Στο εισαγωγικό της σημείωμα στο βιβλίο "Η παράξενη Ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλες ιστορίες", η φιλόλογος - συγγραφέας - κριτικός λογοτεχνίας Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή αναφέρεται στη Φανταστική Λογοτεχνία αλλά και στο ίδιο το βιβλίο:
Καπανδρέου, Ανδρέας. Η παράξενη Ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα. Αθήνα: Συμπαντικές Διαδρομές, 2019
Αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα:
Καπανδρέου, Ανδρέας. Η παράξενη Ιστορία του Ευριπίδη Παπαδόπουλου και άλλα διηγήματα. Αθήνα: Συμπαντικές Διαδρομές, 2019
Αυτούσιο το εισαγωγικό σημείωμα:
Η φαντασία στη δημιουργική έκφανση των πραγμάτων δεν
είναι η αναίρεση ή και ακόμη η ευθύγραμμη προέκταση της πραγματικότητας, αλλά η
οπτική της υπερβασιακής της διάστασης υπό την έννοια της ανατρεπτικής
μεταστοιχείωσης και της μυθοπλαστικής της εκδοχής, που μπορεί να ενέχει την
προοπτική μιας παρθενογένεσης. Δεν είναι τουτέστιν ο παραμορφωτικός καθρέφτης
αλλοιωμένων ειδώλων και η διαθλαστική εκτροπή θέασης των φυσικών ή συμβατικών
φαινομένων, παρά η ευρηματική επινόηση ενός άλλου σύμπαντος στον κόσμο της
εικαστικής αναπαράστασης είτε εν προκειμένω της λογοτεχνικής φαντασιακής
αποτύπωσης. Τόσο εντέχνως πειστικής μάλιστα που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια
μεταξύ υπαρκτού ή φυσιο-λογικού και φαινομενικά ανύπαρκτου ή παράλογου,
νοουμένου ότι το υπερφυσικό όραμα και η μεταφυσική ενόραση δεν είναι
απαραιτήτως η αφύσικη όψη μιας υλικής υπόστασης ούτε η φασματική ψευδαίσθηση
μιας εμμονικής δοξασίας. Απεναντίας, η υπερφυσική ή και μεταφυσική αυτή
προσληπτικότητα ενός ευφάνταστου αναπαραγωγικού νου και ενός μετα-ποιητικού
ψυχισμού, που γειτνιάζει με τη σφαίρα της υπερρεαλιστικής έμπνευσης και
αντανακλά εκλάμψεις του μαγικού ρεαλισμού, αποδεικνύεται ενίοτε άκρως προφητική
αδιανόητων ανακαλύψεων και επιστημονικών προσέτι εφευρέσεων.
Γνωστά τα παραδείγματα από τις παράδοξες κοσμογονικές
αντιλήψεις της αρχαιοελληνικής και παγκόσμιας μυθολογίας μέχρι τις ορθολογικές
οντολογικές ερμηνείες των φυσιοκρατικών φιλοσόφων· προσέτι, από τον Όμηρο, τον
Ησίοδο και τον Αριστοφάνη και από τον Λουκιανό, τον Δάντη και τα λαϊκά
παραμύθια έως μιαν πλειάδα μεταγενέστερων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που με
την πρωτοτυπία της γόνιμης σύλληψης και
της οργιώδους φαντασίας των έργων τους προηγήθηκαν των διαστημικών ταξιδιών,
των επιτευγμάτων σε πολλαπλά πεδία του επιστητού και των υπερσύγχρονων
τεχνολογικών εφαρμογών. Στην Οδύσσεια ήδη συναντούμε τη λεπτομερή περιγραφή των
θαυμαστών νοοκίνητων αντιβαρυτικών πλοίων των «αγχίθεων» Φαιάκων, που έχοντας «νοήματα και φρένας ανδρών», ήτοι τεχνητή
νοημοσύνη και ένα είδος «σκληρού δίσκου» γεωγραφικών δεδομένων, ήξεραν να
πετούν «σαν τα πουλιά ή σαν τη σκέψη». Η ιδέα του αεροπλάνου δεν παραπέμπει
μόνο στον Δαίδαλο και τον Ίκαρο της ελληνικής μυθολογίας αλλά και στους
Αριστοφανικούς ήρωες. Στους Όρνιθες ο
Πεισθέτερος και ο Ευελπίδης μεταναστεύοντας από την Αθήνα πετούν διά μέσου του
δάσους πάνω σε πουλιά, με σκοπό να ιδρύσουν την Νεφελοκυκκυγία, ενώ στην Ειρήνη ο Τρυγαίος ανεβαίνει στον Όλυμπο
πάνω στο σκαθάρι του. Μπορεί επίσης
ο Ιούλιος Βερν να κατέβηκε Είκοσι χιλιάδες
λεύγες κάτω από τη θάλασσα και να είδε τον μυστηριώδη ωκεάνειο βυθό, μπορεί η προσελήνωση των Αμερικανών να
πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’60 και ο διάσημος συγγραφέας επιστημονικής
φαντασίας Άρθουρ Κλαρκ να έγραψε το 2001 την Οδύσσεια του Διαστήματος, ο Λουκιανός
όμως πριν από 1850 χρόνια στην Αληθή ιστορία
του όχι μόνο έφτασε νοερά με το αερόπλοιό του στη Σελήνη, που παρουσιάζει
κατοικημένη από αλλόκοτα όντα, αλλά και περιγράφοντας τον διαστημικό οικισμό
που του έδωσε το όνομα Λυχνόπολις, εξαγγέλλει προδρομικά τη μελλοντική ίσως
μετοίκηση σε σεληνιακά και άλλα πλανητικά τοπία.
Και δεν είναι μόνο στους Πόε, Όργουελ, Κάφκα, Μπόρχες,
Στήβενσον, Χάξλεϊ, Κασάρες, Λάβκραφτ, Τόλκιν, καθώς και στους
εμπορευματοποιημένους Κινγκ και Ρόουλινγκ που το ανορθολογικό θριαμβεύει
απέναντι στο ορθολογικό, το «αναρχικά» απίθανο εκτοπίζει το πιθανό ενδεχόμενων
συγκυριών και το εξωπραγματικό εισβάλλει στην επικράτεια του πραγματικού, αλλά
και σε πολλούς Έλληνες συγγραφείς. Από τους παλαιότερους, για να μην
αναφερθούμε σε πληθώρα νεότερων ονομάτων, ο Παπαδιαμάντης εγγράφει σε πολλά
διηγήματά του σκηνές μεταφυσικού δέους από υπερφυσικές εκδηλώσεις, οραματισμούς
και υπερκόσμια οράματα, ανθρωπόμορφες οπτασίες και συνέργειες θείας χάριτος και
χριστιανικής πίστης για την επιτέλεση θαυμάτων. Στο μοναδικό του διήγημα «Εις
το φως της ημέρας» ο Καβάφης ζωντανεύει επεισοδιακές εικόνες ψυχοδραματικού
θρίλερ, απηχώντας το κλίμα της φανταστικής διηγηματογραφίας, σύμφωνα με τις
θεωρητικές ορίζουσες τού Τodorov.
Ωστόσο, επί των ημερών μας το εν πολλοίς
παραμελημένο αυτό είδος έχει αναβαθμιστεί στη συνείδηση των συγγραφέων και των
αναγνωστών και κάτω από την έμπρακτη αποφθεγματική παρώθηση του Μάκη Πανώριου,
κατά διασκευή της ρήσης του Ρήγα: «Όποιος ελεύθερα φαντάζεται, φαντάζεται
καλά». Εκτός από τη συγγραφική του πολυβραβευμένη συνεισφορά στη διάδοση της εν
λόγω λογοτεχνίας, η εξάτομη ανθολογία του Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα
περιέχει πλειάδα ελληνικών διηγημάτων της φανταστικής λογοτεχνίας από τα πρώτα
μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Σε μια συγκριτολογική ωστόσο αποτίμηση η
θεματική του σύγχρονου φανταστικού διηγήματος δεν εμπνέεται τόσο, όπως σε
προηγούμενες εποχές, από τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, αλλά το
ενδιαφέρον της εστιάζεται κυρίως στις αρνητικές συνέπειες από τη θηριώδη
κατάχρησή τους, στην οικολογική καταστροφή και στους απάνθρωπους ρυθμούς ζωής.
Αντί των διαπλανητικών ταξιδιών προτιμά την εξερεύνηση στο εσωτερικό ανθρώπινο
σύμπαν, φωτίζοντας τα υπαρξιακά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Έτσι, η
αναζήτηση του παράδοξου και του εξωγενούς δεν συνδέεται πλέον με τους μακρινούς
άγνωστους ορίζοντες μιας φαντασιακής περιπέτειας, αλλά αντικαθίσταται από τις
αδιέξοδες διαδρομές στον ερμητικό λαβύρινθο και τις παρανοϊκές παλινδρομήσεις
της μοναξιάς και του ατομικισμού, της τραγικής αλλοτρίωσης, καθώς και της
απώλειας ταυτότητας μέσα στον απάνθρωπο, παράλογο και απρόσωπο κόσμο της
σημερινής παγκοσμιοποίησης. Εξ ου, η παρωδία και η σάτιρα μετασχηματίζονται με
αυτοσαρκασμό πικρών υπαινιγμών για την έλλειψη συνύπαρξης σε μιαν κοινωνία
προσώπων και αληθινού νοήματος ζωής.
Στους καιρούς μας, επισημαίνει ο Πανώριος, «το κύριο χαρακτηριστικό της
φανταστικής λογοτεχνίας είναι η μελαγχολία».
Τα ανησυχητικά, επομένως, αυτά βιώματα δεν θα
μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορες τις συγγραφικές προσλαμβάνουσες του Ανδρέα
Καπανδρέου, ο οποίος έχει ασχοληθεί συστηματικά με διάφορα είδη της φαντασιακής
λογοτεχνίας, ειδικότερα μέσα από μια μεταιχμιακή αμφίδρομη σχέση μέθεξης
πραγματιστικών είτε ιστορικών συμβάντων και φανταστικών δρώμενων
μυθιστορηματικής πλοκής, υποβλητικής περιγραφικής αφήγησης και σκηνικής ζωηρής
αναπαράστασης. Του λόγου το αληθές επιμαρτυρούν τα βιβλία του, όπως προϊδεάζουν
και οι σχετικοί τίτλοι των διηγημάτων του
Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν: αλλόκοτα διηγήματα (2010), Ο γιος της μάγισσας: αλλόκοτες ιστορίες (2012), του μυθιστορήματός του Ο μυστικός σύντροφος του Ρήγα: η άγνωστη μαρτυρία του Ιωάννη Καρατζά (2016) και
της ποιητικής του συλλογής Το τέλος της Χιονάτης (2017). Πιστός στο επιγραμματικό μανιφέστο της λογοτεχνίας του
φανταστικού, που θέτει εκ παραλλήλου και η υπερλογοτεχνία της τεχνολογίας, «Πώς
θα ήταν αν…», σκηνοθετεί τις ιστορίες του της παρούσας έκδοσης, και πάλι από τις
«Συμπαντικές Διαδρομές», απαντώντας στο
θεμελιώδες ερώτημα της αναμέτρησης του πεπερασμένου ανθρώπου με τον απέραντο
άγνωστο κόσμο του ονειρικού υποσυνείδητου και της ευφάνταστης αντισυμβατικής
διαφορετικότητας. Η μετουσίωση πτυχών του περιβάλλοντος χώρου και η παράταση ή
το σταμάτημα στο αδιάσπαστο διηνεκές ενός κατακερματισμένου χρόνου, η αναδόμηση
θραυσμάτων του θρυμματισμένου κόσμου και η μετάπλασή του με τους άυλους
συνειρμούς ή τους φαντασιακούς αρμούς μιας άλλης ιδεατής πραγματικότητας
συνιστούν τις αεικίνητες αναζητήσεις του συγγραφέως. Μέσα από μια λιτή ρέουσα
γραφή, χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς ή ακατανόητα φραστικά σχήματα, στήνει το
σκηνικό της διηγηματικής του πλοκής και της ανύποπτης ανέλιξής της,
αναδεικνύοντας εξόχως ελκυστική την ενδιαφέρουσα ιστορία της αφήγησής του.
Ξεκινώντας από καθημερινά στιγμιότυπα και άλλοτε έχοντας αφετηρία μυθικά
δρώμενα ή ιστορικά γεγονότα, τα οδηγεί με τη μέθοδο του εναγώνιου μετεωρισμού
(σασπένς) στη διαγραφή άλλων παράλληλων ή επάλληλων κύκλων είτε στον αιφνιδιασμό
μιας αναπάντεχης έκβασης. Εννοείται ότι οι διαδραστικοί άξονες των χαρακτήρων
και των αφηγηματικών συμφραζομένων εκπέμπουν με εύληπτη αμεσότητα μηνύματα
μεταφορικών συμβολισμών και αλληγορικών προκλήσεων, πυροδοτώντας το έναυσμα
διαχρονικών προβληματισμών και καίριων επισημάνσεων για το τι μέλλει γενέσθαι
σε έναν αυριανό απρόβλεπτο κόσμο.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο διήγημα «Η παράξενη ιστορία
του Ευριπίδη Παπαδόπουλου», που δανείζει τον τίτλο στη διηγηματική συλλογή, η
ονοματεπώνυμη σύσταση του κεντρικού προσώπου, που συστοιχεί με μια ρεαλιστική
καθημερινότητα, θέτει εκ προοιμίου την απορία της παράξενης ιστορίας του. Στην
αρχή επίσης της αφήγησης ο συγγραφέας μάς κλείνει υπαινικτικά το μάτι για το
δύσκολο ζήτημα της διηγηματικής γραφής, που απαιτεί την έμπνευση μιας
ενδιαφέρουσας πλοκής, της συνεκτικής της δομής και της εύστοχης διαχείρισης των
χαρακτήρων. Συμπρωταγωνιστώντας με τους ήρωές του, τον Ευριπίδη και τη Μαίρη,
σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που διανθίζεται με πνευματώδες χιούμορ, αποδεικνύεται
οιονεί «συγγραφικός» αυτουργός του εγκλήματος που διαπράττει ο Ευριπίδης,
ενοχοποιώντας τον για τη δολοφονία της γυναίκας του, ενώ εν τέλει συλλαμβάνεται
ο ίδιος και εγκλείεται σε ψυχιατρικό θάλαμο. Εκεί όπου δίνει την τροπή της
υπόθεσης, παρουσιάζοντας τον Ευριπίδη να αυτοτραυματίζεται μέχρι θανάτου. Ο
συγγραφέας μέσα από την «αιματηρή» αυτή ιστορία, που ανακινεί το ζήτημα της
συγγραφικής προβληματικής, προφανώς συμπάσχει με τον ήρωά του με την από κοινού
διάπραξη του συζυγικού φόνου, αλλά και αποδίδοντάς του τα ελατήρια και τις
συνέπειες της πράξης, αναδεικνύει με την αποπεράτωση της «παράξενης ιστορίας»
την απεξάρτησή της από τον συγγραφέα στην αντικειμενικότητα της αυτοτέλειάς
της.
Το δεύτερο διήγημα, συνυφαίνοντας με το εύρημα της ακινητοποίησης του χρόνου τη
φαντασία και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, πραγματεύεται το θέμα της
διαφθοράς και της καταπάτησης κάθε έννοιας ηθικής από τα αδίστακτα πάθη των
ανθρώπων στην αλληγορική τους διαχρονία.
Στα επόμενα τρία διηγήματα, που εμπνέονται αντιστοίχως από την ιστορία
και τον θρύλο, ήτοι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, τον Τρωικό πόλεμο και την
αναμέτρηση του Ονήσιλου με τους Πέρσες αλλά και τα μηδίσαντα κυπριακά βασίλεια,
οι ανατρεπτικές συγγραφικές παρεμβάσεις διαφοροποιούν και αντιστρέφουν τα γεγονότα,
ανασυνθέτοντας σε φαντασιακό επίπεδο μιαν άλλη εκλογικευμένη καταγραφή τους.
Οι χωματάνθρωποι ενός αριστοτεχνικού διηγήματος με
Καφκικές προδιαγραφές, που ζώντας στα βάθη των αιώνων και της γης είναι οι
ενταφιασμένοι υπηρέτες των νεκρών βασιλικών αρχόντων τους, που μετενσαρκώθηκαν
σε ανθρωπόμορφα τέρατα, εξέρχονται από τις δαιδαλώδεις υπόγειες κατοικίες τους,
για να απαγάγουν από την κατασκήνωση το δεκαεξάχρονο αγόρι, κατασπαράσσοντας
και κανιβαλίζοντάς τον. Παραθέτω προλογικά ένα εντυπωσιακό δείγμα της
μυθοπλαστικής επίνοιας, για να καταδειχθεί η αξιοποίηση κάποιου σχετικού
ευρήματος της αρχαιολογικής σκαπάνης με τον συγγραφικό τρόπο του Καπανδρέου: «Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τον χώρο
έδειχναν και αυτοί εντυπωσιασμένοι. Μιλούσαν για ασύλητο βασιλικό τάφο
τεράστιας ιστορικής αξίας. Ο σκελετός που βρέθηκε μέσα σε χρυσή πανοπλία
πιθανολογήθηκε ότι ανήκε σε κάποιο βασιλιά-πολεμιστή της περιοχής. Με τη μέθοδο
της ραδιοχρονολόγησης υπολόγισαν την ηλικία των οστών στα 2500 χρόνια. Σύμφωνα
με τα ευρήματα, οι αρχαιολόγοι υποστήριξαν ότι ο βασιλιάς τάφηκε μαζί με τα
κτερίσματα και τα προσωπικά του
αντικείμενα, αλλά και τους εν ζωή υπηρέτες του, οι οποίοι ενάντια σε κάθε
λογική πιθανότητα επέζησαν και προσαρμοσμένοι στο νέο περιβάλλον κατάφεραν να
αναπαραχθούν, δημιουργώντας τον δικό τους εντάφιο πολιτισμό!».
Αντικείμενο έμπνευσης άλλων διηγημάτων σε μια πρωτεϊκή
μεταμόρφωση κομβικών υπαρξιακών σημείων, που διαδραματίζονται στον γήινο και
υπεργήινο φαντασιακό χωροχρόνο, αποτελούν η εξερεύνηση του διαστήματος και το
ταξίδι στον χωροχρόνο, που παραπέμπουν στη θεωρία της σχετικότητας του
Αϊνστάιν, οι παραισθήσεις μετά από σοβαρά τροχαία δυστυχήματα, τα υποθετικά
διλήμματα του πρωτόπλαστου ανθρώπου σε αλληγορική συνάρτηση με την Π.Δ., η
προφητεία των Μάγιας για το τέλος του κόσμου και η θυσία της Ιφιγένειας, η
αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής λόγω της ιατρικής προόδου, της γήρανσης του
πληθυσμού αλλά και μιας υποθετικής αιωνόβιας ζωής στο μέλλον, η τύχη του τελευταίου επιζώντος με την
εισβολή των μυθολογικών τιτάνων στη γη. Δεν παραλείπεται επί πλέον εξ αφορμής
της πρόσφατης τρομοκρατίας ο τυφλός φανατισμός των πολεμιστών του Ισλαμικού
Κράτους, όπως συνεκδοχικά σκιαγραφείται εδώ η ζωή και ο θάνατος ενός
χαρακτηριστικού εκπροσώπου τους. Ο συγγραφέας μας αλλού υπηρετεί και την
σατιρογραφία του φανταστικού. Με ευτράπελο πνεύμα η «Κουνουπομαχία», τίτλος που
ανακαλεί με άλλους όρους στρατηγικής την Ψευδο-Ομηρική παρωδιακή
«Βατραχομυομαχία», συνιστά «τον απόλυτο οδηγό καταπολέμησης των κουνουπιών»,
όπως συμβουλεύει το οπισθόφυλλο του βιβλίου, πλην όμως, τονίζεται, πρέπει να
συνεχιστεί ο αγώνας κατά των ενοχλητικών και αφαιμακτικών αυτών εντόμων!
Ωστόσο, ο Ανδρέας Καπανδρέου, ως ex officio βιβλιοθηκονόμος, εκ συνειδήσεως φανατικός βιβλιόφιλος και εκ
πεποιθήσεως κατά συνέπειαν προστάτης των βιβλίων, επιστεγάζει τη συλλογή
διηγημάτων του με το αφήγημά του «Άσυλο κατατρεγμένων βιβλίων». Σε ένα
διαφωτιστικό οιονεί μνημόσυνο κατηγοριοποιεί κατά θεματική ταξινομία του
«απρεπούς» περιεχομένου τους τα «καταραμένα» βιβλία, που κατά καιρούς
απαγορεύτηκαν, αναθεματίστηκαν ή στάληκαν στην πυρά από πολιτικές είτε
εκκλησιαστικές αρχές. Το ακροτελεύτιο κείμενο εν τέλει, που δεν εμπίπτει στη
σφαίρα του φανταστικού αλλά στην πραγματικότητα μιας επώδυνης αθλιότητας,
αναπέμπει ύμνο δοξαστικό προς το βιβλίο. Γιατί χωρίς το βιβλίο πώς θα γράφονταν
οι έντυπες ή και ηλεκτρονικές σελίδες, που αφηγούνται ιστορίες, όπως αυτές που
μας δίδει ο αγαπητός Ανδρέας Καπανδρέου με την ευφάνταστη δημιουργική του
γραφίδα;
Χρυσόθεμις
Χατζηπαναγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου