20 Δεκ 2019

Η Μαρία Κούβαρου για το βιβλίο «Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα»


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ
«Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα»
 του Ανδρέα Καπανδρέου
της Μαρία Κούβαρου*

[παρουσίαση σε εκδήλωση του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κύπρου (ΕΠΟΚ), 26 Νοε. 2019]

Καλησπέρα σας.
Είναι μεγάλη χαρά για εμένα να βρίσκομαι ενώπιόν σας, με σκοπό να μιλήσω για το πρόσφατο βιβλίο του Ανδρέα Καπανδρέου, «Η παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου... και άλλα διηγήματα», το οποίο προλογίζει η κα. Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή με τις καίριές της τοποθετήσεις.
Η χαρά μου συνοδεύεται και από μια μικρή ανασφάλεια, αλλά και ένα μεγάλο αίσθημα ευθύνης, για τον λόγο ότι ο Ανδρέας, πέραν από ένας συγγραφέας που εκτιμώ ιδιαίτερα και με τον οποίον έχω την τύχη να μοιράζομαι την ίδια συγγραφική στέγη έχει, με τον καιρό, γίνει και ένας άνθρωπος τον οποίον θεωρώ φίλο μου.  
            Όταν μου ζήτησε, λοιπόν, να λάβω τον λόγο για τη συγκεκριμένη εκδήλωση, ανταποκρίθηκα θετικά χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως όταν βρέθηκα μόνη με το βιβλίο του κατάλαβα την πραγματική φύση της πρόκλησης, η οποία ακούει στο όνομα “αντικειμενικότητα”. Κατάλαβα ότι, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενά βιβλία του που έχω διαβάσει – γιατί η εργογραφία του απαριθμεί ήδη πέντε βιβλία, του παρόντος συμπεριλαμβανομένου, καθώς και διάφορα διηγήματα σε ομαδικές ανθολογίες – για το συγκεκριμένο βιβλίο έπρεπε να αφήσω στην άκρη οποιαδήποτε προσωπική μου γνωριμία με τον συγγραφέα και να το εξερευνήσω σε μια κατάσταση tabula rasa, ως μια αμέτοχη, αντικειμενική αναγνώστρια. Κι ενώ στην αρχή πίστεψα ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε δύσκολο εγχείρημα, οι δεκαέξι ιστορίες που απαρτίζουν αυτή τη συλλογή το έκαναν ολωσδιόλου εύκολο για μένα.

            Αρχικά, και για να δηλώσω το προφανές, ο συγγραφέας, τόσο στην παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου, όσο και στα υπόλοιπα διηγήματα, δημιουργεί δεκαέξι ξεχωριστούς κόσμους, όπου λαμβάνουν χώρα δεκαέξι διαφορετικές ιστορίες που σε παρασύρουν μέσα στην πλοκή τους. Χρησιμοποιώντας καθόλη τη διάρκεια λόγο λιτό και απλό, αλλά ποτέ απλοϊκό, ο Καπανδρέου επικοινωνεί άμεσα με τον αναγνώστη τα όσα εκτυλίσσονται στους κόσμους που δημιουργεί. Η δωρικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, του επιτρέπει να εξιστορεί και να αφηγείται άλλοτε ως αυτόπτης μάρτυρας, και άλλοτε ως μετέχον πρωταγωνιστής, ιστορίες φαντασίας και υπερρεαλισμού, οι οποίες, όμως, φτάνουν στον αναγνώστη με το παράδοξο όχημα μιας ρεαλιστικής φυσικότητας.
Ο Καπανδρέου δεν κουράζει και δεν χρονοτριβεί. Από το εναρκτήριο κιόλας διήγημα αποκαλύπτει ότι βασικές του πρωταγωνίστριες είναι η πλοκή και η σχεδόν θρασεία φαντασία του και μένει πιστός σε αυτήν την αποκάλυψη μέχρι και την τελική του κατάθεση, επιτρέποντας μας να εισέλθουμε στους κόσμους του με μια αμεσότητα που επιτυγχάνεται με την απουσία οποιουδήποτε παραμορφωτικού φακού. Πέραν από την μία και μοναδική περίπτωση όπου τα σύνορα μεταξύ ζωής και θανάτου μπερδεύονται, κάθε άλλη ιστορία του μας μεταφέρεται με σαφήνεια και ευθύτητα. Με εικόνες ξεκάθαρες και σχεδόν κινηματογραφικές.
Χειρίζεται τη γλώσσα με μαεστρία, επιτυγχάνοντας μια γλαφυρότητα που αποποιείται των οποιωνδήποτε λυρικών ξεσπασμάτων και λόγιων φανφαρισμών. Δεν πυκνώνει το νόημα με επιτηδευμένο λόγο και δεν αποσυντονίζει με ποιητικές παρακάμψεις. Η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στη χρήση του λόγου καθιστά σαφές ότι ο Καπανδρέου επίτηδες δεν παρασύρεται σε λογοτεχνικές υπερβολές, αφού γνωρίζει πoιο στιλ γραφής του ταιριάζει και ποιο είναι αυτό που αναδεικνύει καλύτερα τους κόσμους που δημιουργεί, και αυτό επιλέγει να υπηρετήσει με τον ανάλογο σεβασμό. Ταυτόχρονα, αυτή η διαφάνεια μηνύματος που επιτυγχάνει στην πορεία, επιτρέπει την αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος όχι ανάμεσα στις λέξεις, αλλά πίσω από αυτές. Νόημα που μπορεί κάποιος να διακρίνει κάνοντας έναν απολογισμό αφού φτάσει στην τελευταία τελεία του τελευταίου διηγήματος της συλλογής.
            Έχω προηγουμένως χρησιμοποιήσει το οξύμωρον μιας φαντασίας δοσμένης με ρεαλιστική φυσικότητα, και είναι πάνω σε αυτό το μοτίβο που θα ήθελα να επιμείνω λίγο. Γιατί το σχήμα αυτό μεταφράζεται και πέραν αυτής καθαυτής της γραφής του Ανδρέα Καπανδρέου. Από το πρώτο κιόλας διήγημα, την «Παράξενη Ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου», ο συγγραφέας μουντζουρώνει τα όρια μεταξύ αφήγησης και εξομολόγησης, μεταξύ πλοκής και αναδρομικού, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είτε πρόκειται για συνειδητή επιλογή ή όχι, η τονική της συγχορδίας έχει δοθεί και είναι εξαρχής ξεκάθαρη η κλίμακα που θα χρησιμοποιηθεί για τη συμφωνία – ο χρόνος, δηλαδή, και ο χώρος στον οποίον κινούνται και τα 16 διηγήματα της συλλογής. Έτσι κι αλλιώς, κάτι τέτοιο υπονοείται και από το υφέρπον παράδοξον του τίτλου. Πόσο παράξενη πια μπορεί να είναι η ιστορία κάποιου Ευριπίδη Παπαδόπουλου; Και καλά κάποιου Ευριπίδη σκέτο... αλλά του Ευριπίδη Παπαδόπουλου;
            Και όμως, μπορεί να είναι. Γιατί ο χώρος, ή μάλλον εδώ θα προτιμήσω να χρησιμοποιήσω το «ο τόπος», στον οποίον εκτυλίσσεται αυτή η παράξενη ιστορία, βρίσκεται κατά βάση μέσα στον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Και ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου δεν έχει όρια. Όπως ούτε και η φαντασία, κάτι που ο συγγραφέας μας καθιστά σαφές, ως γνήσιος εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους.
            Όμως, σε αυτό το βιβλίο, η φαντασία αποκτά μια υπόσταση απτή, χειροπιαστή. Το «αδύνατον» συνδυάζεται με το «δυνατό» με έναν τρόπο που δεν ξενίζει, και που μετατρέπει το απίθανο σε ενδεχόμενο. Ακόμα και στα πιο μακρινά του διαστημικά ταξίδια, ακόμα και στα συναπαντήματα του με ιστορικά ή θρυλικά πρόσωπα ή και μεταφυσικά  όντα, ο Καπανδρέου καταφέρνει να προσγειώσει τη φαντασία δίνοντάς της μια γεύση από την καθημερινή ζωή, γεύση με ανθρώπινο χαρακτήρα, που μπορεί να ταυτίσει τον αναγνώστη, να τον κάνει να κοιτάξει μέσα του, και ίσως να ψιθυρίσει... «Βρε, λες;».
            Σε αυτό θα ήθελα να επανέλθω, όμως, λίγο αργότερα. Για την ώρα θα ήθελα να καταπιαστώ με τους δύο βασικούς πυλώνες που χαρακτηρίζουν κάθε λογοτεχνικό έργο, και την βαρύνουσα σημασία που αυτοί αποκτούν όταν πρόκειται για έργα που εμπίπτουν στη σφαίρα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τον χώρο και τον χρόνο. Πολύ εσκεμμένα αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τον «χωροχρόνο», γιατί όπως βίωσα τη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων, μέσα της υπάρχει ένα κολάζ χώρων και χρόνων που σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και διασπασμένα και συνδυαστικά.
            Με μεγάλη προσοχή για να μην χαλάσω την έκπληξη της «ανάγνωσης» για κάποιους από εσάς, θα προσπαθήσω να γίνω πιο συγκεκριμένη. Στη συλλογή αυτή, ο Καπανδρέου μας ταξιδεύει από το παρόν στο παρελθόν και στο μέλλον, πότε μιλώντας για οικεία εδώ και τώρα και πότε για ιστορικές ή θρυλικές στιγμές του κάποτε, ενώ το φανταστικό αργότερα με το οποίο καταπιάνεται δεν φαντάζει παρά μόνο ως η δυστοπική εξέλιξη του παρόντος όπως ακριβώς το γνωρίζουμε. Ακόμα και το παράλληλο σύμπαν στη φαντασία του συγγραφέα παραμένει οικείο και φιλόξενο, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο θάνατος αποτελεί απλά την προέκταση της ζωής, μιας αμφιταλάντευσης μεταξύ του εκεί και του εδώ, η οποία δεν έχει την άκρως μεταφυσική χροιά που απαντάται σε ανάλογες περιπτώσεις.
            Γνωστός βιρτουόζος της ιστορικής φαντασίας, ο συγγραφέας πατάει και εδώ με θάρρος πάνω της. Δεν φοβάται να παρέμβει στη στρατηγική του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, να πατήσει πάνω στον θρύλο για να επαναλάβει τα μηνύματα του Ονήσιλου. Δεν δειλιάζει να δικαιώσει τον Λαοκόοντα, αποδεικνύοντας ότι ναι, το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» θα αποδεικνυόταν σωτήριο για μια Τροία σε κίνδυνο. Σε άλλες περιπτώσεις, μας φέρνει αντιμέτωπους με την αποδόμηση εικόνων και ιδεών στις οποίες βασιζόμαστε για να κατανοήσουμε και να κτίσουμε, αν θέλετε, την ύπαρξή μας. Ο Αδάμ και η Εύα χάνουν την θεία προέλευσή τους, ο Δαρβίνος μένει μετέωρος, ενώ ο χάρος αποδυναμώνεται, αφήνοντας τον άνθρωπο έναν αιωνόβιο, αθάνατο έρμαιο μιας ζωής που φλερτάρει αενάως με τη ματαιότητα. Ματαιότητα παραμένει και κάθε ανθρώπινη υπερδύναμη, όπως το δώρο μιας επιπλέον ώρας κάθε μέρα, που, όσο ελκυστικό και να ακούγεται, δεν φαίνεται να  οδηγεί τον πρωταγωνιστή πουθενά αλλού πέραν από ενός αδιεξόδου με μόνη πιθανή απόληξη την επιλογή της πνευματικότητας.
            Παραδόξως, ο Εωσφόρος διατηρεί αναλλοίωτη τη δύναμή του, ως δικαιολογία και αφορμή για τις οδυνηρές επιλογές που κάνει ένας άνθρωπος, οδηγούμενος από μια έμφυτη ματαιοδοξία. Μια ματαιοδοξία που μπορεί να μας οδηγήσει ακόμα και σε θυσίες αγαπημένων μας πλασμάτων, τροφοδοτώντας την ψευδαίσθησή μας ότι μπορούμε να γίνουμε σωτήρες του κόσμου τούτου.
            Εκλάμψεις του αγνού έρωτα ακόμα και εν τω μέσω καταστροφής, όπως διαφαίνονται στην «Επιχείρηση Δευκαλίων», αλλά και της ανεπαίσχυντης προδοσίας, τόσο από μια Μαίρη, όσο και από αγαπημένα πρόσωπα του ανθρώπου με την 25η ώρα, έρχονται για να προσθέσουν άλλη μια παράμετρο του ανθρώπινου στη φαντασιακή παλέτα του Ανδρέα Καπανδρέου.
            Και αυτή είναι ίσως η εντονότερη επίγευση με την οποία σε αφήνει αφού, ακόμα και στην πιο τρομακτική της έκφανση, η φαντασία του συγγραφέα πατά στέρεα πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση. Τα πάντα μέσα στο βιβλίο φωνάζουν «ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο», όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, αν και με μια σαφέστατα διαφορετική χροιά. Και πόσο πιο ξεκάθαρο θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν ακόμα και οι «χωματάνθρωποί» του, τα ανθρωποφάγα ανθρωποειδή που παρουσιάζονται ως απειλή για το ανθρώπινο είδος, είναι εν τέλει απόγονοι του ίδιου του ανθρώπου και απότοκα μιας πρότερης μορφής της έμφυτης βαρβαρότητάς του. Θα ήθελα να είχα σταθεί λίγο περισσότερο στο συγκεκριμένο διήγημα, καθώς αποτελεί και ένα από τα αγαπημένα μου από τη συλλογή, αλλά δεν θα το κάνω, αφενός λόγω σεβασμού προς τον χρόνο, και αφ’ετέρου λόγω του ότι δεν θέλω να σας «δώσω» την υπόθεση. Να σας κάνω «σπόιλερ», δηλαδή, και νιώθω άνετα να το πω αγγλιστί, καθώς η λογοτεχνία του φανταστικού έχει μια ξεκάθαρα αγγλόφωνη ροπή.
            Όπως θα ήθελα να είχα σταθεί και λίγο περισσότερο στην χιουμοριστική διάθεση με την οποία ο συγγραφέας μας προσφέρει με την «Κουνουπομαχία» του τον απόλυτο οδηγό καταπολέμησης κουνουπιών, αναφωνώντας: «Τα κουνούπια έχουν κερδίσει μια μάχη, όχι τον πόλεμο! Όσοι πιστοί ας συνεχίσουν τον αγώνα που άρχισα εγώ...»
            ...πριν κλείσει το βιβλίο του με έναν ακόμα αγώνα, ίσως έναν από τους σημαντικότερους για την σφαιρική πνευματική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τον αγώνα για τη διαφύλαξη και δικαίωση των καταραμένων βιβλίων που απαγορεύτηκαν και εκδιώχθηκαν κατά περιόδους της ιστορίας του κόσμου, μέσα σε ένα «Άσυλο κατατρεγμένων βιβλίων». Αγώνας που έρχεται ως αντίδραση σε άλλη μια βάρβαρη στάση του ανθρώπου με την οποία ροκανίζει συνεχώς τα σκαλοπάτια που, εν αντιθέσει, θα έπρεπε να ανεβαίνει.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι, για μένα, ως αναγνώστρια, αυτή είναι μεν μια συλλογή με διηγήματα που λειτουργούν αυτόνομα με απόλυτη αρτιότητα, όμως ταυτόχρονα, και ίσως αυτή να είναι και η μεγαλύτερη νίκη του Καπανδρέου σε αυτή την περίπτωση, είναι μια συλλογή διηγημάτων που λειτουργεί ακόμη εντονότερα ως όλον, παρά τη διαφορετικότητα των χώρων, των χρόνων και των πρωταγωνιστών της κάθε ιστορίας. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τα 16 φαινομενικά ασύνδετα διηγήματα, συνδέονται μεταξύ τους με μια ανεπαίσθητη σε πρώτη ανάγνωση, αλλά ξεκάθαρη σε μια δεύτερη, οριζόντια γραμμή.
            Τη γραμμή του «ανθρώπινου», την οποία μπορεί κανείς να προσλάβει σε διάφορα επίπεδα. Στο σύνολο των διηγημάτων του, ο Καπανδρέου άπτεται θεμάτων που αφορούν όλους μας. Μέσα από αλληγορίες και συμβολισμούς, καυτηριάζει πραγματικότητες που μας επηρεάζουν και που μας προκαλούν να αναρωτηθούμε τι πήγε τόσο στραβά στο παρελθόν, πώς μπορεί να βελτιωθεί – αν μπορεί να βελτιωθεί – το παρόν, και σε ποιο αύριο θα μας οδηγήσει αυτό το σήμερα που έχει έρθει ως απόγονος ενός συγκεκριμένου χθες.
            Στη δουλειά του Ανδρέα Καπανδρέου, η ιστορία, αλλά και η κοινωνία παρουσιάζονται με το πραγματικό τους πρόσωπο. Ως τα ανθρώπινα δημιουργήματα που είναι, που θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν τα γεγονότα εκτυλισσόντουσαν αλλιώς.
            Και είναι αυτό το κάλεσμα του «αλλιώς» που μας παραπέμπει σε ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, είτε τρόμου είτε φαντασίας, είτε ιστορικής είτε υπερρεαλιστικής, όσο φυγόκεντρη και να είναι στην παρουσίασή της. Τη δημιουργία, δηλαδή, και χρήση φαινομένων που δεν έχουν συμβεί και, που, συχνά, δεν θα μπορούσαν κιόλας να είχαν συμβεί, με τρόπο που να αφήνει το «αφύσικο» να εισβάλει στο «φυσιολογικό». Όσο δυσδιάκριτες και να είναι οι γραμμές μεταξύ ορθολογικού και ανορθολογικού στη λογοτεχνία του φανταστικού, αυτή παραμένει πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί τα στενά όρια του περιορισμένου κόσμου όπως αυτός του εμφανίζεται και να φανταστεί μια διαφορετική πραγματικότητα την οποίαν να αντιπαραβάλει σε αυτό που βιώνει. Παίζει με το μεταφυσικό, προσπαθεί να σχηματίσει αυτό που δεν βλέπουμε, καθώς και να αποδομήσει την ύπαρξη μιας, ή περισσότερων, άλλων πραγματικοτήτων. Είναι το είδος που θέτει την φαντασία στην υπηρεσία της περιέργειας, αλλά και της ανάγκης, να εξερευνηθούν περιοχές πάνω στις οποίες ο άνθρωπος δεν έχει κάποια δύναμη ή επιρροή. Ταυτόχρονα, ανοίγει δρόμους, τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη, για νοερά ταξίδια εξερεύνησης της πιθανότητας τα πράγματα να ήταν διαφορετικά από αυτά που είναι. Ή, αλλιώς, της πιθανότητας να είναι το φαίνεσθαι διαφορετικό από την ουσία.
            Συνεπάγεται ότι η λογοτεχνία του φανταστικού ενέχει μέσα στον ίδιο της τον πυρήνα τα ψήγματα μιας φιλοσοφικής ανάγκης για την κατανόηση, την αποδόμηση, και, γιατί όχι, την απόρριψη και την επαναδημιουργία του κόσμου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι μια από τις μεγαλύτερες αρετές του Ανδρέα Καπανδρέου ως εκπρόσωπου του είδους, αρετή εμφανής και διάχυτη μέσα στις σελίδες που απαρτίζουν την παρούσα συλλογή, είναι η ικανότητά του να παρουσιάζει το ανορθολογικό, όπως αυτό εμπλέκεται με το ορθολογικό, ως εξορθολογισμένο και να κάνει τον αναγνώστη να ταυτίζεται με μια ρεαλιστική απεικόνιση του μη ρεαλιστικού, ή, καλύτερα, του υπερρεαλιστικού. Αυτό, και για να κλείσω τον κύκλο που ξεκίνησα από την αρχή της ομιλίας, θεωρώ ότι είναι αποτέλεσμα τόσο της αμεσότητας με την οποίαν διηγείται τις ιστορίες του, όσο και της ίδιας της πλοκής αυτών.
            Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην μοιραστώ μαζί σας έναν στίχο που έχω συνεχώς στο κεφάλι μου από την ώρα της ανάγνωσης του βιβλίου, ο οποίος θεωρώ ότι συνοψίζει αυτό το παιχνίδισμα μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, μεταξύ ανθρωπίνως φτιαχτού και φανταστικά πλασματικού που απλόχερα μας σερβίρει ο Ανδρέας Καπανδρέου μέσα από την παράξενη ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και τα άλλα 15 του διηγήματα. Και σας τον παραθέτω αυτούσιο, όπως ο θρυλικός εκπρόσωπος της λογοτεχνίας του φανταστικού Έντγκαρ Άλαν Πόε μας τον χάρισε:  «All that we see or seem/Is but a dream within a dream».
            Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας!

* Η Μαρία Κούβαρου είναι συγγραφέας και Διδάκτωρ Μουσικολογίας. Στο τρέχων εξάμηνο διδάσκει Κριτική Θεωρία στο τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: