Ανδρέας Καπανδρέου Το τέλος της
Χιονάτης
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Όψεις του Φανταστικού 2017,
Κύπρος» έγινε παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου του Ανδρέα Καπανδρέου που έχει τίτλο
«Το
τέλος της Χιονάτης» (Συμπαντικές Διαδρομές, 2017).
Την παρουσίαση στη Λευκωσία που πραγματοποιήθηκε στις 29
Σεπτεμβρίου στον πολύ όμορφο και ζεστό χώρο της Λέσχης Βιβλίου «Υφαντουργείο»
ανέλαβε να κάνει η συγγραφέας – φιλόλογος – κριτικός λογοτεχνίας Χρυσόθεμις
Χατζηπαναγή:
Παρατίθεται αυτούσια η παρουσίαση της κα. Χατζηπαναγή:
Ο Ανδρέας Καπανδρέου, που ομολογουμένως μάς αιφνιδίασε
τόσο με τα «αλλόκοτα διηγήματα» και τις «αλλόκοτες ιστορίες» του υπό τους
αντίστοιχους τίτλους «Το
τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν» και «Ο
γιος της Μάγισσας» όσο και με το ανατρεπτικό του μυθιστόρημα «Ο
μυστικός σύντροφος του Ρήγα», μεταφέροντάς μας στον χώρο της φαντασιακής
αφήγησης, έρχεται τώρα να μάς απογειώσει στον κόσμο της δικής του ποιητικής
φαντασίας. Καθώς οι εναλλακτικές ελλαδικές εκδόσεις των «Συμπαντικών Διαδρομών»
δεν του αρνήθηκαν την ευκαιρία να δοκιμάσει τα φτερά του σε δυσκολότερα
πετάγματα, διασχίζοντας τους μυστικούς ορίζοντες ενός κρυπτικού και συνάμα
αποκαλυπτικού σύμπαντος, πιστεύω πως η καινούργια πτήση υπόσχεται και άλλες
μακρινότερες ανατάσεις σε μεγαλύτερα ύψη. Έτσι, που «Το τέλος της Χιονάτης» να
αποτελέσει την αρχή για το ανέβασμα σε νέα εναύσματα δημιουργικών εμπνεύσεων
και πιο μακρόπνοες συλλήψεις στη μελλοντική ποιητική του μυθολογία.
Επί του παρόντος, ας ακολουθήσουμε τα νήματα, που
συναρθρώνουν στη δομική διάταξη που επιλέγει ο ποιητής τους θεματικούς άξονες
της πρώτης ποιητικής του συλλογής, αποκωδικοποιώντας τις συμβολικές μεταφορές
και τα αλληγορικά μηνύματα μέσα από τη γλωσσική λιτότητα της νοηματικής
ενάργειας των στίχων αλλά και την επιγραμματικότητα της ευρηματικής γραφής, της
νοηματικής συμπύκνωσης και της αναστοχαστικής προβληματικής των ποιημάτων του.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα, που παραπέμπουν
στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν της Ιστορίας της Κύπρου, άρρηκτα συνυφασμένης
με την ιστορική μοίρα, τα οράματα και τα ιδεώδη του Ελληνισμού σε μιαν
ανασυνθετική παραλληλία μυθικής εποχής και αρχαίων αιώνων με τους νεώτερους
χρόνους.
Στη σημειολογική μας προσέγγιση ενδεικτικό το εναρκτήριο
ποίημα «Παλαιάς Κοπής», όπως και το ποίημα «Νεοέλληνας», που νοηματοδοτούν την
ποιητική αυτή διαδραστική σύμφυρση. Διαβάζουμε κατ’ αρχήν: «Η μοίρα τούς
προσάραξε στην Αχαιών Ακτή/και οι θεοί τούς ξέχασαν σ’ ένα κομμάτι γης». Δεν
σχολιάζω τον «ποιητική αδεία» σολοικισμό ως προς το «προσαράσσω», ειμή μόνο τις
αρχαιολληνικές καταβολές των Κυπρίων και την ανά τους αιώνες συνέχεια της
ελληνικότητάς τους. Επίσης η αναφορά στους «θεούς» συνδέεται με τις Ομηρικές
θεότητες των τρωικών ηρώων, για να θυμηθούμε την προμετωπίδα του Σεφέρη στα
Κυπριακά του Ποιήματα, «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», ήτοι ο Απόλλων τον Τεύκρο για
να ιδρύσει τη Σαλαμίνα, την είσοδο στην «Αχαιών Ακτή» της Καρπασίας. Στον κατά
συνεκδοχή, ωστόσο, «Νεοέλληνα», που αινίσσεται όχι μόνο τα δεινά των άνισων
αγώνων και τις εναγώνιες περιπέτειές του ανάμεσα σε νεφελώδεις πλάνες,
ανερμάτιστες περιπλανήσεις και παραπλανητικές αλλοτριώσεις, είναι προφανείς οι
συνδηλώσεις του Μινώταυρου, της Μέδουσας και της Αριάδνης που «τον πρόδωσε», μα
και του Πήγασου και της Τροίας των ανέμελων πλέον τουριστικών του επισκέψεων,
αιχμή προφανώς των ατάσθαλων «επισκέψεων» στα κατεχόμενα εδάφη μας. Αξίζει να
παραθέσω ολόκληρο το ποίημα: «Πέταξε μέχρι το φεγγάρι καβάλα στον Πήγασο / μα
γκρεμοτσακίστηκε κάτω στη Γη. / Έπιασε τη Μέδουσα από τα μαλλιά/μα τον δάγκωσαν
τα απαίσια φίδια. / Θέλησε ν’ αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο / μα τον πρόδωσε η
Αριάδνη που έκοψε τον μίτο στα δυο. /Τώρα περιπλανιέται χαμένος / στον
πολυπολιτισμικό λαβύρινθο. /Τ ην Τροία επισκέπτεται πλέον σαν τουρίστας / κι ο
μοναδικός ίππος που γνωρίζει δεν είναι Δούρειος / αλλά ιπποδρόμου».
Η λήθη που σκέπασε τον αποξεχασμένο επί Φραγκοκρατίας
επαναστάτη Κύπριο «Ρε Αλέξη» του ομώνυμου ποιήματος αφυπνίζει τη γρηγορούσα
μνήμη του Γρηγόρη Αυξεντίου στο ομότιτλο ποίημα «Οσμή καμένης σάρκας», όπου «ο
ένδοξος θάνατός του» αντιπαραβάλλεται με «τη μίζερη ζωή», κατά τον ποιητή, που
υπονοεί ασφαλώς την έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης και τα ελλείμματα εθνικών
οραμάτων. Η πρόσληψη μιας αναλυτικότερης επεξήγησης κατατίθεται με δηκτική
ειρωνεία στα υπόλοιπα ποιήματα: «Κόρη», που απηχεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία»
του εθνικού μας Ποιητή, καθώς και τη θεοποίηση της Ελευθερίας στους παγκόσμιους
αγώνες των σκλαβωμένων λαών· «Λογαριασμός», που, σύμφωνα με τις σημειώσεις του
ποιητή που επιτάσσει στη συλλογή του, ενσωματώνει «παράφραση στίχων του Κωστή
Παλαμά από το ποίημα “Η λειτουργία δεν τελείωσε” [του] 1925». Αν ο Παλαμάς,
εμφορούμενος τότε από τη Μεγάλη Ιδέα, προέτρεπε «πολίτες» και «οπλίτες» για
«του ονείρου εδώ την Πόλη / με την Αγιά Σοφιά», και αν εμείς πλέον αδυνατούμε να
γράφουμε στους τοίχους «την Ελλάδα θέλομεν/κι ας τρώγωμεν πέτρες», όπως μας
υπομιμνήσκει το ποίημα «Πέτρες», ωστόσο είναι επωδύνως απαράδεκτη η διαγραφή
από τη συνείδησή μας του παλιού «συνθήματος» «Δεν ξεχνώ» του αντίστοιχου
ποιήματος για τα τουρκοκατεχόμενα εδάφη μας και η αντικατάστασή του με
«…χαρτάκι / …κολλημένο στο ψυγείο» ενός μνημονικού σημειώματος. Στο τελευταίο
ποίημα της ενότητας, που επιγράφεται «Κάιν», το βιβλικό πρόσωπο ανακινεί την
κακοδαιμονία των Ελλήνων από την καταδίκη αθώων στο πρόσωπο του Σωκράτη μέχρι
τον αδελφοκτόνο σπαραγμό στα Δεκεμβριανά του Θησείου το 1944 και το Ιουλιανό
προδοτικό πραξικόπημα του 1974.
Άμεση συνάρτηση με τα «Ιστορικά» συνιστούν τα «Πολιτικά»
της δεύτερης ενότητας. Προβληματίζεται βαθειά και περίλυπος θλίβεται ο ποιητής
για τις ανεπούλωτες πληγές της διαιωνιζόμενης τουρκικής κατοχής της πατρίδας
μας. Ας μην την πούμε ημικατοχή, γιατί ολόκληρο το σώμα δεν μπορεί να μένει
απαθώς αδιάφορο και να μην πονεί όταν τα μισά του μέλη ακρωτηριάζονται.
Ευστόχως δηλωτική η εδώ φραστική αντίθεση «Πανσέληνος»-«μισοφέγγαρα» και
η «Σημαία» της Κατοχής στον Πενταδάκτυλο, που όσο μάς πληγώνει άλλο τόσο μάς τη
«θυμίζει», κατά τον ακροτελεύτιο σαρκαστικό στίχο του δευτέρου ποιήματος:
«Ανεκτίμητη είναι αυτή της η προσφορά». Εν συνεχεία, ευλόγως προσωποποιεί τη
Δικαιοσύνη ως «δίδυμη αδελφή της Δημοκρατίας», που μπορεί ευκόλως να οδηγηθεί
σε ασυδοσία του όχλου και να βρεθεί ακόμη σε απόσταση αναπνοής από τον Φασισμό.
Παρωδεί ωσαύτως την εντός εισαγωγικών «ηθική» στο «δίκαιο του ισχυρού» «με
δημοκρατικές διαδικασίες». Ανελέητη αλλά όχι εκτός πραγματικότητας η κριτική
για τους μεταλλαγμένους πολιτικούς, που τους παραβάλλει με «Αιμοβόρα
σαλιγκάρια» στο φερώνυμο πεζόμορφο ποίημα. Τις αμφίδρομες συμφεροντολογικές
σχέσεις ωστόσο «Πολιτών και πολιτικών» και την παντοδυναμία του κομματικού
κατεστημένου αποτυπώνουν κάποιοι άλλοι αποφθεγματικοί στίχοι.
Προεκτείνοντας το γνωστό πολιτικό μυθιστόρημα του Όργουελ
«Η φάρμα των ζώων», τα «Γουρούνια», όσο και να κατηγοριοποιούν τους εαυτούς ως
υπέρτερους έναντι των άλλων, δεν διαφοροποιούνται ως προς τη συνομοταξία μεταξύ
«αναρχικών και βασιλιάδων της καπιταλιστικής ζούγκλας», «χούλιγκαν» και βίαιων
αστυνομικών, σαρκοβόρων ανθρώπων, με μεταφορική κυρίως έννοια, και γουρουνιών
με την κυριολεκτική τους ονομασία.
Ο Καπανδρέου, που έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα για τον
Ιωάννη Καρατζά, τον Κύπριο σύντροφο του Ρήγα Φεραίου, θα ήταν αδιανόητο να μην
εμπνευστεί σε δυο αλλεπάλληλες ποιητικές του σκέψεις από τις παροτρύνσεις
του εθνομάρτυρα και πρόδρομου της Ελληνικής Επανάστασης για τη συνειδητοποίηση του
αληθινού νοήματος της Ελευθερίας. Η τυφλή εκ διαδοχής ιδεοληπτική ιδεολογία,
που καταγράφεται με την αμεσότητα του πρώτου και δευτέρου προσώπου και όχι με
την ουδετερότητα του τρίτου αποστασιοποιημένου αφηγητή, ανακαλεί το «Όποιος
ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά»· ενώ η αποπροβατοποίηση «κάποιων
προβάτων», χωρίς να υπολογίζουν «την άνιση αναμέτρηση με τον λύκο», ανασύρει
από τον Θούριο την επίσης αποφθεγματική προτροπή «μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Λόγω
επικείμενων εκλογών επίκαιρα τα ποιήματα «Εκλογική διαδικασία» και «Το
συμβόλαιο», που καταφανώς προβάλλουν τις όποιες συναλλαγές υποψηφίων και
ψηφοφόρων και συνακόλουθα την εκποίηση συνειδήσεων είτε όπως μετωνυμικά από τον
διαβολικό ήρωα του Γκαίτε παραστατικοποιείται μέσα από τους στίχους «φτάνει κι ο
Μεφιστοφελής / […] / το συμβόλαιό του να εισπράξει / τις πουλημένες ψυχές να
κατασπαράξει». Με τους κυνικούς τίτλους ως εκ του περιεχομένου των ποιημάτων
τους «Ωδή στον πόλεμο» και «Προς ειρηνοποιούς» επισημαίνονται οι ιδιοτελείς και
σχιζοφρενικές διαστροφές του πολέμου, όπως ο πόλεμος που ενίοτε μετονομάζεται
σε «δίκαιο αγώνα» και θεοποιείται από τις τρεις αδελφές, όχι του Τσάχωφ, αλλά
της αιτιόγενεσής του: «απληστία, αδικία, παράνοια».
Το ποίημα ωστόσο «Βόλεμα», που σχολιάζει την επιδείνωση
της διαφθοράς στις μέρες μας και τις αντιφάσεις περί «καθάρσεως» μέσα από τον
ενδοτικό συμβιβασμό του λαού, ανήκει στο θεματικό πολιτικοκοινωνικό μεταίχμιο,
όπως και αρκετά «Κοινωνικά» ποιήματα της επόμενης ενότητας, που περιέχει επίσης
ποιήματα υπαρξιακού ή μεταφυσικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ενδεικτικά
παραδείγματα «Η φράση» «…στην είσοδο του ναζιστικού /στρατοπέδου συγκέντρωσης
Νταχάου», «Ρατσισμός» και «Το σύνδρομο της Στοκχόλμης», όπου θίγονται όχι
αμιγώς κοινωνικά φαινόμενα. Πώς βλέπει όμως ο ποιητής όχι με χρωματιστά γυαλιά
παρά με τον ποιητικό του φακό τα προβλήματα στον παραπλήσιο κοινωνικό περίγυρο
και στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι;
Ανάμεσα σε επιλεκτικούς στίχους ή περιληπτικές αποδόσεις ποιημάτων με αναφορά στους τίτλους τους, στοιχειοθετούμε την ποιητική του κοσμοθεωρία: «Τσουνάμι βλακείας έσπασε το φράγμα, μπήκε στην πόλη/και τη σκέπασε[…] / Τα φυσικά φαινόμενα είναι ανίκητα και μη αναστρέψιμα…»(«Τσουνάμι Βλακείας»). Πέρα από όσους είναι προσηλωμένοι σε φανατικά ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι και όσοι ρομαντικοί ιδεολόγοι αγναντεύουν το ουράνιο τόξο, που θεωρείται διαστροφή για την εποχή μας(«Χρώματα»). Το ίδιο συμβαίνει «Στο ενυδρείο» με τη «μικρή γοργόνα», που ασφυκτιά μέσα στον βούρκο του διεφθαρμένου κανιβαλικού σημερινού μας κόσμου. Ενός απάνθρωπου αιμάσσοντος κόσμου, που δεν είναι εντούτοις σημερινός, αφού οι ισχυροί κοσμοκράτορες της γης θέλησαν να σφαγιάσουν και την παραμικρή αθωότητά του, όπως ιστορικά και συμβολικά εξεικονίζεται στη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη μέσα από την ανατρεπτική σύλληψη του ποιήματος «Άστρο Φωτεινό». Τη σκέψη του ποιητή, όπως κάθε σκεπτόμενου ομότεχνού του, δεν παύουν να βασανίζουν τα υπαρξιακά ζητήματα της ζωής και του θανάτου, της προδιαγεγραμμένης ανθρώπινης μοίρας, αλλά και της ενσυνείδητης αγωνιστικής του πορείας μέσα από τις προσωπικές του επιλογές. Αρκούντως εύγλωττα τα ποιήματα «Η μάχη στα μαρμαρένια αλώνια», «Διαδρομή» και «Στημένα παιγνίδια».
Ανάμεσα σε επιλεκτικούς στίχους ή περιληπτικές αποδόσεις ποιημάτων με αναφορά στους τίτλους τους, στοιχειοθετούμε την ποιητική του κοσμοθεωρία: «Τσουνάμι βλακείας έσπασε το φράγμα, μπήκε στην πόλη/και τη σκέπασε[…] / Τα φυσικά φαινόμενα είναι ανίκητα και μη αναστρέψιμα…»(«Τσουνάμι Βλακείας»). Πέρα από όσους είναι προσηλωμένοι σε φανατικά ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι και όσοι ρομαντικοί ιδεολόγοι αγναντεύουν το ουράνιο τόξο, που θεωρείται διαστροφή για την εποχή μας(«Χρώματα»). Το ίδιο συμβαίνει «Στο ενυδρείο» με τη «μικρή γοργόνα», που ασφυκτιά μέσα στον βούρκο του διεφθαρμένου κανιβαλικού σημερινού μας κόσμου. Ενός απάνθρωπου αιμάσσοντος κόσμου, που δεν είναι εντούτοις σημερινός, αφού οι ισχυροί κοσμοκράτορες της γης θέλησαν να σφαγιάσουν και την παραμικρή αθωότητά του, όπως ιστορικά και συμβολικά εξεικονίζεται στη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη μέσα από την ανατρεπτική σύλληψη του ποιήματος «Άστρο Φωτεινό». Τη σκέψη του ποιητή, όπως κάθε σκεπτόμενου ομότεχνού του, δεν παύουν να βασανίζουν τα υπαρξιακά ζητήματα της ζωής και του θανάτου, της προδιαγεγραμμένης ανθρώπινης μοίρας, αλλά και της ενσυνείδητης αγωνιστικής του πορείας μέσα από τις προσωπικές του επιλογές. Αρκούντως εύγλωττα τα ποιήματα «Η μάχη στα μαρμαρένια αλώνια», «Διαδρομή» και «Στημένα παιγνίδια».
Σε δύο υποενότητες χωρίζονται τα «Ερωτικά» ποιήματα: στη
γενική αποτίμηση του έρωτα στη ζωή μας και ειδικότερα στο αγαπώμενο πρόσωπο. Κατ’
αρχήν, οι ποιητές εμπνέονται από τις μούσες-ερωμένες τους, για να θυμηθούμε τον
πρώτο στίχο των Ομηρικών Επών, ενώ ο έρωτας εμπνέει την «Ποίηση». Ο ποιητής
όμως συμβουλεύει την έξοδο από τα αδιέξοδα ενός θνησιγενούς ή νεκρού έρωτα, που
τον θέτει σε «Εισαγωγικά» στο ομότιτλο ποίημα, παρομοιάζοντάς τα με τις άλλες
εικονοπλαστικές μεταφορές των «συμπληγάδων» και της συνθλιπτικής «μέγγενης».
Εξάλλου, ο έρωτας έχει το προνόμιο μιας αχρέωστης αδιαπραγμάτευτης επιλογής και
η επίκλησή του νομιμοποιεί την αναγκαιότητα όχι απλώς της ψυχικής ισορροπίας,
αλλά και της συναισθηματικής έξαρσης, που ανασταίνει και αναζωογονεί τη ζωή.
Γι’ αυτό ο ποιητής προσμένει με τον ερχομό του την επενέργεια της
θαυματουργικής του δύναμης για την επιτέλεση του θαύματος. Για τούτο και ο
Προυστ επιμένει στην ευτυχία που κομίζει ο έρωτας: «Αφήστε μας να είμαστε
ευγνώμονες στους ανθρώπους που μας έκαναν ευτυχισμένους. Είναι οι γοητευτικοί
κηπουροί που κάνουν τις ψυχές μας ν’ ανθίζουν». Έτσι, η «Χαμένη άνοιξη»
ξανακερδίζεται με «αυτήν που έφερε την άνοιξη», σύμφωνα με τον τίτλο της
δεύτερης υποενότητας και του πρώτου ποιήματός της. Τα ποιήματα εδώ
υπερεκχειλίζουν ερωτικών συναισθημάτων με τον λυρισμό ορμέμφυτων
ομοιοκατάληκτων στίχων είτε ανομοιοκατάληκτων ρυθμών ηδυσμένου λόγου, καθώς ο έρωτας
ισοδυναμεί με «μαγικά ταξίδια», με «οξυγόνο αναπνοής», «φως» και «λάμψη στο
σκοτάδι», με τον φανταστικό «πλανήτη Όγκλ» σε άλλο γαλαξία, που υπερβαίνει τη
«βαρύτητα» και ακόμη τον ίδιο τον «Θεό». Γιατί τα «Μαθηματικά του έρωτα»
επιβάλλουν άλλες εξισώσεις, όπως μάς πείθει ως γεωμετρικό αυταπόδεικτο αξίωμα
το ευφάνταστο ερωτικό ποίημα: «Παράξενα που είναι τα μαθηματικά του έρωτα· / το
άλλο μισό να ισούται με τα πάντα/η αγάπη με το άπειρο / και το “σ’ αγαπώ” να μην
υπακούει σε κανέναν / μαθηματικό τύπο».
Από τα «Διάφορα» της τελευταίας ενότητας ας σταθούμε
τιμής ένεκεν στον βιβλιοθηκονόμο ποιητή με τον άλλο μεγάλο του έρωτα τα βιβλία,
που προσωποποιώντας τα με ψυχή, νου και καρδιά, αφουγκράζεται μέσα από τις
σελίδες τους την «Ωδή των βιβλίων για τα καμένα αδέλφια τους»: «Τους άφρονες
που άναψαν φωτιά/και κάψανε βιβλία / θα τους βαραίνει αιώνια/μεγάλη
αμαρτία. / Κάθε σελίδα καιόμενη/φωτίζει το σκοτάδι / κι οι ιδέες από τη στάχτη
τους/αναγεννιούνται πάλι. / Κι αν κάποια από τ’ αδέρφια μας/για πάντα έχουν
χαθεί / σε άλλων βιβλίων αναφορές / η μνήμη τους θα ζει!».
Εύχομαι στον αγαπητό μου φίλο Αντρέα Καπανδρέου να
συνεχίσει ακάθεκτος το ωραίο ταξίδι της συγγραφής σε πεζό είτε ποιητικό λόγο,
χαρίζοντας στους αναγνώστες των «Συμπαντικών Διαδρομών» και άλλες πολλές δικές
του δημιουργικές διαδρομές…
Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή
Υφαντουργείο, Λευκωσία, Παρασκευή, 29η Σεπτεμβρίου
2017
(Όψεις του Φανταστικού 2017, Κύπρος)
Για το βιβλίο:
Ποιητική συλλογή χωρισμένη σε πέντε βασικές θεματικές
ενότητες: Ιστορικά, Πολιτικά, Κοινωνικά, Ερωτικά, Διάφορα.
Ο τίτλος του βιβλίου «Το τέλος της Χιονάτης» είναι και ο
τίτλος του τελευταίου ποιήματος της συλλογής.
Από το οπισθόφυλλο:
Το τέλος της Χιονάτης.
Tο άδοξο τέλος ενός
παραμυθιού.
Ποιητική συλλογή για την απομυθοποίηση της ιστορίας, της
πολιτικής, της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και του έρωτα.
Ποίηση για το γκρέμισμα των μύθων, μα και για το κτίσιμο
νέων, αφού τελικά δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτούς…
Tο ίδιο δημοσίευμα και στο Bookia.gr:
http://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=19197d8b-1e78-4a68-b01a-0cbf38c83b6d
Tο ίδιο δημοσίευμα και στο Bookia.gr:
http://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=19197d8b-1e78-4a68-b01a-0cbf38c83b6d
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου