Έλληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να
διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιούλίου του 1821, καθώς
και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης
διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη συνεχιζόταν η Επανάσταση
στην Ελλάδα.
Προσπάθειες Κυπρίων από το εξωτερικό
Η πρώτη προσπάθεια για απελευθέρωση της Κύπρου ξεκίνησε λίγο μετά τις σφαγές του 1821 με τη σύναξη μερικών ιεραρχών και προκρίτων στη Ρώμη, όπου και υπέγραψαν σχετική προκήρυξη. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήταν ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς, (συγγενής του αρχιεπισκόπου Κυπριανού που είχε ήδη εκτελεστεί από τους Τούρκους και γιος του επίσης εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από τον Στρόβολο), ο Τρεμιθούντος Σπυρίδωνας, ο Νικόλαος Θησέας, αδελφός του Θεοφίλου και γνωστός αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης την οποία υποβοήθησε και με διάφορους άλλους τρόπους και άλλοι. Η διακήρυξη της Ρώμης εξουσιοδότησε το Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες ενέργειες νομίζει καλύτερες ώστε να ετοιμάσει στρατιωτική δύναμη και κινηθεί κατά των εχθρών.
Βέβαια η απόφασή αυτή για «αγώνα συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνας» (όπως
αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε παρθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο και όταν
ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιουλίου του 1821.
Γνωρίζοντας την πικρή αυτή αλήθεια ο Νικόλαος Θησέας μαζί με τον έξαρχο
Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν
πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα
αποστελλόταν από το εξωτερικό για να συνεγείρει και την Κύπρο. Στην αγγλική
πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήρθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό de Wintz ο οποίος καταγόταν από το Μαυροβούνιο, είχε σταδιοδρομήσει
ως αξιωματικός του Ναπολέοντα και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός
είχε επιλεγεί και είχε, πιθανότατα, αποδεχτεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού
σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην ήδη
επαναστατημένη Ελλάδα. Όπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο το λόγιου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα
της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει συγκεκριμένα ο
Πολυχρονιάδης: «ανεγνώσαμεν εις τας
εφημερίδας, ότι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης υπηρετήσας ποτέ τον Ναπολέοντα και
ευρισκόμενος ήδη εις Λονδίνον, προσκαλεί αξιωματικούς και στρατιώτας, δια να
κατεβή εις την Ελλάδα με 2.000».
Η όλη προσπάθεια συγκρότησης συντήρησης και αποστολής του αποτελούμενου από 2.000 άνδρες εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Καταβλήθηκαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800.000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες αναμείχτηκε και ένας Άγγλος, κάποιος Πίκοκ (Peacοck) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα συζητείτο μέχρι και το 1824, όμως η Ελληνική Κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες) αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμειχτεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, τελικά, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε.
Σχέδιο απελευθέρωσης
της Κύπρου μέσω Λιβάνου (1824-1826)
Μια άλλη προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου καταβλήθηκε
στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο
Ναύπλιο και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει
επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών
ήταν ο Κυπριανός Θησέας, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και Θεοφίλου Θησέα, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των
Κυπρίων που βρίσκονταν στην Ελλάδα, ο Κυπρίδημος
Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ.
Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης
και ο Κυπριανός Βικέντιος. Το
1824-1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων προσπαθούσε να πείσει την Ελληνική Κυβέρνηση
να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο. Για τον σκοπό
αυτό υπέβαλε αρκετά υπομνήματα. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το
σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα
κατά την οποία μαινόταν ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα.
Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση
εξέγερσης στον Λίβανο.
Η υπόθεση της εκστρατείας
στο Λίβανο είχε αρχίσει να συζητείται από τον Οκτώβριο 1824, όταν ο Χατζηστάθης Ρέζης μετέφερε στο
Βουλευτικό Σώμα πρόταση του εμίρη του Λιβάνου Μπεσσίρ για σύναψη συμμαχίας με
τους 'Έλληνες κατά των Τούρκων. Ο Μπεσσίρ ζητούσε ελληνικά καράβια και έδινε
στους 'Έλληνες στρατεύματα και άλογα. Το Βουλευτικό Σώμα δέχθηκε την πρόταση,
υπό το πρίσμα μάλιστα δημιουργίας
αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου και σ' εκείνες του τυράννου της
Αιγύπτου Μωχάμετ 'Αλι του οποίου ο υιοθετημένος γιος Ιμπραΐμ βρισκόταν στο
Μοριά τον οποίο κατέκαιγε. Εκ μέρους των Ελλήνων είχαν οριστεί τότε
αντιπρόσωποι για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τον εμίρη. Οι αντιπρόσωποι ήταν
ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο επίσκοπος Ευδοκιάδος
Γρηγόριος και ο Κύπριος Χαράλαμπος
Μάλης. Η τριμελής αυτή ομάδα απεστάλη στον Λίβανο το 1825 και είχε μακρές
διαπραγματεύσεις. Το πρόγραμμα της ομάδας περιλάμβανε και επίσκεψη στην Κύπρο,
για μυστικές διαπραγματεύσεις με τον τότε αρχιεπίσκοπο
Δαμασκηνό και τους λοιπούς ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων. Αυτό έγινε επειδή σε
συνάρτηση με την επανάσταση στον Λίβανο σχεδιαζόταν και απελευθερωτικός αγώνας στην
Κύπρο κατά των Τούρκων.
Τελικά όμως η επιχείρηση στον Λίβανο δεν έγινε επίσημα
αποδεκτή από την Ελληνική Κυβέρνηση. Διάφοροι οπλαρχηγοί όμως, και ιδίως ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Ταηλάνος και ο Νικόλαος Κριεζώτης, ανέλαβαν να
υλοποιήσουν με δική τους πρωτοβουλία το εκστρατευτικό σχέδιο στον Λίβανο και
στην Κύπρο. Ο Χαράλαμπος Μάλης και άλλοι Κύπριοι διαφώνησαν, γιατί δεν
ευνοούσαν την ανάληψη ενός τέτοιου αγώνα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και υποστήριξη
της Κυβέρνησης. Άλλοι Κύπριοι, όπως ο Βικέντιος,
υποστήριξαν την πρωτοβουλία των οπλαρχηγών.
Η αποστολή πραγματοποιήθηκε τελικά με 2.000 άνδρες και 14
πλοία, τον Μάρτιο του 1826, όμως, απέτυχε οικτρά και τόσο στον Λίβανο όσο και
στην Κύπρο το εκστρατευτικό σώμα διέπραξε ληστείες και λεηλασίες προτού
επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στην ίδια την Κύπρο, δεν φαίνεται να είχε σημειωθεί
οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ' όλο το διάστημα από τον Ιούλη του 1821
μέχρι και το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, εκτός από τη θρυλούμενη εξέγερση
του Πέτρου στην Πάφο, και τη διανομή
επαναστατικών προκηρύξεων από το Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που
μαρτυρείται και από την «Ενάτη Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές.
Αυτή η προσπάθεια φαίνεται ότι συνδυάστηκε και με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως
πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από το Λεόντιο
ιερέα Φανερωμένης και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ.
Παρ’
όλ’ αυτά κατά την διάρκεια του Αγώνα έγιναν πολλές ριψοκίνδυνες προσπάθειες ελληνικών
πλοίων, που περιπολούσαν και προσπαθούσαν να ελέγξουν την θαλάσσια περιοχή της
Κύπρου. Συχνές ήταν οι ναυμαχίες ελληνικών και τουρκικών πλοίων μέσα στα νερά,
ακόμη και μέσα στα λιμάνια της Κύπρου.
Υπάρχουν
μάλιστα και περιπτώσεις κατά τις οποίες ελληνικά πλοία αποβίβαζαν αντάρτες στην
Κύπρο για ανεφοδιασμό με αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνονται και μάχες με τους
Τούρκους φύλακες του νησιού. Τα περιστατικά αυτά τα οποία αναφέρονται και από
ξένες πηγές, σίγουρα γίνονταν από τολμηρούς ναυτικούς που δρούσαν αυτόνομα στην
περιοχή και οπωσδήποτε χωρίς την έγκριση της ηγεσίας του Αγώνα.
Σε
πολλές περιπτώσεις οι ‘Έλληνες ναυτικοί εκτός από εφόδια έπαιρναν μαζί τους και
Κύπριους εθελοντές.
Ο
Κανάρης στην Κύπρο
Σημαντικό σημείο αναφοράς για την σχέση της Κύπρου με τον
Αγώνα του 1821 είναι η επίσκεψη του αρχιμπουρλοτιέρη Κωνσταντίνου Κανάρη στην
Κύπρο.
Στις
19 Ιουλίου 1821 στόλος από 7 καράβια με επικεφαλή τον Κανάρη αγκυροβόλησαν στον
Άγιο Στέργιο Αμμοχώστου και μετά στον κόλπο της Ασπρόβρυσης, κάπου μεταξύ
Καραβά και Λάπηθου, χωρίς να γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους. Εκεί
αποβιβάστηκε ο ίδιος ο Κανάρης ο οποίο έγινε αντικείμενο θερμής υποδοχής από
τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Αφού συνάντησε τον Φιλικό Χατζηνικόλα Λαυρεντίου ο Κανάρης έφυγε
από την Κύπρο παίρνοντας μαζί του πολλές προμήθειες, δωρεές των Κυπρίων καθώς
και αρκετούς νεαρούς εθελοντές για τον στόλο του.
Για
την επίσκεψη Κανάρη στην Κύπρο γράφει ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων ο οποίος
δίνει και συγκεκριμένη ημερομηνία (19.6.1821). Άλλη πηγή για το πέρασμα του
Κανάρη από την Κύπρο είναι ο Γεώργιος Ι. Κηπιάδης. Εικάζεται ότι ο μεγάλος αυτός θαλασσινός ήρωας του 1821
προσέγγισε την Κύπρο και αργότερα, ο ίδιος ή καράβια του, όπως για παράδειγμα
το 1827, όταν συμμετείχε (Μάιο - Ιούνιο) στην υπό τον Κόχραν επιχείρηση πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της
Αλεξάνδρειας.
Πληροφορίες
για ελληνικά καράβια που επισκέπτονταν την Κύπρο για ανεφοδιασμό έχουμε και από
άλλες μαρτυρίες, όπως για παράδειγμα αυτή του Γάλλου πρόξενου Mechain, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8.7.1823 που αναφέρει ότι 12
ελληνικά πλοία από τα Ψαρά (πατρίδα του Κανάρη) είχαν έρθει στην Κύπρο για
προμήθειες.
Σε
άλλο έγγραφό του (ημερομηνίας 9.10.1822) ο Γάλλος πρόξενος αναφέρει ότι ο
Τούρκος κυβερνήτης της Κύπρου έχει την υποψία ότι τα ελληνικά πλοία που
βρίσκονταν στα κυπριακά νερά, είχαν φορτώσει πολλές προμήθειες από την Κύπρο. Ο
ίδιος πρόξενος πάλι, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8.3.1822, αναφέρει ότι η άφιξη
ελληνικών πλοίων στην Κύπρο επαύξησε το φανατισμό και την ανησυχία των Τούρκων
που, όπως ο ίδιος φοβόταν, θα έπαιρναν μέτρα κατά των φτωχών Κυπρίων.
Θεωρείται
βέβαιο ότι τα ελληνικά πλοία, εκτός από προμήθειες έπαιρναν μαζί τους, κρυφά,
και εθελοντές Κύπριους οι οποίοι είτε έμεναν στα καράβια για να πολεμήσουν στη
θάλασσα, είτε κατέβαιναν να πολεμήσουν στην στεριά. Έτσι εξηγείται και το πως
βρέθηκαν τόσοι Κύπριοι στα πεδία των μαχών σε όλη την Ελλάδα, σε μια εποχή που
η Κύπρος ελεγχόταν πλήρως από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι συγκοινωνίες
ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Μετά
την ναυμαχία του Ναβαρίνο (20 Οκτωβρίου 1927) και την εδραίωση του Ελληνικού
Κράτους, πάντως, τα ελληνικά πλοία έμπαιναν πλέον στα Κυπριακά λιμάνια με
υψωμένες τις ελληνικές σημαίες κάτι που ενθουσίαζε τους Έλληνες του νησιού.
Επαναστατικα κινήματα του 1833
Πρέπει να θεωρηθεί
ότι τα δύο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο
νησί το 1833, ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό, επακόλουθα της Ελληνικής Επανάστασης.
Του πρώτου και πιο σοβαρού κινήματος, ηγήθηκε ο Νικόλαος Θησέας που
είχε όμως και διασυνδέσεις με το γαλλικό προξενείο της Λάρνακας και με τον ίδιο
το Γάλλο πρόξενο Μποτού που ήταν φίλος του. Του δεύτερου κινήματος, ηγέτης ήταν ο
καλόγερος Ιωαννίκιος Λαζιμάνος από
τον Άγιο Νικόλαο της Καρπασίας ο οποίος
είχε μετάσχει και στην Ελληνική Επανάσταση και είχε εμπνευστεί από αυτήν (βλέπε
σχετική αναφορά στον αλφαβητικό κατάλογο με του Κύπριους που συμμετείχαν στην
Επανάσταση του 1821).
Tο 1833 σημειώθηκαν στην Κύπρο δύο συντονισμένες,
σχεδόν ταυτόχρονες, εξεγέρσεις: η πρώτη, υπό τον Νικόλαο Θησέα αγωνιστή της
Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με
επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας, Αγίου Γεωργίου Κοντού και Σταυροβουνίου. Η
δεύτερη, υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο από τον Άγιο Ηλία Καρπασίας με
επίκεντρο την Καρπασία και η τρίτη, στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή Ελλήνων και
Τούρκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Τα κινήματα αυτά
είχαν οικονομικά, πολιτικά και εθνικοαπελευθερωτικά κίνητρα.
Η
εξέγερση του Νικόλαου Θησέα
Πρωταγωνιστής της εξέγερσης ήταν ο Νικόλαος Θησέας μαζί με άλλους Κύπριους
που πολέμησαν στην Ελλάδα. Ένας από αυτούς ήταν ο μοναχός Ιωαννίκιος που κινήθηκε στην Καρπασία. Σύμφωνα με ιστορικές
μαρτυρίες, ο Ιωαννίκιος είχε βρεθεί και
εκπαιδευτεί στη Λάρνακα για ένα και πλέον μήνα, μαζί με τον Θεοφύλακτο Θησέα.
Σκοπός των αδελφών Θησέα πέρα από την ακύρωση της
φορολογίας, ήταν η αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς με την αρωγή της Γαλλίας
μέσω του Προξένου της στη Λάρνακα (περισσότερες
λεπτομέρειες για τη συγκεκριμένη εξέγερση αλλά και για τη δράση του Νικόλαου
Θησέα βλέπε πιο πάνω στο υποκεφάλαιο «Κύπριοι
αγωνιστές του 1821», κάτω από το Θησεύς Νικόλαος)
Η εξέγερση του
Γιαούρ Ιμάμη στην Πάφο
Πρωταγωνιστής στην προσπάθεια εξέγερσης που έγινε στην Πάφο την ίδια χρονιά
(1933) ήταν ένας μουσουλμάνος ο οποίος προερχόταν από χριστιανική οικογένεια
και είχε το αντιφατικό επώνυμο Γκιαούρ Ιμάμης (αντιφατικό γιατί Γκιαούρ σήμαινε
άπιστος και γκιαούρηδες οι τούρκοι φώναζαν τους Έλληνες Χριστιανούς, ενώ το
Ιμάμης είναι μουσουλμανικός θρησκευτικός τίτλος). Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι
είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι,
(πρώην γενίτσαρος από την Καβάλα). Ο Μωχάμετ Άλι, βρισκόταν την εποχή εκείνη σε
εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία και εποφθαλμιούσε την Κύπρο και την Κρήτη. Ο Γκιαούρ Ιμάμης γνώριζε καλά τόσο τον Ιωαννίκιο, όσο και τους αδελφούς Θησέα. Μετά την αποτυχία της
εξέγερσης ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αίγυπτο. Όταν αργότερα επέστρεψε στην
Κύπρο, συνελήφθηκε και αποκεφαλίστηκε.
- Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα «200 από την Ελληνική Επανάσταση 1821-2021» - Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η Κύπρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου