640 / Γιάννης Τζομάκας. Θεσσαλονίκη: Συμπαντικές
Διαδρομές, 2013.
Δεν είναι συνηθισμένο να συναντούμε ένα τριψήφιο αριθμό
σαν τίτλο ενός βιβλίου. Όμως, ούτε η ιστορία του Γιάννη Τζομάκα στο βιβλίο «640»
είναι και η πιο συνηθισμένη.
Πρόκειται για μια αφήγηση η οποία διαδραματίζεται σε μια
παράξενη παραθαλάσσια πόλη. Ο αφηγητής μας μεταφέρει συνεχώς από την έγχρωμη
πραγματικότητα στο μαυρόασπρο όνειρο – εφιάλτη, από το παρόν στο παρελθόν και
το μέλλον και από τη ζωή στο θάνατο. Στην ιστορία παρελαύνουν διάφορα πρόσωπα, υπαρκτά
αλλά και δημιουργήματα του διαταραγμένου και υποστηριζόμενου με φάρμακα,
ψυχικού κόσμου του αφηγητή. Ο ανώνυμος αφηγητής, η παράξενη πόλη με την λεωφόρο
της Ελπίδας και την πλατεία του Καίσαρα και το παλιό λιμάνι με την πισίνα των
ψυχών δημιουργούν μια μεταφυσική
ατμόσφαιρα που κάνουν το μυθιστόρημα ακόμα πιο σκοτεινό.
Ο
αριθμός 640 διαδραματίζει τον δικό του ρόλο στην ιστορία αφού, εκτός από τον
τίτλο τον συναντούμε πολλές φορές μέσα στο μυθιστόρημα:
Τα
φανάρια που βλέπει ο πρωταγωνιστής στο όνειρό του είναι 6, 4 ή κανένα [0].
Στο
πάρκο υπάρχουν 640 διαφορετικά είδη λουλουδιών.
Η ώρα
6:40 είναι μια σημαδιακή ώρα την οποία συναντούμε συχνά στην ιστορία και κατά
την οποία συμβαίνουν διάφορα παράξενα περιστατικά.
64.0
είναι και η μάρκα των φίλτρων τσιγάρου που αγοράζει από το περίπτερο ο πρωταγωνιστής.
640
χιλιάδες είναι τα ευρώ που σύμφωνα με το δημοσίευμα μιας εφημερίδας, κάνει
δωρεά κάποιος άγνωστος για την ανακαίνιση του νοσοκομείου της πόλης.
Ο
ήρωας της ιστορίας μπαίνει σε ένα εξαώροφο [6] κτήριο το οποίο έχει 40 σκαλιά.
Γίνετε
αναφορά από τον αφηγητή σε 6 μέρες και 40 λεπτά μετά.
640
άνθρωποι αναπαύονταν στο βυθό της θάλασσας στο παλιό λιμάνι.
640
ήταν και τα χαραγμένα ονόματα.
Ο ταχυδρομικός
κώδικας ήταν ΤΚ640.
Τα
δωμάτια του ξενοδοχείου ήταν 640.
Ο
ορός που του χορηγούσαν στα αναρρωτήριο ήταν των 640.
640
ήταν και ο κωδικός του λουκέτου.
6:40
η ώρα του ραντεβού.
640
ήταν οι σελίδες του ημερολογίου.
Η
χαρακιά στο παγκάκι σχημάτιζε τον αριθμό 640.
Τέλος,
ο φάκελος του ασθενή είχε τον αριθμό 640.
Από οπισθόφυλλο:
«Γονατισμένος μπροστά του, έσκυψα το
κεφάλι. Έτοιμος, σαν να περίμενα από καιρό το δήμιό μου. Χαμένος σε ένα
μεταβατικό περιβάλλον, κάπου όπου δεν μπορούσα να ζήσω και να πεθάνω. Τα
χρώματα ήταν πεθαμένα, το άσπρο και το μαύρο κυριαρχούσαν. Η πόλη νεκρή, η φύση
νεκρή, ο ουρανός νεκρός, τα αστέρια νεκρά, το φεγγάρι νεκρό, ο ήλιος νεκρός,
ακόμη και το σκοτάδι νεκρό. Κάθε γωνία κι ένα συντρίμμι, η σκουριά έχει
καταρρακώσει όλα τα αυτοκίνητα στους δρόμους, δημιουργώντας τόνους σκουριάς.
Με τον αέρα βρώμικο, βαρύ από την σκουριά, το χώμα είχε παραδοθεί και αυτό στο μαύρο. Με όλη τη πλάση νεκρή, σάπια, η ζωή μου βρώμαγε, σάπιζε στο χρόνο, σάπιζε στην ανυπαρξία. Χωρίς ελπίδα για αλλαγές δεν φοβόμουν τίποτα, αντί για ελεύθερος ήμουν δέσμιος αυτής της άρρωστης πραγματικότητας. Από τη μέρα που κατάπια τα χρώματα βυθίστηκα στους πιο σκοτεινούς εφιάλτες. Χωρίς καμία επαφή με το χρόνο ούτε εγώ δεν θυμόμουν πόσος καιρός έχει περάσει που ήμουν μόνος σε αυτό τον εφιάλτη. Μερικοί κάτοικοι έκαναν κάποιες φοβισμένες, νωχελικές εμφανίσεις. Ένας από αυτούς έγινε μέρος της καθημερινότητας μου, εκείνη την μέρα όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για αυτόν. Η μοίρα που θα επέλεγα εγώ».
Με τον αέρα βρώμικο, βαρύ από την σκουριά, το χώμα είχε παραδοθεί και αυτό στο μαύρο. Με όλη τη πλάση νεκρή, σάπια, η ζωή μου βρώμαγε, σάπιζε στο χρόνο, σάπιζε στην ανυπαρξία. Χωρίς ελπίδα για αλλαγές δεν φοβόμουν τίποτα, αντί για ελεύθερος ήμουν δέσμιος αυτής της άρρωστης πραγματικότητας. Από τη μέρα που κατάπια τα χρώματα βυθίστηκα στους πιο σκοτεινούς εφιάλτες. Χωρίς καμία επαφή με το χρόνο ούτε εγώ δεν θυμόμουν πόσος καιρός έχει περάσει που ήμουν μόνος σε αυτό τον εφιάλτη. Μερικοί κάτοικοι έκαναν κάποιες φοβισμένες, νωχελικές εμφανίσεις. Ένας από αυτούς έγινε μέρος της καθημερινότητας μου, εκείνη την μέρα όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για αυτόν. Η μοίρα που θα επέλεγα εγώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου