Στο βιβλίο της με τίτλο «Σκιαμαχία»
η Μαρία Κούβαρου καταθέτει σε ένα ερωτικό ψυχογράφημα, την ιστορία Εκείνης και
Εκείνου οι οποίοι έζησαν ένα «σχεδόν» έρωτα, μια «σχεδόν» αγάπη που όμως κατέληξε
σε έναν πραγματικό και οδυνηρό χωρισμό.
Διαπραγματεύεται την
αιώνια μάχη μεταξύ του ζευγαριού, τη μάχη μεταξύ δύο σκιών (Σκιαμαχία), αφού για πολλούς η
ερωτική σχέση (και ο γάμος) δεν είναι τίποτε άλλο από έναν πόλεμο για το ποιος
θα επιβληθεί και ποιος θα επιβιώσει. Η συγγραφέας μας θυμίζει ότι στην ερωτική
σχέση δεν υπάρχει ισοτιμία. Η σχέση μεταξύ δύο εραστών μοιάζει με την τραμπάλα.
Πότε ό ένας είναι πάνω και πότε ο άλλος. Πολύ σπάνια μπορούν και οι δύο να
είναι στο ίδιο ακριβώς ύψος και αν ακόμα και αυτό συμβεί θα είναι μόνο για
κάποια δευτερόλεπτα. Για μια στιγμή μέχρι ο ένας να ανέβει ξανά πιο ψηλά επειδή
ο άλλος έδωσε περισσότερα στη σχέση προκειμένου να τον ανεβάσει.
Δοσμένες με φιλοσοφική
διάθεση οι παράμετροι της ιστορίας (η μοναξιά, η αυτονομία, οι ανθρώπινες αδυναμίες, η
δυσκολία του να βρεις τις ισορροπίες μιας σχέσης, η ιδιοτελής αγάπη, το
δικαίωμα της επιλογής, η προδοσία, ο χωρισμός) έχουν τελικά μεγαλύτερη βαρύτητα
από την ίδια την πλοκή αυτής καθαυτής της ερωτικής ιστορίας. Οι απόψεις της αφηγήτριας
μπερδεύονται με αυτές της πρωταγωνίστριας (Εκείνης) αφήνοντας συχνά την υπόνοια
ότι και η ίδια η Συγγραφέας ταυτίζεται
με τις άλλες δύο.
Με κάποιες από τις καταστάσεις
που περιγράφει η Κούβαρου στο βιβλίο της, σίγουρα θα ταυτιστεί και ο αναγνώστης.
Κάποιες από αυτές θα του θυμίσουν δικές του εμπειρίες ενώ για κάποιες άλλες θα
αναρωτηθεί, τι θα γινόταν αν ο ίδιος ο δικός του σύντροφος αντιδρούσε/συμπεριφερόταν
διαφορετικά.
Σε μερικά σημεία η
συγγραφέας είναι «εκνευριστικά» αποκαλυπτική και εύστοχη:
«Μέσα τους ξέρανε και οι δύο ότι κανείς δεν ήταν για τον
άλλον αυτό που θέλανε να είναι. Το ήξεραν αλλά συνέχισαν να βρίσκουν ο ένας στον
άλλον ένα υποκατάστατο. Και οι δύο φθάρηκαν στην πορεία, ταλαντευμένοι ανάμεσα
στην καταστροφικότατα και την αυτοκαταστροφή, τη δύναμη και την αδυναμία, τον
εθισμό στο μη αρκετό και στην απώθηση από το «σχεδόν»».
Γράφει για την αμφιβολία
και την αναποφασιστικότητα να τερματίσεις μια σχέση:
«…δεν μπορείς στα αλήθεια να αφήσεις κάποιον αν δεν
ξέρεις αν τον αγαπάς. Γιατί αν αγαπάς κάποιον μένεις για να του προσφέρεις την
αγάπη σου. Αν αυτό δεν δουλεύει, όμως η αγάπη παραμένει, τότε απλώς φεύγεις
γιατί τον αγαπάς αρκετά ώστε να μην θέλεις να τον πληγώνεις με την παρουσία
σου. Αν δεν ξέρεις, όμως, αν τον αγαπάς τι γίνεται; Αν τον αγαπάς σχεδόν; Αν τον αγαπάς κατά προσέγγιση; Αν αγαπάς μονάχα τον τρόπο που σε
κάνει να αισθάνεσαι; Αν αγαπάς
την ιδέα της πιθανότητας να αγαπούσες;
Αν αγαπάς την πιθανότητα να σε αγαπούσε εκείνος;»
Η συγγραφέας περιγράφει με
πολύ παραστατικό τρόπο την κοινή πορεία ενός ζευγαριού αλλά και την αυτονομία
που χρειάζεται κάθε άτομο ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά δίπλα σε ένα
άλλο…:
«Λένε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να είναι ολοκληρωμένος για
να μπορεί να προχωρήσει σε μια υγιή επαφή με έναν άλλον άνθρωπο. Κανένας δεν μας
προειδοποιεί όμως για τις περιπτώσεις όπου η ανεπάρκεια του ενός εμπλεκομένου
μπορεί να ταράξει συθέμελα την πληρότητα του άλλου. Δεν μας λένε ότι από τις δύο
περιπτώσεις είναι η ημιτελής που αποτελεί την κραταιή, και ότι στην προσπάθεια
να βοηθήσουμε κάποιον να βρει την ολοκλήρωσή δίνουμε όλο και περισσότερο από
τον εαυτό μας, χάνοντας μέρη από την ολοκλήρωσή μας, διαλύοντας αγώνες ετών,
πολέμους με φαντάσματα και πάλες με δαίμονες»
«Δεν μπορείς να ταξιδέψεις
στα κύματα με κάποιον άλλον άνθρωπο έχοντας την ίδια ορμή. Απλούστατα γιατί και
οι δύο βλέπετε με διαφορετικό βλέμμα την ακτή. Έτσι, πρέπει το ταξίδι να
γίνεται με αυτονομία. Ακόμα και αν γίνεται με παρέα, το κάθε μέλος πρέπει να
μπορεί να ταξιδέψει και μοναχό. Αλλιώς ο ένας κουβαλάει τον άλλον και το ταξίδι
γίνεται βασανιστήριο. Και τι σημαίνει
αυτονομία; Το να
είσαι άνετος με τον εαυτό σου, να έχεις αυτοπεποίθηση παρά την επίγνωση των
αδυναμιών σου, να είσαι ο εαυτός σου ακόμα και αν δίπλα σου έχεις κάποιον άλλον
άνθρωπο, να μην ανατοποθετείσαι για να χωρέσεις στο καλούπι που σου έχει
φτιάξει ανάλογα με τα δικά του μάτια»
Στις σχέσεις αλλά και στον
χωρισμό δεν είναι όλα μαύρα αφού η Κούβαρου, με λυρική διάθεση δίνει και ένα
τόνο αισιοδοξίας:
«Η ομορφιά μπορεί να βρεθεί στα μέρη εκείνα όπου η κάθε απόχρωση
της σκιάς μιλάει δυνατότερα από κάθε αντίο»
Παρόλο που η αφηγήτρια δηλώνει
αναρμόδια να δώσει συμβουλές «αφού και η ίδια απέτυχε με τον δικό της «σχεδόν
Εκείνο»», η ιστορία εξελίσσεται σε ένα δοκιμιακό οδηγό επιβίωσης σε μια σχέση (και
ειδικά σε ένα χωρισμό) παρέχοντας τελικά κάποιες κατευθυντήριες γραμμές:
«Έχουμε δικαίωμα επιλογής. Επιλέγουμε να μείνουμε ή να
φύγουμε. Και, ναι, ίσως να μην έχουμε τη δύναμη να επιλέξουμε ποιον θα
ερωτευτούμε, αλλά σίγουρα μπορούμε να επιλέξουμε να τον εγκαταλείψουμε αν
αποδειχθεί ότι αυτός ό έρωτας δεν μας ταιριάζει…
…Αλήθεια, πότε πρέπει να αποχωρήσεις; Μέσα στην τωρινή ασφάλεια, μπορώ
μονάχα να πω ότι είναι καλύτερα να αποχωρήσεις μόλις η πρόθεση για αποχώρηση
πρωτοεμφανιστεί. Αν έρπεται η σκέψη στο μυαλό σου, τότε η σωστή γραμμή είναι
σήμερα, απλούστατα γιατί η ζωή συμβαίνει τώρα και το αργότερα δεν είναι παρά
μια παγίδα»
Η λύτρωσή και η πραγματική απελευθέρωση μετά από έναν
χωρισμό, έρχεται σύμφωνα με τη συγγραφέα με το κάψιμο της γέφυρας που σε ενώνει
με τον άλλο. Την φωτιά όμως την ανάβεις όταν είσαι πλέον σίγουρος, όταν είσαι
καλά και όταν ξέρεις ότι δεν έχεις πλέον ανάγκη τον άλλο…
(Αν και καμιά
φορά, σύμφωνα με τη δική μου φιλοσοφία, πρέπει να ανατινάξεις τη γέφυρα όχι
όταν είσαι καλά, αλλά προκειμένου να γίνεις καλά)!
Κάποιοι θα συγκλονιστούν
από τις αλήθειες της Κούβαρού, κάποιοι ίσως θυμώσουν ή αγχωθούν. Όλοι όμως θα
παραδεχτούν ότι η συγγραφέας μας δίνει ένα πολύ καλογραμμένο βιωματικό* κείμενο
που θα προβληματίσει στα θέματα των ερωτικών σχέσεων.
*Βιωματικό – αυτό το διευκρίνισα
συζητώντας με την ίδια τη συγγραφέα – όχι από την άποψη του ότι βίωσε κατ’ ανάγκη
ή ίδια όλες τις εμπειρίες και τα συναισθήματα που καταγράφει. Κάποιές από αυτές
τις είναι βγαλμένες μέσω της παρατήρησής της για την εξέλιξη των ερωτικών σχέσεων
στο κοντινό της περιβάλλον.
Από το οπισθόφυλλο
Αυτός
είναι ο υπέρτατος τζόγος. Ο τζόγος του εγωισμού που δεν σε αφήνει να βγεις από
το παιχνίδι. Εκείνη στοιχημάτιζε λίγο ακόμα, περιμένοντας ότι το ζάρι θα
γυρίσει. «Δεν μπορώ να μείνω με το τίποτα όσο εκείνος έχει πια αρκετά και για
τους δύο» μου είπε ένα βράδυ. Και έτσι πόνταρε σε Εκείνον λίγο ακόμα –και αυτό
και μετά φεύγω–και μετά λίγο παραπάνω–αυτό είναι το τελευταίο στα σίγουρα– και
λίγο ακόμα. Έπαιξε όσα είχε, έπαιξε τα ρέστα, έπαιξε τα δανεικά που είχε
κρατήσει από το παρελθόν της και μετά, όταν έμεινε με το τίποτα, όταν έμεινε
γυμνή και χρεοκοπημένη στο σταυροδρόμι, έκανε το πρώτο της βήμα προς μια
καινούργια αρχή. Ναι. Σήμερα Εκείνη έφυγε. Δεν ήταν έκπληξη για μένα. Ίσα ίσα
που το περίμενα.
*Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Λάρνακα, η Μαρία Κούβαρου είχε
ανέκαθεν δύο μεγάλες αγάπες: τη μουσική και τη λογοτεχνία. Με τη μουσική
ασχολήθηκε από μικρό παιδί, μπαινοβγαίνοντας σε Ωδεία και Πανεπιστήμια.
Σπούδασε Μουσικολογία στην Κέρκυρα και αργότερα μετέβηκε στο Durham για να
συνεχίσει τις σπουδές της στον τομέα της Αισθητικής της Μουσικής (popular
music). Αφού πήρε το Μάστερ και το Διδακτορικό της επέστρεψε στην Κύπρο και
πλέον είναι μέλος της αρχισυντακτικής ομάδας του Aegis rock and metal magazine
στο οποίο και αρθρογραφεί. Ταυτόχρονα συνεχίζει τις δραστηριότητές της ως
τραγουδοποιός, στιχουργός, και ερμηνεύτρια σε τραγούδι και πιάνο. Γράφει
ακατάπαυστα από μικρό παιδί και το 2017 συνειδητοποίησε ότι ίσως έφτασε ο
καιρός να βγάλει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της από το συρτάρι όπου και
ασφυκτιούσαν… Από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές κυκλοφορούν επίσης οι δύο
της ποιητικές συλλογές, «Η Γέννηση της Σκύλας» και «Ταξίδια Στασιμότητας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου