίλιππο Γεωργίου και όλοι μαζί πολέμησαν στη μάχη του Δραγατσανίου. Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι και την καταστολή της εξέγερσης στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όλοι μαζί κατέφυγαν στη Ρωσία.
Στρατιώτης. Πολέμησε στον Αγώνα και έλαβε μέρος στη πολιορκία της Ακρόπολης.
Από τη Λάρνακα. Γενάρχης οικογένειας αγωνιστών. Πήγε στην Ελλάδα όταν ήταν 20 ετών και πολέμησε από το 1821 μέχρι το 1831. Υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του Φαβιέρου. Έλαβε μέρος στη μάχη της Ακρόπολης όπου πληγώθηκε στο δεξί του χέρι. Μετά από μία τριετία επέστρεψε στη Κύπρο. Πρόκειται για τον πατέρα του Σώζου Αντωνίου που πολέμησε ως εθελοντής στο Βαφέ της Κρήτης το 1866, και τον παππού του επίσης εθελοντή Δημάρχου Λεμεσού Χριστόδουλου Σώζου που έπεσε πολεμώντας την 6η Οκτωβρίου 1912 στο Μπιζάνι της Ηπείρου. Ο Λοΐζου επέστρεψε στην Κύπρο το 1831.
Από την Τσάδα της Πάφου. Έλαβε μέρος στον Αγώνα και επέστρεψε στην Κύπρο μετά από 15 χρόνια.
Από τη Λάρνακα. Χρημάτισε γραμματέας του πατριάρχη Αντιόχειας Ανθέμιου. Εργάστηκε ως δάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε από τον Παπαφλέσα στη Φιλική Εταιρεία (1918) και έστειλε τη συνδρομή του (250 γρόσια) στον Νικόλαο Θησέα. Είναι ένας από τους γνωστότερους Κύπριους Φιλικούς.
Κατά τα τέλη του 1820 πήγε στην Ελλάδα με τον Γρηγόριο Διάκο (Παπαφλέσσα) για να προετοιμάσουν την επανάσταση, με εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου διορίστηκε γραμματέας του Υπουργείου Θρησκείας και Δικαίου. Το 1823 διορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη και διευθυντής της Γενικής Γραμματείας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Έλαβε μέρος σε πολλές εκστρατείες ως αξιωματικός. Έλαβε πιστοποιητικό για τις υπηρεσίες του από τον Ανδρέα Ζαΐμη και τιμήθηκε με το αργυρούν αριστείον (α. μ. 328).
Στρατιώτης. Έλαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης το 1828, πολέμησε στο Νιόκαστρο και στους Μύλους του Ναυπλίου όπου τραυματίσθηκε στο αριστερό χέρι και από τότε σακατεύτηκε (α. μ. 13704).
Αδερφός του Γεώργιου Μάρκου (βλέπε πιο κάτω). Κατατάγηκε το 1822 στο στράτευμα του Νικόλαου Κριεζώτου και έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες. Το 1825 κατατάγηκε σε τακτικό σώμα όπου παρέμεινε μέχρι το 1830. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες της Αθήνας εναντίον του Κιουταχή, στα Δερβενάκια, στις μάχες της Καρύστου, της Χίου και της Ναυπακτου. Κατά την πτώση του φρουρίου της Ναυπάκτου, πληγώθηκε στον λαιμό, ενώ στη μάχη της Καρυστίας έχασε και τον αδελφό του Γεώργιο Μάρκου (α. μ. 9022).
Αδερφός του προηγούμενου. Ο οπλαρχηγός Ιωάννης Κλίμακας βεβαιώνει πως ο Γεώργιος Μάρκου σκοτώθηκε, ηρωικός μαχόμενος, στη μάχη της Καρύστου (Μάρτιος 1826), της οποίας ηγήθηκε ο Γάλλος φιλέλληνας Κάρλος Φαβιέρος.
Στρατιώτης. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες υπό τους Κριτζιώτη και Χατζηχρίστο. Στη μάχη της Θήβας πληγώθηκε στο αριστερό χέρι (α. μ. 354).
Υπηρέτησε στο ναυτικό και επέστρεψε στην Κύπρο.
Πολέμησε στον Αγώνα και αιχμαλωτίσθηκε στο Νεόκαστρο και παρέμεινε αιχμάλωτος για εννέα ολόκληρους μήνες. Έλαβε μέρος επίσης στις μάχες του Ναυπλίου, της Τριπολιτσάς με τον Καπετάν Γεώργιο τον Κύπριο και στην Κόρινθο με τον Υποστράτηγο Χατζηχρίστο (α. μ. 17267).
Στρατιώτης. Πολέμησε από την αρχή μέχρι το τέλος του Αγώνα και τραυματίστηκε στο πόδι (α. μ. 13788).
Στρατιώτης. Από το 1826 μέχρι το 1836 υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του Νικόλαου Κριεζώτη, του Χατζή Μιχάλη κ.α. Έλαβε μέρος στις μάχες των Αθηνών και της Κρήτης. Από το 1836 μέχρι το 1844 υπηρέτησε στη χωροφυλακή (α. μ. 724).
Υπαξιωματικός Β΄. Έφτασε στην Πελοπόννησο το 1821 με τον Καπετάν Νικολή Ζέρβα και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αργότερα πολέμησε μαζί με τους Χατζηχρίστο και Κριεζώτη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε βαριά στη μάχη της Γράνας. Πολέμησε εναντίον του Δράμαλη στην πολιορκία του Ναυπλίου και στη Στερεά Ελλάδα όπου ξαναπληγώθηκε στη μάχη του Δίστομου (α. μ. 172).
Γεννήθηκε το 1780 και πέθανε το 1852. Καταγόταν από το Μηλικούρι και ήταν επίσκοπος Λοκρίδος, Συμμετείχε στην εξέγερση της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε αναφορά του προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (20 Αυγούστου 1829) εξαίρει την πατριωτική στάση και τους αγώνες του Μυριανθούση, κατά την περίοδο εκστρατείας του στη Ρούμελη.
Με την έναρξη της Επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1821 εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη μαζί με τους Ζαχαρία Λεοντή, Γιάννη Τσολάκη, Φίλιππο Γεωργίου και όλοι μαζί πολέμησαν στη μάχη του Δραγατσανίου. Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι και την καταστολή της εξέγερσης στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όλοι μαζί κατέφυγαν στη Ρωσία.
Υπαξιωματικός Β΄. Πολέμησε στα Δερβενάκια και σε άλλες πολλές μάχες και πληγώθηκε στο χέρι κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου και στο αριστερό γόνατο κατά την μάχη του Φραγκοκάστρου στην Κρήτη (α. μ. 357).
Αδελφός των Δαβίδ και Πέτρου Οικονομιδη (ο οποίος ως δημογέροντας αποκεφαλίστηκε στις 10 Ιουλίου 1821). Έφτασε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1821, αφού γλίτωσε από τις σφαγές του Ιουλίου. Στην αρχή του Αγώνα, υπό την ηγεσία του και με δικά του έξοδα συντηρούσε ομάδα δεκαέξι Κυπρίων στρατιωτών (κάτω από τις διαταγές του Δημήτρη Υψηλάντη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη). Μετά την απελευθέρωση της Τρίπολης λόγω της μόρφωσης που είχε, διορίστηκε γραφέας στο Υπουργείο Οικονομικών και αργότερα τμηματάρχης του ίδιου υπουργείου, καθώς και του Υπουργείου Αστυνομίας. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και από το 1855 μέχρι το 1858 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών. Διετέλεσε επίσης νομάρχης Φθιώτιδας και νομάρχης Κυκλάδων.
Γιος του Δαβίδ Οικονομίδη και αδερφός του Δημήτριου Δ. Οικονομίδη. Έλαβε μέρος από την αρχή του Αγώνα και το 1828 διετέλεσε Γραμματέας της Εκτάκτου Επιτροπής της Αργολίδας.
Αδελφός του Γεώργιου Οικονομίδη και του Πέτρου Οικονομίδη, δημογέροντα που αποκεφαλίστηκε στις 10 Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία. Ήταν και αυτός δημογέροντας και μέλος της κεντρικής αρχής που βοηθούσε τον Τούρκο Διοικητή (Μουσελίμη) για θέματα ορθόδοξων χριστιανών. Σώθηκε από τις σφαγές της 9ης Ιουλίου και κατέφυγε στη Μασσαλία μαζί με τον γιο του Νικόλαο. Απ’ εκεί ταξίδεψε στην Τεργέστη αλλά εκδιώχτηκε από την Αυστριακή Κυβέρνηση επειδή ήταν καταζητούμενος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι το 1828 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου υπηρέτησε σαν επαρχιακός δημογέροντας και ειρηνοδίκης Ναυπλίου. Πέθανε στο Ναύπλιο το 1839.
Γιος του Δαβίδ Οικονομίδη και αδερφός του Γεώργιου Δ. Οικονομίδη. Υπηρέτησε από την αρχή του Αγώνα και έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες. Μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στρατιώτης. Πολέμησε σε διάφορες μάχες με διάφορους οπλαρχηγούς. Τιμήθηκε με το αργυρό αριστείο (α. μ. 323).
Από το Κοιλάνιο Λεμεσού. Υπηρέτησε στο ναυτικό για δέκα χρόνια και επέστρεψε στην Κύπρο το 1845.
Από τη Μαραθάσα. Υπηρέτησε στον Αγώνα και επέστρεψε στην Κύπρο.
Από την Κοίλη της Πάφου. Έλαβε μέρος στον Αγώνα και ήταν παρώνν στη πολιορκία και έξοδο του Μεσολογγίου. Μετά τον Αγώνα επέστρεψε στην Κύπρο. (Βλέπε περισσότερα για τον Πασαπόρτη στο κεφάλαιο «Κύπριοι στην έξοδο του Μεσσολογγίου»)
Στρατιώτης. Έλαβε μέρος στις εκστρατείες της Χίου και της Ναύπακτου εκτελώντας χρέη Λοχία από το 1825 μέχρι το 1833 (α. μ. 17997).
Από την Κυθραία. Διέφυγε από την Κύπρο μετά τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου και έφτασε στην Ελλάδα όπου πολέμησε σε πολλές μάχες. Μετά την λήξη του πολέμου παρέμεινε στον Ελληνικό Στρατό και διετέλεσε μέλος της σωματοφυλακής του βασιλιά Όθωνα. Όταν αποχώρησε από το στράτευμα επέστρεψε στην Κύπρο.
Γεννήθηκε το 1804 στο χωριό Λόφου. Σε ένα ταξίδι για εμπορικούς σκοπούς με τον πατέρα του στην Αλεξανδρέτα κατηχήθηκε στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Μετά ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου με δικά του έξοδα εξόπλισε 7 άνδρες (4 Κύπριους και 3 Κρητικούς) και όλοι μαζί εισήλθαν στην Ελλάδα. Το 1823 κατατάχθηκαν στον Ελληνικό Στρατό κάτω από τις διαταγές του Τζιώρτζη Κύπριου. Το 1825 κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό. Συμμετείχε στην εκστρατεία των Αθηνών και στις μάχες του Χαϊδαρίου, του Καματερού και του Πειραιά. Στη μάχη του Πειραιά τραυματίστηκε στο μέτωπο ενώ τραυματίστηκε ξανά στη μάχη του Φιλοπάππου, όπου και συνελήφθη.
Πολέμησε πλάι στον Γεώργιο Καραϊσκάκη και όπως καταγράφει στα απομνημονεύματα του ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του αρχιστράτηγου από ελληνικό χέρι. Οι εκδοχές για τη δολοφονία ή όχι του Καραϊσκάκη διίστανται (κάποιοι υποστηρίζουν ότι δολοφονήθηκε από τουρκικό βόλι, ενώ κάποιοι ιστορικοί υιοθετούν την άποψη του Σταυριανού). Ο ίδιος ο Σταυριανός πάντως επανέρχεται σε άλλο σημείο των απομνημονευμάτων του περιγράφοντας μια συνομιλία που είχε το 1832 με κάποιον ιερέα του στρατού ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε πως εξομολόγησε τον Έλληνα στρατιώτη που εκτέλεσε τον Καραϊσκάκη και λίγο πριν πεθάνει του εξομολογήθηκε την πράξη του. Πολέμησε και τραυματίστηκε σε μάχη στο Φιλοπάππου. Παρέμεινε στην Ελλάδα και έγινε Ταγματάρχης της Χωροφυλακής.
Το 1862 συμμετείχε στην Ναυπλιακή Επανάσταση εναντίον του βασιλιά Όθωνα και μαζί με 17 άλλους συνεργάτες του στο κίνημα, τέθηκαν σε αργία. Αποστρατεύτηκε ένα χρόνο αργότερα όταν ο Όθωνας έφυγε από την Ελλάδα και αποκαταστάθηκε η τιμή των κινηματιών. Το 1863 η προσωρινή Κυβέρνηση του απένειμε το βαθμό του ταγματάρχη και την αντίστοιχη σύνταξη.
Έγραψε βιβλίο με τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου: και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τη ελληνική ιστορία». Πέθανε στην Αθήνα το 1887.
Υπαξιωματικός Β΄. Πολέμησε στις μάχες των Αθηνών του Πειραιά, στα Δερβενάκια και αλλού (α. μ. 298).
Από την Σωτήρα Αμμόχωστου (ή από τη Λάρνακα). Έλαβε μέρος στον Αγώνα και υπηρέτησε ως στρατιωτικός εύζωνας. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1867.
Με την έναρξη της Επανάστασης τον Φεβρουάριο του 1821 εντάχθηκε στον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη μαζί με τους επίσης Κύπριους Ζαχαρία Λεοντή, Σάββα Ντιορτή, Φίλιππο Γεωργίου και όλοι μαζί πολέμησαν στη μάχη του Δραγατσανίου. Μετά την ήττα στο Δραγατσάνι και την καταστολή της εξέγερσης στη Μολδαβία και στη Βλαχία, όλοι μαζί κατέφυγαν στη Ρωσία.
Υπαξιωματικός Β΄. Μπήκε στον Αγώνα το 1822. Έλαβε μέρος στις μάχες των Αθηνών και ήταν παρών στο θάνατο του Καραϊσκάκη. Πολέμησε επίσης στις μάχες του Νεοκάστρου και της Χίου κ.α. σαν αξιωματικός. Με δικά του χρήματα προμήθευε τα αναγκαία για τον πόλεμο και για τη διατροφή των στρατιωτών του. (α. μ. 2830).
Πολέμησε για έξι χρόνια ως στρατιώτης και επέστρεψε στην Κύπρο.
Από πλούσια οικογένεια της Λεμεσού. Στάλθηκε από τους γονείς του για ανώτερες σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και μετέπειτα στην Ακαδημία της Κέρκυρας. Με την έναρξη του Αγώνα έφτασε στις Σπέτσες όπου κατατάγηκε ως ναύτης στο πολεμικό πλοίο «Ηρακλής» του Αναγνώστου Χατζηανάργυρου. Υπηρέτησε εκεί από τον Απρίλιο του 1821 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1822 και έλαβε μέρος στην έφοδο και την άλωση του Ναυπλίου (3-4 Ιουλίου 1821), στη Ναυμαχία των Πατρών (20 Φεβρουαρίου 1822), στην εκστρατεία της Κρήτης (Ιούλιος 1822) και στη ναυμαχία του Χελιού κοντά στις Σπέτσες όπου καταδίωξαν τον Τουρκικό στόλο. Ο Φραγκούδης υπηρέτησε και σε άλλα πλοία και διετέλεσε Γραμματέας στο πλοίο του Γ. Χατζηανδρέου. Όταν υπηρετούσε στο πλοίο «Ηρακλής» ο Φραγκούδης κρατούσε το πολεμικό ημερολόγιο του πλοίου, το οποίο δωρίσθηκε στο Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών το 1884 και δημοσιεύθηκε στα «Σπετσιότικα τόμος Γ΄, 1926». Αξιοσημείωτη είναι μια αναφορά στο ημερολόγιο του Φραγγούδη για μία ναυμαχία του πλοίου του με τουρκικά πολύ κοντά στη Κύπρο. Επέστρεψε στην Κύπρο και πέθανε το 1880.
Γεννήθηκε το 1807 στο χωριό Λάπηθος. Ο πατέρας του ήταν πρόκριτος της Λαπήθου, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και εκτελέστηκε από τους Τούρκους κατά τις σφαγές του 1821. Ο Θεοχάρης μαζί με τη μητέρα και τα αδέρφια του κατέφυγαν στα βουνά για να γλυτώσουν. Το 1824 ταξίδεψαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και ο Θεοχάρης κατατάχτηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Ιωάννη Μπούσγου από τη Λιβαδειά. Έλαβε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα και αργότερα ως αξιωματικός στον στρατό και υπασπιστής του Όθωνα. Τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και το 1834 κατατάχτηκε στη Χωροφυλακή φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη. Πέθανε στην Αθήνα το 1886.
Ένας άλλος Κύπριος ηρωομάρτυρας άγνωστος στο πλατύ κοινό, είναι ο επίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής.
Ο Φιλόθεος Χατζής καταγόταν από την Κύπρο και εξελέγη αρχιερέας Δημητσανης το 1795. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και ήταν γνωστός για την δράση του και πολύ αγαπητός στη περιοχή.
Μερίμνησε για την ανάπτυξη των Ελληνικών Σχολών της περιοχής και συντέλεσε στην προαγωγή των μπαρουτόμυλων (αποθήκες πυρίτιδας) της Δημητσάνας οι οποίοι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο και βοήθησαν πολύ την Επανάσταση.
Συνελήφθη από τους τούρκους μαζί με 17 άλλους αρχιερείς και προύχοντες της περιοχής της Τρίπολης και φυλακίστηκε. Σκοπός της σύλληψής τους ήταν να κρατηθούν όμηροι ώστε οι τούρκοι να τους χρησιμοποιήσουν για διαπραγματευτικούς σκοπούς σε περίπτωση πολιορκίας της πόλης (βλέπε λεπτομέρειες στο υποκεφάλαιο «Κύπριοι στην άλωση της Τριπολιτσάς»). Πέθανε από τα φρικτά βασανιστήρια και τις κακουχίες στις 11 Σεπτεμβρίου του 1821, λίγες μόνο μέρες δηλαδή, πριν την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) στις φυλακές της οποίας ήταν φυλακισμένος.
Αναφέρει ο Φωτάκος για τον Φιλόθεο Χατζή:
«Κατήγετο από την Κύπρον. Ο επίσκοπος αυτός ήτον έκ των ησυχωτέρων αρχιερέων και πολύ εκκλησιαστικός, σεβόμενος από όλην την επαρχίαν της Καρυταίνης. Εφυλακίσθη δε και αυτός μετά άλλων προυχόντων και αρχιερέων και τυραννούμενος απέθανεν εντός των φυλακών της Τριπολιτσάς».
Υπαξιωματικός Α΄. Υπηρέτησε στο Δ΄ Τάγμα του Β΄ Λόχου του Τακτικού Σώματος Πεζικού. Από την Τσάδα της Πάφου. Πολέμησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου (α. μ. 17533). Αναφέρεται σε αυτόν και στον τραυματισμό του ο ήρωας και ιστορικός της επαναστάσεως Νικόλας Κασομούλης (βλέπε κεφάλαιο «Κύπριοι στην έξοδο του Μεσολογγίου»).
Στρατιώτης. Πολέμησε από το 1821 μέχρι το 1828 και έλαβε μέρος στις μάχες της Τρίπολης, του Νεοκάστρου, των Αθηνών καθώς και σε εκείνων της Ναυπάκτου. Υπηρέτησε υπό τις διαταγές των Νικηταρά και Χατζηχρίστου (α. μ. 583).
Από την Βαβατσινιά Λάρνακας. Υπηρέτησε τον Αγώνα και έμεινε έντεκα χρόνια ως στρατιωτικός στην Ελλάδα. Επέστρεψε στην Κύπρο.
Τον Ιούνιο του 1826 ιδρύθηκε στο Ναύπλιο η Ιώνιος Φάλαγγα την οποία αποτελούσαν κυρίως Μικρασιάτες από την Ιωνία, αλλά και αγωνιστές από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αλλά και την Κύπρο. Η Ιώνιος Φάλαγγα μέχρι τη διάλυσή της έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
Από τος 359 άντρες της Φάλαγγας οι 19 ήταν Κύπριοι. Στον κατάλογο όλοι αναφέρονται με το μικρό τους όνομα και σαν επίθετο όλοι έχουν το «Κυπραίος». Δεν αποκλείεται κάποιοι από αυτούς να αναφέρονται και πιο πάνω με κάποια παραλλαγή του ονόματός τους.
Σε παρένθεση η αρίθμηση που έχουν στον κατάλογο:
Αβράμης Κυπράιος (αρ. 197), Βασίλειος Κυπραίος (αρ. 343), Γαβριήλ Κυπραίος (αρ. 156), Γεώργιος Κυπραίος (αρ. 144), Γιακουμής Κυπραίος (αρ. 344), Δημήτριος Κυπραίος (αρ. 229), Ελευθέριος Κυπραίος (αρ. 160), Κυριάκος Κυπραίος (αρ. 154), Κυριάκος Κυπράιος (αρ. 216), Κυριάκος Κυπραίος (αρ. 306), Κωνσταντής Κυπραίος (αρ.143), Μιχάλης Κυπραίος (αρ. 142), Παρασκευάς Κυπράιος (αρ. 354), Σάββας Κυπραίος (αρ. 223), Σταύρος Κυπράιος (αρ, 155), Φίλιππος Κυπραίος (αρ. 289), Χατζη-Αυγουστής Κυπράιος (αρ. 224), Χατζη-Πέτρος Κυπραίος (αρ. 311) και Χριστοφής Κυπραίος (αρ. 355).
Στο αρχείον Κοινότητος Ύδρας απαντώνται στους καταλόγους αγωνιστών του νησιού αυτού και 6 Κύπριοι, μεταξύ των Υδραίων που πολέμησαν υπό τον Μακρυγιάνη, τον Δημήτριον Καλλέργη και τους Αθανάσιον και Νικόλαον Εμ. Παπάν. Ήταν οι ακόλουθοι: Κυριάκος Κυπραίος, τζαούσης (=υπαξιωματικός), Σάββας Κυπραίος, Νικόλαος Βελάς Κυπραίος, Σίμων Κυπριώτης, Ιωάννης Κυπριώτης και Ιωάννης Κυπραίος τζαούσης.
Εικάζεται ότι οι άντρες αυτοί ήταν μέλη Κυπριακών οικογενειών (κυρίως εμπόρων και ναυτικών) μόνιμα εγκατεστημένων στην 'Υδρα, που συμμετείχαν σε σώματα Υδραίων.
Παρόμοια, και άλλοι Κύπριοι εγκατεστημένοι σε διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδος είχαν καταταγεί σε μονάδες που συγκροτήθηκαν στα μέρη τα οποία κατοικούσαν. Όπως για παράδειγμα ο αγωνιστής Κωνσταντίνος Κυπριώτης που μαρτυρείται από τα σχετικά πιστοποιητικά του ότι κατοικούσε, πριν από την επανάσταση, στα Ψαρά, πατρίδα του θρυλικού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη. Ο αγωνιστής αυτός υπηρέτησε σε καράβια Ψαριανών που πήραν μέρος σε διάφορες συγκρούσεις, περιλαμβανομένου και του πυρπολικού του ιδίου του Κωνσταντίνου Κανάρη, πνίγηκε δε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης. Στο πυρπολικό του Κανάρη υπηρέτησε και ο γιος του Κυπρίου αυτού αγωνιστή, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Κυπριώτης, ο οποίος πνίγηκε επίσης κατά τη διάρκεια άλλης ναυτικής επιχείρησης. Σώζονται, και για τους δύο, σχετικά πιστοποιητικά υπογραμμένα από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Κανάρη, εκδομένα το 1865 προς την οικογένειά τους (βλέπε τον αλφαβητικό κατάλογο πιο πάνω).
«Κύπριοι από κάθε γωνιά της Κύπρου κατατάγηκαν σε φάλαγγα και κάτω από την αρχηγεία του Χατζηχρίστου Βούλγαρη» (Κηπιάδης, Γεώργιος. Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών, Αλεξάνδρεια,1888, σελ. 11-12)
«…at the same time hundreds of Cypriots went to the mainland to offer themselves in battle…» (Koumoulides, John. Cyprus and the war of Greek independence 1821-1829, London, Zeno, 1974, p.90).
«Κατά την Ελληνική Επανάσταση αναφέρονται τα ονόματα 132 (;) κυπρίων στο Εθνικό Μητρώο ως φονευθέντων» (Φωκαίδης, Φωκάς Ν. Ο ελληνισμός της Κύπρου: από των προϊστορικών μέχρι των καθ’ημάς χρόνων. Σώλσπουρυ, 1962, σελ. 155).
- Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα «200 από την Ελληνική Επανάσταση 1821-2021» - Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η Κύπρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου