8 Μαρ 2013

Το «ανοίκειο», ρίζα της δημιουργίας του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου



Ανδρέας Καπανδρέου, Ο γιος της Μάγισσας, Εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, 2012, σελ. 124

Ας λάβουμε υπόψη δύο ευρύτερες συνθήκες: η λαϊκή λογοτεχνία αφενός αποτελεί ένα συγγραφικό είδος που –ιστορικά εξεταζόμενο– μεταβάλλεται διαρκώς, αναλόγως των κοινωνικών ή και πολιτικών συνθηκών κάθε περιόδου. Κι αφετέρου δεν είναι συνώνυμο της αντιδραστικής μαζικής λογοτεχνίας που αναζητά παθητικούς αναγνώστες δίχως ποιοτικά κριτήρια αισθητικής.

Εστιάζοντας τα πιο πάνω χαρακτηριστικά στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Καπανδρέου, αναγνωρίζεται η προσήλωση του συγγραφέα τόσο στη μικρή πεζογραφική φόρμα όσο και στο «ανοίκειο» ως ρίζα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και προβολής στην αναγνωστική συνείδηση. Παράλληλα, η γραφή του Καπανδρέου εξελίσσεται και γίνεται πιο διαυγής: με το ομώνυμο διήγημα της συλλογής μοιάζει να αποτίνει φόρο τιμής στην παράδοση της λογοτεχνίας τρόμου κι από αυτή την αρχή προεκτείνει τις θεματολογικές επιλογές του και την εισαγωγή του «ανοίκειου» σε μεταγενέστερο –ακόμη και συγκαιρινό– χρονικό πλαίσιο καθώς και σε ένα φαινομενικά πλήρως ρεαλιστικό σκηνικό, το οποίο κινδυνεύει διαρκώς να ανατραπεί υπό την επίδραση μιας μεταφυσικής εμπειρίας ή μιας μη αισθητής παρέμβασης. Το «ανοίκειο» άλλοτε εισβάλλει στη ζωή των πρωταγωνιστών ως μια δύναμη απωθημένη στο ασυνείδητο τους –ως παραλλαγή του Κακού– κι άλλοτε ως αρμός που πληροί την «επικοινωνία» ανάμεσα στην αισθητή παράσταση του κόσμου και τον ζοφερό κόσμο των νεκρών. Όσο πιο προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα είναι η πλοκή του διηγήματος, τόσο πιο ανατρεπτική είναι η παρέμβαση του «ανοίκειου» ευρήματος που επικαλείται ο Καπανδρέου στις επιμέρους ιστορίες του.

Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ανά χείρας συλλογής αποτελεί επίσης η επιλογή του Καπανδρέου να μην περιοριστεί στον «τρόμο του δωματίου», να μην χρησιμοποιήσει ως μανιέρα τον κλειστό χώρο για να δημιουργήσει εύκολα συνθήκες αγωνίας και μυστηρίου, αλλά να δοκιμάσει τη γραφή του στον χώρο και τον χρόνο, σε μια διαδοχή σκηνών από διήγημα σε διήγημα όπου το «ανοίκειο» διαρκώς μετατίθεται και αναδημιουργείται. Αυτή διαφαίνεται πως είναι η προτεραιότητα του Καπανδρέου, με τους ήρωες του να δρουν αποσπασματικά μέσα σε πολύ συγκεκριμένες –πλην όμως, αλλόκοτες– συνθήκες, ακόμα κι αν αυτές διαμορφώνονται και εξελίσσονται εν αγνοία των πρωταγωνιστών.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή του Καπανδρέου δεν δικαιώνεται στον ορίζοντα αναμονής του αναγνώστη που συναντάει τον υπότιτλο «Αλλόκοτες ιστορίες» και κατόπιν το αφήγημα για τον θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα ή μια επιστολή ενός αυτοπροσδιοριζόμενου προδότη από τα χρόνια του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Η συμπαγής γραφή του Καπανδρέου δεν ακολουθεί την ίδια συνεκτικότητα όσον αφορά τη συλλογή ως σύνθεση, με συνέπεια αυτή η μικρή ομάδα διηγημάτων να μοιάζει παράταιρη και κατ’ ουσίαν να αδικείται –εφόσον λογοτεχνικά δεν υπολείπεται–, καθότι παρεμβάλλεται –δίχως προφανή λόγο– σε μια κατά τ’ άλλα συγκροτημένη πεζογραφική επιλογή και πρόταση.        




Ανδρέας Καπανδρέου
Γεννήθηκε το 1972 στη Λευκωσία. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία, Επιστήμες της Πληροφόρησης και Επιστήμες της Αγωγής. Έχει δημοσιεύσει επίσης τη συλλογή διηγημάτων «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν» (Επιφανίου, 2010).


Στο πηγάδι
Ο εισβολέας πάτησε στο έδαφος και κοίταξε περιμετρικά προτάσσοντας τον φακό που κρατούσε. Η δέσμη φωτός τού αποκάλυψε ένα ανατριχιαστικό θέαμα. Δεκάδες ποντίκια εξαφανίστηκαν, τρέχοντας ανάμεσα στις πέτρες, που αποτελούσαν το τοίχωμα του κελιού. Το φως πέρασε ξανά πάνω από τον φυλακισμένο, αλλά ο άγνωστος δεν έδειξε να συγκινείται.
     Ο ισοβίτης τότε έβαλε όση δύναμη είχε στα πόδια του και πετάχτηκε σαν αγρίμι πάνω στον άγνωστο άντρα.
     Χωρίς να καταλάβει τι έγινε, βρέθηκε καρφωμένος στον απέναντι τοίχο. Ξανασηκώθηκε και όρμησε ξανά, αυτή τη φορά έχοντας σαν στόχο να αρπάξει το σχοινί που οδηγούσε στη σωτηρία του. Με μεγάλη του έκπληξη ένιωσε ξανά να πιάνει αέρα.
     «Έλα, ανέβασέ με πάνω! Γρήγορα!» φώναξε ο άγνωστος.
     Το σχοινί άρχισε να ανεβαίνει, μαζί του και ο άντρας.
     «Τίποτα, ε;» ρώτησε ο δεύτερος άντρας, που τον περίμενε πάνω.
     «Τίποτα πολύτιμο, μόνο ποντίκια κι ο σκελετός ενός ανθρώπου. Ποιος ξέρει ποιον φουκαρά έριξαν εκεί μέσα πριν εκατοντάδες χρόνια. Πάντως είναι πολύ ανατριχιαστικά εκεί κάτω. Σε μια στιγμή μάλιστα ένιωσα κάτι σαν ζεστή αύρα, σαν καυτό αέρα να έρχεται με δύναμη πάνω μου. Ήταν ένα πολύ αλλόκοτο συναίσθημα».
     «Πού στο καλό βρέθηκε ο ζεστός αέρας, μέσα σε ένα κατάκλειστο πηγάδι;» αναρωτήθηκε ο άλλος.

[Πηγή: Εφημερίδα Φιλελεύθερος, 3 Μαίου, 2013 / Μιχάλης Παπαντωνόπουλος]

Δεν υπάρχουν σχόλια: