«Σε ποιόν κόσμο βρίσκεται ο παράδεισος;» του
Χριστόδουλου Ελισσαίου
(παρουσίαση
Ανδρέας Καπανδρέου, Συγγραφέας –
Βιβλιοθηκονόμος.
Πάφος: Paphos Gardens Hotel, 27 Οκτ. 2016)
Κυρίες
και κύριοι, φίλοι και φίλες σας καλωσορίζω στην αποψινή παρουσίαση του βιβλίου
του Χριστόδουλου Ελισσαίου που έχει τίτλο «Σε ποιόν κόσμο βρίσκεται ο
παράδεισος;» εκδόσεις Αιγαίον, 2014.
Τον
Χριστόδουλο τον γνωρίζω εδώ και χρόνια, όταν μέσω κοινών φίλων βρεθήκαμε στις
ίδιες παρέες και λίγο αργότερα στα ίδια μετερίζια. Την πέννα και τη γραφή του
την γνώρισα μέσα από την αρθρογραφία του και έχοντας υπόψη μου και την ευφυΐα
του ανδρός, αλλά και την έντονή του προσωπικότητα, θεώρησα πολύ φυσιολογική
εξέλιξη την έκδοση αυτού του βιβλίου και ήδη περιμένω το επόμενο!
Θεωρώ
λοιπόν τιμή μου να βρίσκομαι σήμερα εδώ, σαν φίλος αλλά και σαν ομότεχνος του για
να παρουσιάσω το πρώτο του βιβλίο του.
Υπάρχει
άραγε παράδεισος; Κι αν υπάρχει, που ακριβώς βρίσκεται;
Το
αρχέγονο αυτό ερώτημα τίθεται στον τίτλο του βιβλίου του Χριστόδουλου Ελισσαίου,
ο οποίος, μέσα από την ερώτηση που διατυπώνει, δείχνει να αποδέχεται την ύπαρξή
του και απλά ψάχνει τον γεωγραφικό του προσδιορισμό. [αν ισχύει αυτό θα μας το
πει σε λίγο ο ίδιος ο συγγραφέας]
Το ρητορικό αυτό ερώτημα προσπαθεί ο
Ελισσαίου να απαντήσει μέσα από ένα μυθιστόρημα, με το οποίο μας έδωσε τα
διαπιστευτήριά του κάνοντας δυναμική εμφάνιση στη λογοτεχνική σκηνή.
Ας ξεκινήσουμε όμως με τον ορισμό:
«Τι είναι Παράδεισος»;
Στα ελληνικά ο όρος «παράδεισος» αναφέρεται
για πρώτη φορά από τον Ξενοφώντα στην «Κύρου Ανάβαση», στο έργο «Ελληνικά» και στην «Κύρου Παιδεία». Σε όλες
τις περιπτώσεις με τον όρο Παράδεισος, ο Ξενοφών αναφέρεται στους
περιφραγμένους λειμώνες και κήπους αναψυχής του Μεγάλου Βασιλέως των Περσών.
Η λέξη αργότερα καθιερώθηκε στην ελληνική
να χαρακτηρίζει κάθε περίφρακτο κήπο γενικά. Χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια και
από τους Εβδομήκοντα κατά τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από
την εβραϊκή γλώσσα στην ελληνική προς χαρακτηρισμό του κήπου που δημιούργησε ο
Θεός στην Εδέμ και
τοποθέτησε σ΄ αυτόν τους Πρωτόπλαστους (Γένεση Β΄ 8).
Παράδεισος
δηλαδή, σύμφωνα με τον Χριστιανισμό αποτελεί το μέρος όπου έζησαν ο Αδάμ και η
Εύα. Ένα κατάφυτο μέρος γεμάτο με όλων τον ειδών τα φυτά και ζώα, ένα μέρος απ’ όπου δεν λείπει κανένα αγαθό
και στο οποίο οι κάτοικοί του ζούσαν σε πλήρη ευτυχία, χωρίς τον φόβο ασθενειών
και θανάτου.
Ο Παράδεισος
είναι και το μέρος στο οποίο οι πιστοί Χριστιανοί (αλλά και οπαδοί άλλων
θρησκειών) προσδοκούν να μεταβεί η ψυχή τους μετά τον θάνατο. Σύμφωνα με τον
Χριστιανισμό η ψυχή εκεί θα παραμείνει αιώνια σε πλήρη αγαλλίαση.
Μεταφορικά, ως παράδεισος
μπορεί να χαρακτηριστεί κάτι που προσφέρει την μέγιστη ευχαρίστηση.
Το ερώτημα που ο συγγραφέας επέλεξε για
τίτλο, και το οποίο δεν είναι καθόλου τυχαίο, φανερώνει τις προθέσεις του να
ασχοληθεί με το προαιώνιο ερώτημα του τι υπάρχει μετά τον θάνατο και αν υπάρχει
παράδεισος, όπως πιστεύουν πολλοί, πού ακριβώς βρίσκεται και πως μοιάζει.
Δεν ασχολείται, φυσικά, επιστημονικά
με το θέμα αφού το έργο του είναι λογοτεχνικό, αλλά χρησιμοποιεί ένα σενάριο το
οποίο θα μπορούσε να ήταν πραγματικό αφού το βλέπουμε να συμβαίνει καθημερινά
γύρω μας. Ο Ελισσαίου παίζει λογοτεχνικά με τον φόβο όλων μας, τον θάνατο και
κυρίως με το ερώτημα πώς πρέπει να τον αντιμετωπίσει κανείς όταν μάλιστα
γνωρίζει με μεγάλη χρονική ακρίβεια πότε θα επέλθει το μοιραίο…
Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο
συμβάν κατά τη διάρκεια της ύπαρξής μας. Ούτε η σύλληψή μας στη γονική μήτρα
ήταν βέβαιη. Σκεφτείτε το για μια στιγμή: δημιουργηθήκαμε εμείς και όχι κάποιος
άλλος άγνωστος αδερφός μας, κερδίζοντας ενάντια στο νόμο των πιθανοτήτων κάποιο
άλλο σπερματοζωάριο που αν προλάβαινε αυτό να γονιμοποιηθεί θα δημιουργούσε μια
άλλη εντελώς διαφορετική ύπαρξη. Καταφέραμε λοιπόν να γεννηθούμε χωρίς αυτό να
ήταν σίγουρο και είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε χωρίς αυτό να ήταν δεδομένο (αν αναλογιστεί κανείς
όλους τους κινδύνους που διατρέχουμε καθημερινά). Ζούμε κυριολεκτικά χωρίς να ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει
αύριο και είναι τραγικό και οξύμωρο ταυτόχρονα να το συνειδητοποιεί κανείς, αλλά
το μόνο βέβαιο στη ζωή μας είναι ο θάνατος.
Ακόμα πιο τραγικό όμως είναι για
κάποιον να γνωρίζει την ακριβή ημερομηνία θανάτου του όπως ο Κλεάνθης
Κωνσταντινίδης, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ελισσαίου.
Πιστεύω πως δεν είναι καθόλου τυχαίο
που ο Θεός, ή η φύση για όσους δεν πιστεύουν, μερίμνησε ώστε να μην γνωρίζουμε
την ακριβή ημερομηνία θανάτου μας.
Αυτή η πληροφορία, αν την είχαμε, θα
άλλαζε ολόκληρή τη φιλοσοφία μας για τη ζωή. Αν γνωρίζαμε χρονολογικά το
σίγουρο τέλος της ζωής μας, θα σταματούσαμε να κάνουμε όνειρα και να
προγραμματίζουμε για το μέλλον, θα φροντίζαμε να τακτοποιούσαμε όλες μας τις εκκρεμότητες
πριν το τέλος και θα καταντούσαμε να ζούμε μονότονα και μοιρολατρικά
περιμένοντας το μοιραίο. Ίσως όμως αυτό να μας έκανε να εκτιμούσαμε περισσότερο
την κάθε στιγμή της ζωή μας και να την
απολαμβάναμε καλύτερα μπορεί, να ισχυριστεί κάποιος.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος
που εξετάζουμε είχε την τύχη ή την ατυχία λοιπόν, να πληροφορηθεί ότι επέρχεται
ο θάνατός του. Ο συγγραφέας εδώ κάνει μια υπερβολή. Θέλοντας να επιβαρύνει
ακόμα περισσότερο την ψυχολογική κατάσταση του ήρωά εφευρίσκει την φανταστική
ανίατη ασθένεια Καλ το σύνδρομο της οποία πλήττει τον πρωταγωνιστή και η οποία
ενώ προδιαγράφει με μεγάλη χρονική ακρίβεια τον θάνατό του, τον κρατά ακμαίο
μέχρι την τελευταία στιγμή.
(Θα ανοίξω μια παρένθεση
εδώ αφού δεν μπορώ να αφήσω ασχολίαστό το γεγονός ότι ο Χριστόδουλος, εντάσσοντας
την φανταστική ασθένεια Καλ στην ιστορία του, μπαίνει κάπως και στα δικά μου
λημέρια, αυτά της επιστημονικής φαντασίας αφού η συγκεκριμένη ασθένεια είναι
δική του επινόηση, ενώ όπως γνωρίζουμε, επιστημονικά, δεν υπάρχει καμία
ασθένεια η οποία να προδιαγράφει με τόσο μεγάλη ακρίβεια το τέλος της ζωής και καμία
που να αφήνει τον ασθενή ακμαίο μέχρι το τέλος εξοντώνοντάς τον ξαφνικά και
προδιαγεγραμένα. Μην σας τρομάζω όμως με αυτό – γιατί ξέρω ότι κάποιοι τρομάζουν
ακούγοντας τον όρο επιστημονική φαντασία. Το βιβλίο δεν είναι τέτοιο! Κατά τα
άλλα είναι άκρως ρεαλιστικό βγαλμένο μέσα από τη ζωή και αναφέρεται στον
Κλεάνθη ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας του
σπιτιού σας, ή, ακόμα χειρότερα να ζει μέσα σε αυτό).
Αλήθεια, πως αντιδρά
κάποιος όταν του ανακοινώνουν ότι πεθαίνει λόγω μιας ανίατης ασθένειας; Όταν ο
Κλεάνθης επιβεβαιώνει ότι πάσχει από την συγκεκριμένη ασθένεια νιώθει (όπως
πολύ περιγραφικά μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας) ότι «Ο κόσμος έγινε ένα
σπασμένο γυαλί και έπεσε πάνω του». Μετά από το πρώτο σοκ ο ήρωάς μας καλείται να αποφασίσει
πως θα διαχειριστεί τον ένα χρόνο ζωής που του απομένει. Το
φιλοσοφικό ερώτημα που τίθεται λοιπόν μετά από αυτή την ιατρική διάγνωση είναι
κατά πόσο ο ήρωας, αποδεχόμενος τον σίγουρο θάνατο θα πρέπει να προετοιμαστεί
γι’ αυτόν προσδοκώντας μια καλύτερη θέση στην επόμενη ζωή (αν αυτή υπάρχει) ή
να ζήσει όση ζωή του απέμεινε φτάνοντας στα άκρα, πραγματοποιώντας τις πιο
τρελές του φαντασιώσεις. Στην απόφαση
που θα πάρει ο ήρωας εμπεριέχεται και το ρίσκο,
αφού αντιλαμβάνεστε ότι αν αποφασίσει να παραιτηθεί από τις χαρές της
ζωής για να προετοιμάσει την ψυχή του για τον παράδεισο και τελικά δεν υπάρχει
κάτι τέτοιο, απλά θα χαραμίσει τις τελευταίες του στιγμές. Αν πάλι αποφασίσει
να ζήσει μέσα στην κραιπάλη και την αμαρτία και τελικά υπάρχει αυτό το
παραδεισένιο μέρος το οποίο σύμφωνα με τη θρησκεία μας υποδέχεται τις ψυχές,
τότε ρισκάρει να χάσει τη θέση του σε αυτό.
Αφού ο ήρωας
της ιστορίας μας περάσει από τα ψυχολογικά στάδια της άρνησης, και του θυμού, αφού
εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια, τόσο της συμβατικής όσο και της
εναλλακτικής ιατρικής, τελικά αποδέχεται την κατάστασή του και αποφασίζει να ζήσει τη ζωή που του απομένει
στον υπέρτατο βαθμό φτάνοντας στα άκρα. Σπάει το καλούπι μέσα στο οποίο ζει,
κάνει την επανάστασή του, έρχεται σε σύγκρουση με τα κατεστημένα της δουλειάς
και της προσωπικής του ζωής.
Η
ιστορία τον μεταφέρει από τη Λευκωσία όπου ζει, στο Λονδίνο προκειμένου να
εξαντλήσει τις πιθανότητες θεραπείας του, αργότερα στην Αθήνα, το Άγιο Όρος (όπου
η συνάντησή του με κάποιο επίσης μελλοθάνατο γέροντα, του αλλάζει ολόκληρη την
κοσμοθεωρία) και, τέλος, στην όμορφη Θεσσαλονίκη.
Όμως εκτός
από τον γέροντα θα γνωρίσει ακόμα ένα πρόσωπο το οποίο θα του αλλάξει τη ζωή.
Αυτή είναι η Φλώρα μαζί με την οποία έρχεται και ο έρωτας και η πραγματική
αγάπη την οποία η τραγική μοίρα φέρνει κοντά του λίγο πριν το τέλος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι άλλοι
χαρακτήρες του βιβλίου, ιδιαίτερα ο Αχιλλέας και η Χριστίνα με τις αντισυμβατικές προσωπικότητες που έχουν καθώς και ο
πολύ ρεαλιστικός χαρακτήρας του Κωστή, του κολλητού του ήρωά μας.
Η γραφή του Ελισσαίου,
ελκυστική και άμεση κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα,
ενώ η χρήση του χιούμορ και του σαρκασμού γίνεται από τον συγγραφέα στις σωστές
δώσεις κάνοντας το μυθιστόρημα ακόμα πιο απολαυστικό.
Ο
Χριστόδουλος Ελισσαίου μέσω του μυθιστορήματός του μεταφέρει σε αρκετά σημεία
της ιστορίας τις προσωπικές του θέσεις και αντιλήψεις πάνω σε κοινωνικά αλλά
και εθνικά θέματα. (Όσοι γνωρίζουν προσωπικά τον συγγραφέα θεωρώ ότι
αντιλαμβάνονται ευκολότερα αυτά τα σημεία). Αναφέρω ως παράδειγμα την αναφορά
του στην αγγλολαγνεία των κυπρίων (την οποία φυσικά καταδικάζει μέσω του ήρωά
του).
Διαβάζω
απόσπασμα από το βιβλίο:
«Ο
Κλεάνθης δεν αποτελούσε εξαίρεση στην πλειοψηφία των Κυπρίων που έτρεφαν
αισθήματα αντιπάθειας, μέχρι και μίσους για την Αγγλία όσον αφορούσε την
εξωτερική της πολιτική, για τα όσα κακά έκανε και εξακολουθούσε να κάνει στο
νησί τους. Ούτε όμως αποτελούσε εξαίρεση στη μετατααποικιακή νοητική εξάρτηση
που ταλαιπωρούσε σε μη ευκαταφρόνητο βαθμό την κυπριακή κοινωνία και που
μεταφραζόταν σε θαυμασμό και δέος, για ότι προερχόταν από τη παλιά μητριά,
συμπεριλαμβανομένων πανεπιστημιακών σπουδών, επαγγελματικών προτύπων,
ποδοσφαιρικών ομάδων και ιατρικής περίθαλψης, υπερεκτιμώντας καμιά φορά τα
παράγωγα της πάλαι πότε κραταιάς αυτοκρατορίας.»
Αντίθετα,
είναι διάχυτη η αγάπη
προς την Ελλάδα, το Αιγαίο, τα νησιά της, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική.
Η κορύφωση των εθνικών συναισθημάτων του ήρωα - αλλά και του συγγραφέα προσθέτω
εγώ - έρχεται με τη δυσανασχέτηση του Κλεάνθη όταν αυτός καλείται να επιδείξει
διαβατήριο προκυμμένου να μπει στην Ελλάδα, την οποία θεωρεί πατρίδα του.
Το
μυθιστόρημα αγγίζει κι άλλα θέματα της ανθρώπινης καθημερινότητας όπως η
αποξένωση των ανθρώπων, η δειλία, η πραγματική ευτυχία την οποία ενώ εμείς
ψάχνουμε αλλού, αυτή βρίσκεται ανάμεσα στις καθημερινές μικρές μας στιγμές.
Η
ιστορία του Κλεάνθη έρχεται σαν αλογόμυγα να μας τσιμπήσει, να μας θυμίσει ότι
δεν είμαστε αθάνατοι, ότι αυτό που συνέβη στον ήρωα της ιστορίας, συμβαίνει
καθημερινά σε πολλούς συνανθρώπους μας και ναι, μπορεί να συμβεί και σε μας.
Ολόκληρο
το μυθιστόρημα έχει μια φιλοσοφική υφή, θέτει θεολογικά και κοινωνικά ερωτήματα
και δίνει την εντύπωση ενός μακρόσυρτου εσωτερικού διαλόγου ανάμεσα στον
συγγραφέα και στον εαυτό του, μέσω φυσικά των ηρώων του.
Ένα
ενδιαφέρον θέμα που απασχολεί τους πρωταγωνιστές της ιστορίας (και προφανώς και
τον ίδιο τον συγγραφέα) είναι αυτό της καλλιτεχνικής έμπνευσης. Παραθέτω
αυτούσιο το διάλογο μεταξύ Κλεάνθη και Αχιλλέα:
«Πως ορίζεις την έμπνευση Αχιλλέα;»
«Είναι κάτι που σου έρχεται από το
υπερπέραν και συ απλά το αποκωδικοποιείς και το αποτυπώνεις στη γλώσσα της
τέχνης σου. Βεβαίως για να μπορέσεις να συλλάβεις και να αποτυπώσεις σε μια
γλώσσα των έξη αισθήσεων τα σήματα που λαμβάνεις, χρειάζεται ταλέντο και
εξάσκηση. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαισθανθούν ποια έργα μουσικής,
ζωγραφικής, κινηματογράφου, θεάτρου, λογοτεχνίας κλπ είναι προϊόντα έμπνευσης.
Οι άνθρωποι διαισθάνονται το γνήσιο».
«Υπάρχουν όμως και οι κανόνες
αισθητικής».
«Η έμπνευση όμως δεν έχει κανόνες.
Κανόνες υπεισέρχονται μετά, αφότου αποκωδικοποιηθεί η έμπνευση, όταν έρθει η
ώρα για σουλούπωμα της αποκωδικοποίησης. Αλλά κι αυτό, κατά τη δική μου
προσωπική αλλά και έντονη άποψη, πρέπει να γίνεται με μέτρο. Το υπερβολικό
σουλούπωμα αφαιρεί τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό του πρωτότυπου. Και πιθανό
να γίνεται και εκνευριστικά τέλειο.
»Απαντώντας την αρχική σου ερώτηση θα
ερμήνευα την έμπνευση ως αυθεντικότητα, γνησιότητα».
Ανάμεσα
στα φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα που τίθενται έμμεσα αλλά και άμεσα, από το
μυθιστόρημα δεν απουσιάζει και το ερωτικό στοιχείο – στις σωστές πάντα δώσεις –
που καθιστούν την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα για όλους μας. Ο συγγραφέας μάλιστα,
μερικές φορές στις περιγραφές των ερωτικών σκηνών γίνεται τόσο παραστατικός που
– για να χαριτολογήσουμε και λίγο – μας κάνει να αναρωτηθούμε, (και εδώ θα
δανειστώ τον όρο που χρησιμοποίησε ο Τίτος Χριστοδούλου στην παρουσίαση του του
βιβλίου στο Αιγαίον στη Λευκωσία), κατά πόσον πρόκειται για Ημερολόγιο
Στρώματος (παραποιώντας τους γνωστούς τίτλους των ποιητικών συλλογών του Γιώργου
Σεφέρη «Ημερολόγιο Καταστρώματος»).
Διαβάζω
απόσπασμα από το βιβλίο:
«Από τη
στιγμή που το δάκτυλο της Φλώρας άγγιξε τα χείλη του μια τεράστια φλόγα και μια
ακατανίκητη ανατριχίλα τον διαπέρασαν σύγκορμο. Ως δια μαγείας χάθηκαν οι
αναστολές και τα ερωτηματικά, χάθηκε το Σύνδρομο του Καλ, χάθηκαν ο χώρος και ο
χρόνος και το μόνο που έμενε ήταν αυτός και η Φλώρα. Την άρπαξε και βυθίστηκε
στην αγκαλιά της. Η Φλώρα, σαν να ήταν πλασμένη ειδικά για τη στιγμή εκείνη,
τον έσπρωξε ελαφρά, έγειρε το σώμα της λίγο πίσω, ξεκούμπωσε το φόρεμά της και
το τράβηξε από τους ώμους κάτω, για να αγκαλιαστούν αμέσως μετά σε ένα
αγωνιώδες πάλεμα για να απαλλαγούν το συντομότερο από τα αναγκαία ρούχα και να
παρθούν, χάμω στο πάτωμα του σαλονιού,
δίπλα από τον καναπέ και το τραπεζάκι του καφέ, χωρίς καμία σκέψη για το
κρεβάτι που ήταν στο διπλανό δωμάτιο...»
Ενώ λίγο αργότερα:
«Έκαναν
έρωτα ξανά και ξανά όλη τη νύχτα. Την πρώτη φορά στο πάτωμα και τις επόμενες
στο κρεβάτι. Μέχρι πριν από λίγες ώρες ο Κλεάνθης είχε σχηματισμένη την
πεποίθηση ότι οι εμπειρίες των τριαντα-τόσων του χρόνων, του είχαν φανερώσει
όσα μπορεί να ξέρει ένας άνθρωπος γύρω από το σεξ, νόμιζε πως ειδικά μετά από
τις περιπέτειες του στο καμπαρέ, είχε γνωρίσει όλη την ένταση που μπορεί να
προσφέρει η σωματική επαφή στον άνθρωπο.»
Και σε
μια άλλη περίπτωση:
«Αργά το βράδυ, η εξώπορτα άνοιξε. Η Φλώρα μπήκε μέσα και
αμέσως μετά, αφού αφουγκράστηκε γύρω, έκλεισε την πόρτα σιγανά και προχώρησε
περπατώντας στις μύτες των ποδιών της. Σταμάτησε, έβγαλε τα παπούτσια, μπήκε
στο υπνοδωμάτιο, έσβησε το φως και άφησε το φόρεμά της να πέσει από πάνω της
αθόρυβα στο πάτωμα. Με γοργές κινήσεις απαλλάχτηκε και τα εσώρουχά της και,
αφού γδύθηκε ολότελα, γλίστρησε στα σατέν σεντόνια δίπλα στον Κλεάνθη.
Σε ποιον κόσμο βρίσκεται άραγε ο Παράδεισος;», αναρωτιέται ο συγγραφέας μετά και αυτό
αυτή την ερωτική σκηνή.
Τελικά
πού βρίσκεται άραγε ο παράδεισος; Σε αυτό τον κόσμο; Είναι εδώ στη Γη ή σε
κάποιο άλλο μεταφυσικό μέρος; Θα τον βρούμε άραγε ανάμεσα στις σαρκικές και
άλλες ηδονές που μπορούν να απογειώσουν τις αισθήσεις μας; Μήπως στον
δρόμο, που μας υποδεικνύει ο σοφός
γέροντας του Άγιου Όρους και τη θρησκεία; Ή μήπως στην αγκαλιά μιας γυναίκας;
Δεν θα
αποκαλύψω φυσικά το τέλος του βιβλίου ούτε θα δώσω απάντηση στο ερώτημα του
τίτλου. Θα πω μόνο ότι το μυθιστόρημα έχει αισιόδοξο τέλος και ότι αφήνει τον
κάθε αναγνώστη να αποφασίσει πού ακριβώς βρίσκεται ο δικός του παράδεισος και
πού η δική του κόλασή!
Επειδή σας ζάλισα με τα πολλά
λόγια και τις αναλύσεις και επειδή θέλω να κρατήσετε την ουσία, επιτρέψτε μου
να κλείσω την παρουσίαση ανακεφαλαιώνοντας και παραθέτοντας την περίληψη του
βιβλίου:
Περίληψη
Ένας νέος άνθρωπος,
ανακαλύπτει ότι πάσχει από μία σπάνια και ανίατη ασθένεια, η οποία έχει ως
κύριο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μπορεί να
προβλεφθεί με καταπληκτική ακρίβεια η ημερομηνία λήξης του φορέα της.
Αφού ο
ήρωάς μας αποκλείει κάθε πιθανότητα ιατρικού λάθους και αποδέχεται την μοίρα
του, αντιμετωπίζει ένα μεγάλο δίλημμα που τίθεται πια μπροστά του και θα
αφορούσε τον καθένα μας: Να τρέξει να απομυζήσει όσα προλαβαίνει από τη ζωή που
τον εγκαταλείπει ή να προετοιμαστεί για τα μετέπειτα;
Τελικά,
αποφασίζει στο χρόνο που του απομένει, να ζήσει όσο πιο έντονα γίνεται τη ζωή
του πραγματοποιώντας τα πιο κρυφά του όνειρα, υλοποιώντας τις πιο τρελές
φαντασιώσεις του και αντιμετωπίζοντας τους πιο ενδόμυχους φόβους του. Η αποδοχή
του αναπόφευκτου ενεργεί καταλυτικά και τον βοηθά να απελευθερωθεί.
Όμως η ειρωνεία της μοίρας φέρνει μπροστά του δυο ξεχωριστούς ανθρώπους που σημαδεύουν, με εντελώς διαφορετικό τρόπο ο καθένας, τη ζωή του. Ξαναγεννιέται, γίνεται άλλος άνθρωπος.
Καθώς όμως ο χρόνος κυλά και το τέλος πλησιάζει νομοτελειακά, επανέρχεται στην σκληρή πραγματικότητα.
Όμως η ειρωνεία της μοίρας φέρνει μπροστά του δυο ξεχωριστούς ανθρώπους που σημαδεύουν, με εντελώς διαφορετικό τρόπο ο καθένας, τη ζωή του. Ξαναγεννιέται, γίνεται άλλος άνθρωπος.
Καθώς όμως ο χρόνος κυλά και το τέλος πλησιάζει νομοτελειακά, επανέρχεται στην σκληρή πραγματικότητα.
Μήπως
θα έπρεπε να αξιοποιήσει διαφορετικά την όση ζωή του απέμενε;
Ένα
απροσδόκητο συμβάν ανατρέπει τα πάντα δίνοντας λύτρωση στον ήρωα αλλά αφήνοντας
παράλληλα ερωτήματα, τα οποία θα πρέπει να απαντηθούν από τον κάθε αναγνώστη
ξεχωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου