5 Απρ 2016

«Φώναξε τα παιδιά», του Σάββα Παύλου [η παρουσίαση που έγινε στο βιβλιοπολείο Γιαλούσα]

Σάββας Παύλου, Φώναξε τα παιδιά, εκδόσεις ΚουκκίδαΤο βιβλίο «Φώναξε τα παιδιά».
Ο συγγραφέας Σάββας Παύλου.
Οι εκδόσεις Κουκκίδα.
Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στο Βιβλιοπωλείο Γιαλούσα της Λευκωσίας, η παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων του Σάββα Παύλου, «Φώναξε τα παιδιά» (εκδόσεις Κουκκίδα, 2015).
Την εκδήλωση συντόνισε ο Γιώργος Τριλλίδης, ενώ για τον συγγραφέα και το βιβλίο μίλησαν οι ο Στέφανος ΣταυρίδηςΒάσος Φτωσόπουλος και η Χάρης Σπανού. Διαβάστηκαν, επίσης, χαιρετισμοί από τους Κύριλλο ΣαρρήΝάσο ΒαγενάΓιώργο ΚεχαγιόγλουΔημήτρη ΚόκορηΤάσο Χατζηαναστασίου και Κριτώνα Σαλπιγκτή.
Τις κύριες παρουσιάσεις ανέλαβαν να κάνουν οι δύο μεγάλοι Κύπριοι ποιητές Μιχάλης Πασιαρδής και Κώστας Βασιλείου, ενώ ομιλία του έστειλε και οΘεοδόσης Πυλαρινός.
Την εκδήλωση πλαισίωσε ο Χρίστος Πέτρου ο οποίος έπαιξε στην κιθάρα και τραγούδησε ένα ποίημα του Σάββα Παύλου μελοποιημένο από τον ίδιο τον μουσικό.
Μερικά αποσπάσματα από τους χαιρετισμούς και τις παρουσιάσεις:

Σάββας Παύλου, Φώναξε τα παιδιά, εκδόσεις Κουκκίδα
Από τον χαιρετισμό του Κύριλλου Σαρρή:
Ο Καρυωτάκης εξομολογήθηκε στο ποίημά του «Στροφές 1/ Νηπενθή»: «είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία / είκοσι χρόνια παίζοντας έχασα τη ζωή». Ο Σάββας Παύλου, αντιστρέφοντας την πικρή αυτή εξομολόγηση, στη σκακιέρα βιβλίων και ζωής κάνει μια κίνηση ματ τοποθετώντας στο κέντρο του φιλολογικού και μυθοπλαστικού του έργου τον ήρωα της νουβέλας «Αρμενίζοντας» να εξαγοράζει τη ζωή του με μια εφευρεμένη απ’ αυτόν ανύπαρκτη διάλεκτο. Αντάλλαξε το μελάνι με τα αίμα του.
Από τον χαιρετισμό του Νάσου Βαγενά:
Σπεύδω εξ αρχής να δηλώσω ότι θεωρώ τον εαυτό μου ως τον πιο ένθερμο θαυμαστή του Σάββα Παύλου. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν είναι μεγάλος όχι μόνο γιατί με γοητεύει η γραφή του, αλλά και γιατί ο Παύλου είναι ο πιο καθαρός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ντόμπρος, με βαθειά γνώση του κόσμου και δίκαιη άποψη για τα πράγματα, που δεν φοβάται να την εκφράσει παρά το κόστος που μπορεί να του επιφέρει αυτό. Η ποιότητα του ήθους του διαμορφώνει και την ποιότητα της γραφής του· μιας γραφής που τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η ανορθόδοξη, λοξή, πλην ευθύβολη, απροσδόκητη ματιά και η απροσχημάτιστη εκφορά του λόγου.
Από τον χαιρετισμό του Γιώργου Κεχαγιόγλου:
Το πολυκύμαντο, σαραντάχρονο φιλολογικό, εκπαιδευτικό, δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό ταξίδι τού Σάββα Παύλου είναι ένα ταξίδι «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». Ταξίδι που δεν ορίζεται μόνον από τις ηδονές και τα άλγη της περιδιάβασης και του νόστου στην αγαπημένη ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά και από τις χαρές, τις διαψεύσεις και τις πίκρες πολλών άλλων ταξιδιών: αναζητήσεων ή επιστροφών στην πανελλήνια γλώσσα, γραμματεία και ιστορία, μα και στην τετραπέρατη επικράτεια αρκετών άλλων γραμματειών και πολιτισμών του παρελθόντος και του παρόντος μας. Ο Σάββας Παύλου, περίπου όπως και άλλοι μείζονες στοχαστές και συγγραφείς τής νεότερης Κύπρου, από τους οποίους ξεχωρίζω εδώ μόνον τρεις μακαρίτες, τον Θεοδόση Νικολάου, τον Φοίβο Σταυρίδη και τον Γιάννη Κατσούρη, καταφέρνει να είναι συνάμα σκληροπυρηνικός πατριώτης και σατιρικός ή και αυτοσατιρικός αμφισβητίας, συνάμα γαλανόλευκα ελληνοκεντρικός και ερυθρά κυπροκεντρικός, συνάμα συντηρητικός δεξιός και κοινωνιστής δημοκράτης, συνάμα παθιασμένα ελεγειακός και ευφρόσυνα χιουμορίστας, συνάμα παραγωγικότατος και λιτός, συνάμα εργατικότατος και ονειροπόλος, συνάμα φιλόδοξος και ανιδιοτελής. Μια από τις φωνές τών Βοώντων εν τῃ ερήμῳ της Κύπρου και του Ελληνισμού, μα και Πρόδρομος και Βαπτιστής πολλών αφοσιωμένων φίλων και νεότερων ακολούθων.
Σάββας Παύλου, Φώναξε τα παιδιά, εκδόσεις ΚουκκίδαΑπό τον χαιρετισμό του Κρίτωνα Σαλπιγκτή:
Ο Σάββας Παύλου ανήκει από καιρό στους κολοσσούς της γλώσσας μας. Συνομιλεί εντέχνως με το απροσμέτρητο παρελθόν της. Ξαγρυπνά με τους μεγάλους διακόνους της. Αυθαδιάζει, αν χρειαστεί, με τους πατέρες της και με τους φωτεινούς δασκάλους της, ως εραστής της ίδιας ερωμένης, με την οποία επιμένει, χωρίς σκιάζεται, να κυλιέται στο κακοτράχαλο παρόν της και να ματώνει. Μην σταματάς, Σάββα, έχομεν την χρείαν σου. Πιο πολύ τώρα που είμαστε για τα καλά περικυκλωμένοι.
Από τον χαιρετισμό του Δημήτρη Κόκορη:
Όταν ο συγγραφέας είναι ειλικρινής και φτάνει ευθύβολα στον πυρήνα των βιωμάτων του, για να τον μεταδώσει στους αναγνώστες του με συγκινησιακή δραστικότητα, πάντα… βρίσκει τον τρόπο. Χωρίς ακκισμούς, χωρίς λογοτεχνική πόζα, αλλά αντίθετα με γνησιότητα, με μαστοριά και με υποδόριο ή και εμφαντικά δοσμένο χιούμορ φτάνει στον στόχο, δηλαδή στη δημιουργία συναισθηματικής ανάτασης σε αυτούς που τον διαβάζουν. Εννέα βιωματικά αφηγήματα μικρής φόρμας συγκροτούν το Φώναξε τα παιδιά. Μνήμες της παιδικής ηλικίας συμπλέκονται με μνήμες της νιότης αλλά και με σύγχρονα περιστατικά, ο κώδικας αξιών του «σήμερα» συγκρίνεται με το αξιακό σύστηματου «χτες», η ανούσια και κενή ζωή, που καθρεφτίζεται σε ένα εκβιασμένο από τον πόθο για ανέλιξη μάστερ και στη δυνατότητα του εύπορου προγάστορος επιχειρηματία να αγοράζει τις ερωτικές υπηρεσίας μιας όμορφης νεαρής Κινέζας, συνυπάρχει με τη γνήσια λεβεντιά και το φιλότιμο ενός Γύφτου και με το μεγαλείο του έρωτα, που βιώνουν ο Ανδρέας από την Λεμεσό με την Ναστάζια από την Ρουμανία. «Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη και να τη σπείρουν / ό,τι πέ- ρασε πέρασε σωστά». Το υπαρξιακό βάρος των στίχων του Γιώργου Σεφέρη επιβάλλεται με τη συνταρακτική απλότητα μιας έκφρασης αφτιασίδωτης, μιας έκφρασης που συντροφεύει και τον Σάββα Παύλου σε όλες τις συγγραφικές δοκιμές του, δοκιμιακές, ερευνητικές, ποιητικές, πεζογραφικές.
Από τον χαιρετισμό του Τάσου Χατζηαναστασίου:
Το διήγημα: «Μάστερ, περισσότερα μάστερ» θίγει το ζήτημα της υπερπαραγωγής μεταπτυχιακών εργασιών ακόμη και για τα πιο ανούσια, αδιάφορα αν όχι και βλακώδη θέματα, που γίνονται απλώς για να γίνονται. Μιλάμε πλέον για μεταπτυχιακά προγράμματα φαστ φουντ, φαστ τρακ, και όποιον πάρει ο Χάρος. Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα ζητώντας απεγνωσμένα πόρους, αφού η κρατική χρηματοδότηση είναι πλέον πενιχρή, έχουν μετατρέψει τις μεταπτυχιακές σπουδές σε εμπόριο τίτλων. Επιπλέον ο Σάββας Παύλου στηλιτεύει με τον χαρακτηριστικό καυστικό του τρόπο την μανία συλλογής τίτλων που έχει καταλάβει τους δημόσιους λειτουργούς και ειδικά τους εκπαιδευτικούς. Έχουμε έτσι μία υπερπαραγωγή των πιο απίθανων εργασιών, όχι φυσικά από αγάπη για την επιστήμη, αλλά προκειμένου, μέσω ενός μοριοδοτούμενου τυπικού προσόντος, να διεκδικήσουν κάποια προαγωγή και γενικότερα για ένα φουσκωμένο με «χαρτιά» πορτφόλιο εν όψει της αξιολόγησής τους. Αλλά και γενικότερα το μεταπτυχιακό δίπλωμα έχει πλέον καταστεί σχεδόν υποχρεωτικό μετά το πρώτο – επαγγελματικά άχρηστο – πτυχίο, μέχρι που να καταντήσει κι αυτό ένα ακόμη αδιάφορο τυπικό προσόν αμφιβόλου αξίας. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά όσοι μόχθησαν και εργάστηκαν με μεράκι και αγάπη για την έρευνα, ήδη βλέπουν τους άλλους του μεταπτυχιακού συρμού να παρουσιάζονται με τα ίδια τυπικά προσόντα.
Από την ομιλία του Θεοδόση Πυλαρινού:
Σεφερικός ο Σάββας ο Παύλου, με ιδιόμορφη όμως σχέση: ομοιοπαθητικά κυπριακή, εμπνευσμένη από τη φιλόκυπρη πολιτεία του εμβληματικού ποιητή – εξαιτίας του κοινού πόνου για την Κύπρο· φιλολογική, λόγω επιλογής να ασχοληθεί επιστημονικά μαζί του – εννοώ τη διδακτορική διατριβή του Σεφέρης και Κύπρος –  αλλά και αποδομητική σε χαρακτηριολογικό επίπεδο, αφού ο φιλοπαίγμων και αμφισβητίας Παύλου δεν θύει αβασάνιστα στον βωμό του σοβαρού και σοφού γέροντα Σεφέρη· σεφερικός παρά ταύτα, κατά το «ανατολικός» του Καβάφη, όρο περιεκτικό αντιθέσεων και αντιφάσεων, που εν πάση περιπτώσει στεγάζει πολλούς και πολλά. Με την πρωθύστερη αυτή προοιμιακή εξήγηση, η φράση του Σεφέρη, «Φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη και να τη σπείρουν / ό,τι πέρασε πέρασε σωστά», διαπερνά εγκαυστικά το πνεύμα ολόκληρης της συλλογής που παρουσιάζουμε εδώ. Το ότι τιτλοφορεί η φράση αυτή το πρώτο διήγημα και ολόκληρη τη συλλογή του Παύλου το προσθέτω ως απλή επιβεβαίωση. Φαντάζομαι ότι ο Σεφέρης θα την σκέφτηκε σύννους και βαρύς στο πλαίσιο των μελετημένων υποθηκών του, ως εντολή προς νεοτέρους για τη συνέχεια.
...Για να περιοριστώ στα της συγκεκριμένης συλλογής, μαρτυρημένη είναι η θητεία του στο έργο του Γιώργου Ιωάννου, με τον οποίο τον συνδέει στενά ο βιωματικός τρόπος αποτύπωσης της πραγματικότητας, αλλά και η ερωτική ανησυχία, καίτοι θεωρημένη υπό άλλο πρίσμα. «Με τον τρόπο του Γιώργου Ιωάννου» γράφει στο πρώτο διήγημα αποτίοντας φόρο τιμής στον διδάξαντα αντί του συνήθους μότο. Είναι και ο Μάριος Χάκκας, με την πρωτοφανή αλλά και διακριτική διάρκεια που κρατά η τραγικότητα στα διηγήματά του, και με το βουβό και αξιοπρεπές παράπονο του βραχύβιου, του αδικημένου να υποστεί την πίκρα ενός ημιτέλεστου έργου. Αλλά δεν μπορεί να μη δει κανείς κάποια ψήγματα στο ύφος του από τον «Παπα Νάρκισσο» του Βικέλα, περισσότερο από τον «Επικήδειο» του Κονδυλάκη, με την έκδηκη και εκ του ασφαλούς ανεμελιά των ζώντων, αλλά και από το «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη, όπου η ηδονοβλεπτική αθωότητα αναδεικνύει το ερωτικό στοιχείο σε μέγιστο βαθμό, εξαιτίας του ατελέσφορου πόθου· και ακόμη, τα παιχνίδια των παράπλευρων διηγήσεων και τη γλαφυρή αξιοποίηση της καθαρεύουσας από τον Ροΐδη, προς έκφραση του θαυμαστού αλλά ακατονόμαστου στην κοινή κάλλους των υπογαστρίων. Η λογοτεχνική θητεία του Παύλου εδράστηκε όμως και σε απτά γεγονότα, σε ιστορικά συμβάντα, σε κοινωνικές κακίες και στις παθογένειες που βιώσαμε όσοι διανύουμε ή περατώσαμε την έκτη δεκαετία του βίου μας. Αρχικά πρέπει να επισημάνω την ανοιχτή γραμμή ανάμεσα στη Λευκωσία και την Αθήνα, που μεθερμηνευόμενη σημαίνει το Κυπριακό σε όλες τις εκφάνσεις του, πολιτικά και γεγονοτολογικά, την πνευματική σχέση της μεγαλονήσου με τη μητρόπολη, την κοινή γλώσσα και τον πολιτισμό, αλλά και τις διαφορές και τις αντιφάσεις της σχέσης αυτής.
…Ο Παύλου γράφει αληθινές ιστορίες, μεταφέρει βιώματα που τα ζήσαμε και τα ζούμε, μεταπλάθοντάς τα σε λογοτεχνήματα, με τους τρόπους που ανέφερα· τους τρόπους που συ- μπυκνώνουν τη ζωή και αποτυπώνουν ό,τι περνά πολλές φορές φευγαλέο από την καθημερινότητα, αποδίδο- ντάς το με την ασύγκριτη αλήθεια της λογοτεχνίας. Οι ιστορίες του αποτελούν πίνακες, με κεντρικό θέμα, στο οποίο εγκιβωτίζονται ομόθεμες μικρότερες ιστορίες, πτυχές της κεντρικής θεματολογίας, που με χιούμορ ή δραματικότητα συνεισφέρουν στη σφαιρικότερη παρουσίαση. Και αυτά με αξιοποίηση της γλώσσας, προσαρμοσμένης στα εκάστοτε δεδομένα, με λόγιες λέξεις, με αγοραίο ή ερωτοπαθές λεξιλόγιο, με καθαρευουσιάνικους τύπους, ανακουφιστικούς στα ώτα των αιδημόνων, ή με σεξουαλικά συμφραζόμενα, διεγερτικά των υπνωττουσών αισθήσεων. Κάθε ένα από τα εννιά διηγήματα έχει να πει κάτι ξεχωριστό. Το ομότιτλο της συλλογής πρώτο στη σειρά συνιστά μια τελετουργική παρουσίαση των ταφικών εθίμων, μια ερμηνεία λαογραφικοφιλολογική της νεκρώσιμης και της ταφικής εθιμοτυπίας· μια κωμικοτραγική αποτύπωση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας αλλά και ματαιοπονίας στην αναζήτηση του ανεξήγητου μυστηρίου στο νομοτελειακότερο φαινόμενο, αυτό του θανάτου, του μόνου που μέχρι τώρα τουλάχιστον δεν επιδέχεται εξαιρέσεις. Αποδόμηση μιας άλλης ματαιοδοξίας και αποθέωση της σημερινής ευκολίας και του ευτελισμού των πάντων αποτελεί το διήγημα «Μάστερ, περισσότερα μάστερ». Στα «επικίνδυνα υποκοριστικά», γελοιοποιείται η μαλθακότητα και η εκθήλυνση της ζωής μέσω της αβρότητας ενός υποκορισμού που καταλύει τα μεγέθη, εναβρυνόμενος αυνανιστικά. Το αποκορύφωμα της διπλής όψης των πραγμάτων δηλώνεται στους «Γύφτους», όπου ο γύφτος σύμβολο της ανυπότακτης και ελεύθερης δημιουργίας μεταπίπτει στον ακούρευτο και ρυπαρό γύφτο της καθημερινότητας. «Η Λίλλυ» αποτελεί τεκμήριο της ερωτικής φύσης του ανθρώπου, απόδειξη της παντοκρατορίας της πάνδημης Αφροδίτης. Το ίδιο και «Η Χιονάτη», όπου καταλύεται η εκλογίκευση και η κοινωνική υπαγωγή της γενετήσιας λειτουργίας, η ελευθεριότητα της οποίας μεγαλουργεί στη «Ναστάζια». Στο «Άδειασμα», αυτοκριτικό διήγημα αυτό, ο Παύλου διαπιστώνει ωριμάζοντας τη σημασία της επιλογής και την ουσία της αποτίμησης μπροστά στο φρικτό βήμα της έσχατης απολογίας. Στον «Λογιστή» πάλι, επιστρέφοντας στη μήτρα, στη γενέτειρα, στις αρχές, ξεδιπλώνει ένα ευρηματικό παιχνίδι με τον χρόνο. Θα κλείσω με δύο επισημάνσεις. Η πρώτη: η μνήμη αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της σκέψης του Παύλου. Θέλετε ως χαρμολυπική αποτίμηση με μια μικρή δόση ναρκισσισμού για ό,τι έζησε, θέλετε ως νόστο ή ως πιστοποιημένη αδυναμία επιστροφής, θέλετε ως πικρή επισήμανση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, ως σύνολο, θα έλεγα, καλύτερα, εκφράζουν την ανήσυχη σκέψη του. Η ανησυχία αυτή, υπαρξιακή, καθώς φάνηκε στα προηγούμενα, σχετίζεται με τη δεύτερη επισήμανση: Σε όλα τα διηγήματα της συλλογής, νομίζω και σε όλο το έργο του, παλεύουν ερωτικά οι κορυφαίες έννοιες του επίγειου βίου, ο έρωτας και ο θάνατος, πρωτίστως στις κυριολεκτικές, τις σωματικές, και έπειτα στις συμβολικές εκφάνσεις τους. Παλεύουν εγκλωβισμένοι στον προκαθορισμένο άχρονο χρόνο μας, χωρίς να επιβάλλονται ο ένας πάνω στον άλλον. Και αυτά σε αντίστιξη με την ειρηνική συμπαντική πραγματικότητα του περιπαθούς εναγκαλισμού του θανάτου με τον έρωτα. Είναι η αντίφαση και η ουτοπία που κατατρύχει όλους μας, να επιμένουμε σ’ αυτή την αντιπαλότητα, αν και πρόκειται περί του ιδίου φαινομένου στην ολότητά του, του κορυφαίου φαινομένου της ζωής, να πεθαίνουμε από ερωτική αγωνία για το άγνωστο εκείσε, που συνιστά τη μοίρα μας, την ευχή και την κατάρα μας.
Από την παρουσίαση της Χάρης Ν. Σπανού:
Μετά την ποιητική έκρηξη στη Γραμμή Τόκυο – Μυκήνες, ο Σάββας Παύλου μας αιφνιδιάζει εκ νέου, με τη συλλογή διηγημάτων Φώναξε τα παιδιά. Όσοι τον γνωρίζουμε από τα πιο πρόσφατα πεζά του, το «Αύριο κλάδεμα» και «Το επί πλέον» ανιχνεύουμε το στίγμα, την ταυτότητα της γραφής του. Από το πρώτο κιόλας διήγημα, όμως, παρατηρεί κανείς ότι πίσω από τη χαμηλόφωνη, διακριτική αφήγηση ορθώνεται μια νέα, σκληρή διάθεση να υπονομεύσει ιδέες, βεβαιότητες, αρχές, να εξετάσει τα αντικείμενα της μυθοπλασίας σε ακραίες συνθήκες. Υποχωρούν σε αξιοπρόσεκτο βαθμό τα λογικά ένθετα. Ο αναγνώστης ακολουθεί τους ελιγμούς της αφήγησης σε όλες τις εκτροπές, σε όλα τα παιγνίδια, εκεί όπου τον οδηγεί ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας παρατηρεί, περιεργάζεται, λοξοδρομεί, ειρωνεύεται, υπαινίσσεται για τον τόπο, το έθος, τους ανθρώπους, τα παθήματά τους, τον εαυτό του, τη γλώσσα και συνθέτει τον αφηγηματικό πυρήνα. Όλα αποτελούν εργαλεία στα χέρια του, με τα οποία διαμορφώνει την άρτια αφήγηση. Ξεχωριστή θέση στα διηγήματα, καταλαμβάνουν ώριμοι άνδρες με σημεία κοινής αναφοράς το νεανικό τους παρελθόν. Μοιράζονται μια εκδοχή του έρωτα, σφραγισμένη από την ένταση της εφηβικής επιθυμίας, η οποία αγγίζει κάπότε το αγοραίο και την πορνογραφία. Κι εκεί που μοιάζει η ανδρική παρέα να εκφράζει την ισχυρότερη εκδοχή για τον έρωτα, αίφνης, αναδύεται το πιο προσωπικό, που αποσύρεται από την αντρική κοινότητα, προστατεύεται. Βρίσκει καταφύγιο στη μνήμη και στο διηγώντας.
Ενδιαφέρον έχουν τα γυναικεία πρόσωπα, άλλωστε τρία γυναικεία ονόματα: Λίλυ, Χιονάτη, Ναστάζια, τιτλοφορούν τρία διηγήματα. Όμως η ισχυρή παρουσία τους, διαφαίνεται κυρίως έμμεσα, από την ικανότητα να πυροδοτούν στους άντρες την ερωτική επιθυμία, την επιθυμία κατάκτησης, τη διαρκή μνήμη. Η τέχνη του απογειώνεται στο διήγημα «Γύφτοι», λεπτές αποχρώσεις, αλλά και μια λιτή κορύφωση την ώρα που ο γύφτος κόβει το κόκκινο καρπούζι, σκηνή την οποία θα ζήλευε ταλαντούχος σκηνοθέτης κινηματογράφου. Η εγγύτητα του θανάτου, εμφανίζεται σε πολλαπλές εκδοχές, σαν σκιά της ζωής. Ξεχωρίζω την τελευταία σκηνή στο διήγημα « Ο Λογιστής », στην οποία η ανάκληση των λέξεων οδηγεί στον άλλο κόσμο: «Α, τα χόρτα, είπε, τα λούλουδα, όμως δεν γνώριζε πια την ονομασία τους, τη ξέχασε εδώ και χρόνια, έτσι κάτι τον εμπόδιζε να μπει στο κάδρο. Άρχισε να θυμάται σιγά σιγά, το μελισσόχορτο, ο άρκαστος, θρουμπί, η αναθρήκα, το σιμιλούδι, η λαψάνα, λέξεις για ταπεινά και φανταχτερά χόρτα, ξινίδι, πάγκαλος, φτερικούδι. Ήρθαν οι λέξεις του και πλατάγισαν στον αέρα ελευθερία και άνεση, άνοιξε το κάδρο και προχώρησε για το χωριό του, όμως ένιωσε τον πόνο στο στήθος, έπεσε. Τον βρήκε ύστερα από ώρα ο Παλάλης, ο βοσκός της περιοχής, περνώντας από κει με το κοπάδι του. Ειδοποίησε αμέσως.» Ο Σάββας Παύλου δικαιώνει τον τελευταίο στίχο στη Γραμμή Τόκυο- Μυκήνες, το κορυφαίο εκείνο: Δεν θα μας πάρουν και το «διηγώντας»...

Δεν υπάρχουν σχόλια: