27 Νοε 2021

Έρχομαι, τι με φωνάζεις; [διήγημα]

 

Έρχομαι, τι με φωνάζεις;

 Του Ανδρέα Καπανδρέου

 

Τον τελευταίο καιρό σκεφτόταν όλο και περισσότερο τον θάνατο.

Αν και λιτοδίαιτος και αυτάρκης, εκτιμούσε τη ζωή και απολάμβανε τις μικρές χαρές της, ειδικά τις φιλοσοφικές συζητήσεις που έκανε με τους μαθητές του. Ήταν όμως εξοικειωμένος και με τον θάνατο.

Όπως έλεγε συχνά στους ακολούθους του «ο θάνατος στον κόσμο μας είναι η μόνη σταθερά» κι ο ίδιος, υπερήλικας πιά, γνώριζε πολύ καλά πως πλησίαζε επικίνδυνα προς αυτή την σταθερά…

Ήταν άντρας σκληροτράχηλος, ανθεκτικός, ποτέ στη ζωή του δεν είχε αρρωστήσει. Με δυσκολία όμως κινούσε, πλέον, το εξασθενημένο, από τα γηρατειά, σώμα του.

 Εκείνο το πρωινό, με τη βοήθεια μιας ξύλινης μαγκούρας ίσα με το μπόι του, περπατούσε έχοντας πίσω του την Ποικίλη Στοά. Μόλις είχε τελειώσει τη διδασκαλία του και ο ήλιος κτυπούσε καυτός την πλάτη του.

Όπως λένε, όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος. Και όσα έφερε εκείνη η παράξενη στιγμή δεν τα έφεραν τα προηγούμενα 98 χρόνια που έζησε.

Τα βήματά του μπερδευτήκαν. Το αριστερό του πόδι πάτησε τον χιτώνα που φορούσε. Παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του και η μαγκούρα του έφυγε από το χέρι. Το βάρος όλου του σώματός του έπεσε μπροστά και το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού του ποδιού κτύπησε βίαια και τσακίστηκε στο χώμα.

Ούρλιαξε και τα μάτια του βούρκωσαν από τον πόνο που του χάρισε το τραυματισμένο του δάκτυλο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μαζί και την μεγάλη απόφαση. Κατάλαβε ότι έφτασε η στιγμή. Το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει σφίγγοντας τα δόντια και κτυπώντας τη γροθιά του στο έδαφος ήταν: «Έρχομαι, τι με φωνάζεις;».

Αμέσως μετά, λες και ήθελε να κρατήσει τον λόγο του απέναντι στον αόρατο συνομιλητή του, σταμάτησε σκόπιμα την αναπνοή του.

Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός να καταρρεύσει χωρίς οξυγόνο, παρέλασαν αστραπιαία από μπροστά του διάφορες εικόνες.

Όχι, δεν ήταν παραισθήσεις λόγω κακής οξυγόνωσης του εγκεφάλου. Ήταν αναμνήσεις, ήταν εμπειρίες, ήταν όλη του η ζωή.

Τα παιδικά του χρόνια στο Κίτιο, οι γονείς του, τα βιβλία Ελλήνων φιλοσόφων που του έφερνε ο πατέρας του επιστρέφοντας από τα ταξίδια, το πλοίο με τα εμπορεύματα, το ναυάγιο στον Πειραιά…

Στη σκέψη του ναυαγίου στο οποίο έχασε όλο του το βιός, ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη του. «Πήγε καλά το ταξίδι μου, όταν ναυάγησα» συνήθιζε να λέει στους μαθητές του.

Το κορμί του συσπάστηκε στο έδαφος και οι εικόνες συνεχίστηκαν: Αθήνα, φιλοσοφία, χειρόγραφα, μαθητές… Και ξανά το αγαπημένο του Κίτιο, οι γονείς του, τα βιβλία Ελλήνων φιλοσόφων που του έφερνε ο πατέρας του επιστρέφοντας από τα ταξίδια, το πλοίο με τα εμπορεύματα, το ναυάγιο… «Πήγε καλά το ταξίδι της ζωής μου» σκέφτηκε, πριν αφεθεί στα χέρια του ψυχοπομπού θεού Ερμή.

 

Δεν έμαθε ποτέ ότι η πόλη της Αθήνας τον τίμησε με δημόσια ταφή στον Κεραμεικό και ότι του απένειμε χρυσό στεφάνι για την προσφορά του στη φιλοσοφία. Κι όλ’ αυτά, παρόλο που ο ίδιος αρνήθηκε να γίνει Αθηναίος πολίτης ώστε να μην αδικήσει την ιδιαίτερη του πατρίδα.

Δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι θα τον θυμούνται και θα τον μνημονεύουν μετά από 2300 χρόνια. Ούτε πως θα έστηναν αγάλματα και προτομές του, θα ονόμαζαν γήπεδο και οδούς με το όνομά του και ότι θα έκοβαν κέρμα με τη μορφή του…

 


 


 Έρχομαι, τι με φωνάζεις;». Αυτοί οι στίχοι από το χαμένο ποίημα του Τιμόθεου «Νιόβη» λέγεται πως ήταν τα τελευταία λόγια του στωικού φιλόσοφου  Ζήνωνα του Κιτιέα (γεν. Κίτιο 334 π.Χ.- θαν. Αθήνα 263 π.Χ), λίγο πριν αυτοκτονήσει κρατώντας την αναπνοή του.

 Γράφτηκε για την έκδοση ανθολογίας για τη Λάρνακα