25 Μαΐ 2015

Μια ζωή, πέντε νέα διηγήματα του Κυριάκου Στυλιανού

Μια ζωή: πέντε διηγήματα για ένα θέμα / Κυριάκος Στυλιανού. Λευκωσία: [χ.ο.], 2015.

Ο Κυριάκος Στυλιανού κυκλοφόρησε μέσα στο 2015 τη νέα συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Μια ζωή: πέντε διηγήματα για ένα θέμα». Προηγήθηκαν οι συλλογές διηγημάτων «Μεταμεσονύκτιοι συλλογισμοί» (Επιφανίου, 2010) και Σκυτάλη (αυτοέκδοση, 2013).

Στο νέο του βιβλίο, στο οποίο ο Στυλιανού παρουσιάζει μια εντυπωσιακή ωρίμανση στην γραφή του, ασχολείται με τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικά με αυτές του παιδιού με τους γονείς του. Το συνολικό έργο διαπνέεται από μια ενιαία θεματολογία. Τα πέντε διαφορετικά διηγήματα πραγματεύονται τον περιορισμένο ρόλο του ανθρώπου-του άντρα πιο συγκεκριμένα- μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του κοινωνικού και εν γένει υπαρξιακού του χώρου.


Η συλλογή περιλαμβάνει τα διηγήματα: Μια ζωή, Το όνειρο, Ταυτότητα, Ύστατη στιγμή και Μαζί για πάντα.

Μια ζωή: Ο άντρας μεγαλώνοντας σ΄ ένα κοινωνικό πλαίσιο με αρχές και ιδανικά που συνεχώς διαψεύδονται και αυτοαναιρούνται, διαπιστώνει πως δεν έχει από πού να κρατηθεί (μια κινούμενη άμμος που τον καταβροχθίζει). Ο άντρας, αιώνιος δεσμώτης του φύλου του, προσπαθεί να βρει την ταυτότητα του μέσα από τις συνεχείς υπαγορεύσεις και προτροπές του alter ego του. Στο τέλος όμως επιστρέφει στην πρωταρχική του κατοικία, τη μήτρα, για να μπορέσει έτσι να επανακτήσει τη πρώιμη και αναντικατάστατη μητρική τρυφερότητα.
Το όνειρο: Το διήγημα κινείται σ΄ ένα καθαρά ονειρικό πλαίσιο. Ο γιος ονειρεύεται πως κλέβει μια γυναικεία τσάντα στον ύπνο του, σαν να θέλει να αποκαταστήσει τις ψυχολογικές κυρίως ισορροπίες που υπάρχουν μεταξύ  εκείνου και των γονιών του.  Η κλοπή στην ουσία συμβολίζει την κλοπή της μητέρας του από τον ίδιο του τον πατέρα, ο οποίος στερώντας του τη μητέρα από τη ζωή του,  του στερεί τη συναισθηματική ισορροπία μέσα σ΄ ένα ανοίκειο και αφιλόξενο κόσμο. Το πλαίσιο του εξωτερικού κόσμου που τον περιβάλλει οριοθετείται αυστηρά από θεσμούς και εξουσίες που ο ίδιος αδυνατεί να ελέγξει (σχολείο και θρησκεία) και που στο τέλος κατατείνουν στο άτεγκτο πρόσωπο της δικαστικής εξουσίας. Κι οι τρεις αυτοί θεσμοί συγκλίνουν στο πρόσωπο του πατέρα του. Στο τέλος ο γιος κατορθώνει να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας του, (ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος του αντικρίζει παρατημένη τη γυναικεία τσάντα και ακολούθως τη μητέρα του), αφού ο ίδιος ξεφεύγει από τη ψυχολογική επιρροή που ασκεί ο πατέρας του στη ζωή του.
Ταυτότητα: Ο γιος αφού αποφασίζει να εγκαταλείψει  το πατρικό του, μένει σ΄ ένα διαμέρισμα. «Επικοινωνεί» μ΄ ένα άγνωστο φίλο του στο Facebook, προκειμένου να σπρώξει τον εαυτό του να βρει την πραγματική του ταυτότητα. Στην πραγματικότητα όμως αποστολέας και παραλήπτης της ηλεκτρονικής του αλληλογραφίας είναι ο ίδιος. Μ΄ αυτό τον τρόπο ο γιος μπορεί και κρύβεται πίσω από την ανωνυμία ενός επίδοξου συγγραφέα, ο οποίος αναλαμβάνει εκ μέρους του να συγγράψει τη δική του αυτοβιογραφία. Η δειλία του γιου να γράψει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μαρτυρεί και την αδυναμία του να διεκδικήσει με θάρρος την προσωπική του ταυτότητα. Η ανακολουθία όμως στη γραφή αποκαθίσταται, όταν ο γιος «πείθεται» να επιστρέψει στο πατρικό του και να αναμετρηθεί με τον πατέρα του. Ο γιος αναλαμβάνει τα ηνία της ζωής του, αφού στο τέλος καταφέρνει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ούτως ώστε να επέλθει συμφιλίωση μεταξύ του ιδίου, της μητέρας και του πατέρα του. Καθώς ο ίδιος καταφέρνει να απεξαρτηθεί από τη συγγραφική του ιδιότητα η οποία τον σπρώχνει διαρκώς σε μια πλασματική πραγματικότητα, σπρώχνει τόσο τον πατέρα όσο και τη μητέρα του να ψάξουν τις δικές τους απαντήσεις (ο πατέρας συμβολίζοντας το alter ego του γιου μετατρέπεται σε Θεό- κριτή, ενώ η μητέρα συμβολίζει τη γυναίκα που υπομένει αγόγγυστα τη μοίρα της και τείνει διαρκώς χείρα βοηθείας προς το Θεό).
Ύστατη στιγμή: Η επερχόμενη γέννηση ενός παιδιού, κλονίζει τις εύθραυστες ισορροπίες που υπάρχουν μεταξύ ενός σύγχρονου ζευγαριού. Η μέλλουσα μητέρα που αποτελεί το φορέα αυτής της μετατόπισης στη σχέση του ζευγαριού, συνειδητοποιεί πως οι δυο εραστές δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά το εφήμερο παρόν τους. Η τελειωτική τους ρήξη εκφράζεται μέσα από τους μονολόγους τόσο της ιδίας, όσο και του εραστή της. Ο μονόλογος κιόλας του εμβρύου (διερωτάται κατά πόσον αξίζει τον κόπο να γεννηθεί μέσα σ΄ ένα τέτοιο εγωιστικό κόσμο) την  ενισχύει περεταίρω. Η εγκατάλειψη της γυναίκας από τον άντρα, ωθεί το έμβρυο να «συγκατατεθεί» στην ίδια του τη γέννηση. Καθώς το έμβρυο ανακαλύπτει στο τέλος τη γενετική του ταυτότητα (γιος), το ίδιο προκαθορίζει το υπαρξιακό νήμα που το ενώνει με τους ανθρώπους που τον έφεραν στη ζωή και κυρίως με τον πατέρα του.
Μαζί για πάντα: Δυο νέοι που μετέρχονται όλα τα στάδια της ηλικιακής τους εξέλιξης, βρίσκονται στο «στόχαστρο» ενός ηλικιωμένου ο οποίος ήδη βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Η όλη αυτή παρατήρηση ή βυθομέτρηση, αν θέλετε, της ζωής τους πλαισιώνεται από μία κατ΄ επίφαση ιστορία η οποία αποτελεί και το φόντο της αλληλεπίδρασης που υπάρχει μεταξύ του ηλικιωμένου και των δυο νέων. Σιγά-σιγά όμως εξυφαίνεται και η πραγματική σχέση που συνδέει τους δυο  μεμακρυσμένους ηλικιακά πόλους,  που δεν είναι καμιά άλλη παρά μια σχέση απόλυτης ταύτισης (ο ηλικιωμένος συμβολίζει την ηλικιακή  μετεξέλιξη των δύο νέων). Η σχέση όμως αυτή λειτουργεί και αντίστροφα, αφού ο ηλικιωμένος αναθεωρεί τη δική του ζωή μέσα από τη ζωές των δύο νέων. Η απόλυτη κιόλας ταύτιση του με τους δυο νέους τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως η μοναδική οδός για να εναρμονιστεί με τον υπόλοιπο κόσμο είναι η αγάπη. Στο διήγημα αυτό-σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής- δεν διαφαίνεται αλλά ούτε και τονίζεται καθαρά-τουλάχιστον- η όποια ρήξη του νέου με τους γονείς του και κυρίως με τον πατέρα του.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Ανοίγοντας κάποια στιγμή τα μάτια του, συνειδητοποίησε πως η ώρα είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Το κρύο συνέχισε να αλυσοδένει τόσο το σώμα του όσο και την ψυχή του. Θα μπορούσε και ο ίδιος να εξωτερικεύσει αυτή τη φορά τη σκέψη του, λέγοντας: «Μόνος μου είμαι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία». Δεν το έκανε όμως, παραβαίνοντας για πρώτη φορά την ψυχρή λογική του. Η φαντασία του δημιουργούσε, χαλούσε και έπλαθε ξανά και ξανά εμπρός του διάφορες μορφές ανθρώπων. Για μια στιγμή κιόλας νόμισε πως αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά στη ζωή του και αναθάρρησε.
Έτσι, κατόρθωσε επιτέλους ν' αντικρίσει έξω από το δωμάτιό του δυο σκιές που πάσχιζαν με νύχια και δόντια να γίνουν άνθρωποι. [...Καθώς ένιωθε να βουλιάζει ολοένα στα νερά μιας αβάσταχτης ρευστότητας, το όμορφο καλοκαιρινό τοπίο εμπρός του έστηνε σιγά-σιγά μέσα του ένα λεπτό και αδιαφανές δίκτυ. Για μια στιγμή ένιωσε τα μέλη του σώματός του ν' αποκολλούνται από την ύπαρξή του και την ψυχή του να προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανή στο σταυροδρόμι που χωρίζει έναν μικρό, ανθισμένο κήπο από μια μεγάλη και άγονη έκταση (σ.σ.73-74).

Δεν υπάρχουν σχόλια: