Ο καθηγητής του τμήματος Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Παντελής Βουτουρής μιλά για το βιβλίο «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν: αλλόκοτα διηγήματα».*
Θα προσπαθήσω να περιγράψω ένα θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο βλέπω ότι κινείται ή προσπαθεί να κινηθεί το συγκεκριμένο βιβλίο και ειδικότερα θα εστιάσω σε μια περιοχή στην οποία πιστεύω ότι θα πρέπει να εντάξουμε το βιβλίο. Είναι μια περιοχή που έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και τη θεωρία της λογοτεχνίας, είναι η περιοχή του φανταστικού, η φανταστική λογοτεχνία.
Για το φανταστικό στη λογοτεχνία, τουλάχιστον στη ξένη βιβλιογραφία, έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Στη νεοελληνική λογοτεχνία η πρωτότυπη δημιουργία, εννοώ τα λογοτεχνικά έργα που να προσεγγίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το φανταστικό, είναι πολύ λίγα. Εξαιρετικά λίγα.
Επίσης, πολύ λίγες και σπάνιες είναι και κριτικές ή θεωρητικές προσεγγίσεις της έννοιας του φανταστικού.
Θα επιχειρήσω μια πρώτη προσπάθεια να προσδιορίσω το πλαίσιο αυτό παίρνοντας ως ερέθισμα τον υπότιτλο του βιβλίου που είναι «αλλόκοτα διηγήματα».
Όλες οι ιστορίες του βιβλίου ξεκινούν από ένα συμβάν το οποίο εκ πρώτης όψεως μοιάζει στον αναγνώστη εντυπωσιακά ασυνήθιστο. Αποκλίνει από τη νόρμα, από αυτό που θεωρούμε συνηθισμένο και γι’ αυτό είναι δυσεξήγητο. Έτσι δικαιολογείται με μια πρώτη ματιά ο υπότιτλος «αλλόκοτα διηγήματα».
Διαβάζοντας τις ιστορίες, το πρώτο πράγμα για το οποίο φυσιολογικά διερωτάται ο αναγνώστης – και αυτό συμβαίνει πάντα στη λογοτεχνία του φανταστικού – είναι αν το συγκεκριμένο συμβάν, συνέβηκε στ’ αλήθεια. Αν είναι δηλαδή πραγματικό ή αν είναι φανταστικό (όταν λέμε φανταστικό εννοούμε δημιούργημα της φαντασίας, όπως για παράδειγμα πλάσμα της φαντασίας είναι η παραίσθηση ή το όνειρο που βλέπει ένας χαρακτήρας ή ένας ήρωας).
Το πρώτο επομένως δίλλημα του αναγνώστη είναι αυτή η αμφισημία: «είναι πραγματική η ιστορία που διαβάζω ή είναι φαντασιακή;».
Σύμφωνα με το κλασσικό βιβλίο στη θεωρία της λογοτεχνίας, του Tzvetan Todorov «Εισαγωγή στη φανταστική λογοτεχνία», το φανταστικό διαρκεί όση ώρα διαρκεί αυτή η αμφισημία, η ταλάντευση που έχει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο, αν αυτό που διαβάζει είναι πραγματικό ή φανταστικό. Από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει τη μια ή την άλλη απάντηση (αν δηλαδή αυτό που διαβάζει συνέβηκε ή όχι στην πραγματικότητα) τότε το φανταστικό παύει να υφίσταται. Αν ο αναγνώστης αντιληφθεί ότι το αφηγούμενο συμβάν συνέβηκε στην πραγματικότητα, είναι αληθινό – τότε δεν υπάρχει φανταστικό.
Στην περίπτωση που – και αυτό συμβαίνει με τα διηγήματα του Ανδρέα - η αφήγηση υποβάλλει την εντύπωση στη συνείδηση του αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζουμε έχει συμβεί ή θα μπορούσε να είχε συμβεί στην πραγματικότητα, σταματά το φανταστικό. Μπαίνουμε δηλαδή σε μια διαδικασία εκλογίκευσης, εξορθολογισμού της ιστορίας. Αυτό κάνει ο αφηγητής, πολιορκεί το συμβάν προσπαθώντας να ερμηνεύσει λογικά, ορθολογικά αυτό που συνέβη.
Ο συγγραφέας ενός φανταστικού διηγήματος επιδίδεται πρώτα απ’ όλα σε ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη και προσπαθεί να συντηρήσει όσο γίνεται περισσότερο αυτή την αμφισημία για την οποία μίλησα προηγουμένως και παρατείνει όσο μπορεί αυτή την ταλάντευση του αναγνώστη.
Από αυτή την άποψη, εάν κρίνουμε τα διηγήματα και τους αφηγηματικούς τρόπους του Ανδρέα, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας παίζει πάρα πολύ καλά αυτό το παιχνίδι με τον αναγνώστη, το παιχνίδι της αληθοφάνειας της ιστορίας που διαβάζουμε. Δημιουργεί μια στρατηγική αμφισημίας και υποβολής στον αναγνώστη. Αυτή η στρατηγική της αμφισημίας επιτυγχάνεται με εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (ιστορίες μέσα στην ιστορία) δήθεν μαρτυρίες σε χειρόγραφα που χάθηκαν, αποσπάσματα από σελίδες ημερολογίων, μικροϊστορίες και παράλληλες εκδοχές. Πρόκειται δηλαδή για – όχι πρωτότυπα αλλά - σωστά χρησιμοποιημένα από τον συγγραφέα τεχνάσματα και τεχνικές που υποβάλουν την εντύπωση της πολλαπλότητας ή της συνθετότητας της πραγματικότητας.
Συνοψίζοντας, κάθε ιστορία του βιβλίου προκαλεί αρχικά αυτή την ταλάντευση στον αναγνώστη, την αμφιβολία. Από ένα σημείο και πέρα, αρχίζει να διαφαίνεται ότι το γεγονός που περιγράφεται είναι όντως όν, ότι συνέβηκε και αρχίζει μια προσπάθεια εξορθολογισμού του. Εδώ απαιτούνται κάποιες τεχνικές αληθοφάνειας τις οποίες και πάλι ο συγγραφέας φαίνεται ότι μπορεί να χειρίζεται επιδέξια.
Ποιες είναι αυτές οι τεχνικές αληθοφάνειας:
- Πρώτον η αναφορά σε υπαρκτά πρόσωπα όπως για παράδειγμα στο πρώτο διήγημα ο Αϊνστάιν.
- Δεύτερον η αναφορά σε πραγματικά γεγονότα λίγο ή πολύ οικεία στον αναγνώστη (όχι πολύ οικεία γιατί έτσι θα κατέστρεφε την αμφισημία και την υποβολή) όπως είναι για παράδειγμα το Πείραμα της Φιλαδέλφειας.
- Τρίτη τεχνική αληθοφάνειας την οποία χειρίζεται θαυμάσια είναι η αναφορικότητα του λόγου όταν για παράδειγμα παραθέτει τον τίτλο ενός βιβλίου (συγγραφέας, τόπος έκδοσης, εκδοτικός οίκος) με τη σχολαστικότητα ενός καταλογογράφου – βιβλιοθηκονόμου.
Από τη στιγμή που διαφαίνεται ότι το συμβάν που περιγράφεται συνέβηκε στην πραγματικότητα αρχίζει η διαδικασία της λογικής ερμηνείας, προσπαθούμε να βρούμε μια λογική εξήγηση. Σε αυτή την περίπτωση – για να επιστρέψω στη θεωρία της φανταστικής λογοτεχνίας – μπορούν να συμβούν δύο πράγματα:
α) το γεγονός να εξηγείται λογικά, να υπάρχει μια λογική εξήγηση με βάση τους οικείους νόμους ή
β) παρά το γεγονός ότι συνέβηκε (έχουμε πεισθεί για αυτό) παραμένει ανεξήγητο, δεν βρίσκουμε καμιά λογική εξήγηση.
Στη πρώτη περίπτωση λέμε σύμφωνα με τη θεωρία της λογοτεχνίας ότι βρισκόμαστε στη περιοχή του παράδοξου (είναι ασυνήθιστο, αποκλίνει αλλά έχει λογική ερμηνεία). Στη δεύτερη περίπτωση που κάτι συνέβηκε αλλά δεν υπάρχει λογική ερμηνεία βρισκόμαστε σε αυτό που οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ονομάζουν θαυμαστό.
Έχω την εντύπωση ότι τα «αλλόκοτα διηγήματα» του Ανδρέα ανήκουν στη περιοχή του παράδοξου. Εμφανίζονται ως αλλόκοτα, δηλαδή απομακρυσμένα από τα οικεία, σιγά σιγά όμως, μέσα από τη διασταύρωση πληροφοριών που μας δίνει ο συγγραφέας, εξορθολογίζονται.
Είναι σωστή η λέξη «αλλόκοτα διηγήματα»; Ετυμολογικά η λέξη «αλλόκοτο» ανακαλεί το παράξενο και το δυσερμήνευτο. Το δεύτερο όμως συνθετικό, η αρχαιότατη λέξη «κότος» ανακαλεί και την έννοια του τρομακτικού του παράδοξου (το αλλόκοτο έχει αυτό το στοιχείο μέσα). Από αυτή την άποψη αρχίζω να έχω κάποια αμφιβολία. Πιστεύω δηλαδή ότι ο Ανδρέας Καπανδρέου δεν είναι ένας αλλοκοτογράφος αλλά ένας παραδοξογράφος συγγραφέας.
Και κάτι σχετικό με τη γλώσσα. Συζητώντας το βιβλίο με διάφορους φίλους και ανθρώπους που διαβάζουν και αγαπούν τα βιβλία είπαν ότι τους άρεσε το βιβλίο αλλά η γλώσσα είναι λίγο πεζή, δεν είναι λογοτεχνική. Συμφωνώ. Η αφηγηματική γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, είναι μια γλώσσα αναφοράς. Προσωπικά όμως πιστεύω ότι αυτό καταγράφεται στα θετικά του βιβλίου. Θεωρώ ότι είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία στα οποία επιτυγχάνει αφηγηματικά ο συγγραφέας. Ο λόγος του συγκεκριμένου είδους, του παραδοξογραφήματος, έτσι πρέπει να είναι. Αναφορικός, αληθοφανής και οικείος γιατί όπως είπαμε ο συγγραφέας επιδίδεται σε ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη. Γνωρίζουμε ότι η αλληγορία και η ποιητικότητα καταστρέφει τη συνθήκη της αληθοφάνειας η οποία αληθοφάνεια είναι αναγκαία για να προκληθεί αυτή η αμφιβολία στον αναγνώστη, η αμφισημία για την οποία μίλησα στην αρχή. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θεωρώ ότι αυτή η πεζότητα, η αναφορικότητα που χαρακτηρίζει τον λόγο όπως ρέει είναι όπως σας είπα ένα από τα θετικά σημεία του βιβλίου. Τουλάχιστον εγώ έτσι το εκλαμβάνω, ως αρμόζων, στο συγκεκριμένο είδος στο οποίο γράφει ο Ανδρέας Καπανδρέου.
*Απομαγνητοφώνηση από την παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στις 19/05/2011 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου