Η
Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου (ΕΛΚ) πραγματοποίησε παρουσίαση του βιβλίου του
Κυριάκου Στυλιανού «Μια ζωή» στο ισόγειο κτήριο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του
Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου. Κύριος παρουσιαστής ήταν ο συγγραφέας –
βιβλιοθηκονόμος Ανδρέας Καπανδρέου.
Μια ζωή: πέντε διηγήματα για
ένα θέμα / Κυριάκος Στυλιανού. Λευκωσία: [χ.ο.], 2015.
Η παρουσίαση του
Ανδρέα Καπανδρέου
Βρίσκομαι σήμερα εδώ για να σας μιλήσω για το τελευταίο
βιβλίο του Κυριάκου Στυλιανού που έχει τον τίτλο «Μια ζωή» και τον επεξηγηματικό
υπότιτλο «πέντε διηγήματα για ένα θέμα».
Πριν ξεκινήσω, όμως, την παρουσίαση του συγκεκριμένου
βιβλίου κρίνω σκόπιμο να κάνω μια σύντομη εισαγωγή αναφέροντας κάποια στοιχεία
για τον ίδιο τον συγγραφέα αλλά και για την προηγούμενη του συγγραφική δουλειά.
Με αυτό τον τρόπο θεωρώ ότι θα αποκτήσουμε μια σφαιρικότερη εικόνα τόσο για τον
ίδιο τον συγγραφέα όσο και για το έργο του.
Γνώρισα τον Κυριάκο το 2010 όταν εκείνη τη χρονιά έτυχε
να εκδώσουμε μαζί από μια συλλογή διηγημάτων στον ίδιο εκδοτικό οίκο, αυτόν του
Κώστα Επιφανίου.
Ήταν και για τους δύο μας η πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια
και για μένα ήταν μια πρόκληση να διαβάσω τα διηγήματα ενός νέου συγγραφέα που εμφανιζόταν
στο προσκήνιο την ίδια χρονιά με μένα και μάλιστα εκδιδόταν στον ίδιο εκδοτικό
οίκο.
Το πρώτο βιβλίο του Κυριάκου ονομαζόταν «Μεταμεσονύκτιοι
αναλογισμοί». Το γράψιμο και η θεματολογία του πολύ διαφορετική από τη δική
μου. Στο βιβλίο διάβασα ιστορίες δοσμένες με ρεαλισμό, βγαλμένες μέσα από την
κυπριακή καθημερινότητα. Κάποιοι από τους στοχασμούς του Κυριάκου με άγγιξαν ενώ
κάποιοι άλλοι με άφησαν αδιάφορο σαν
αναγνώστη. Το γράψιμο του Κυριάκου Στυλιανού πάντως φανέρωνε έναν υποσχόμενο
συγγραφέα ο οποίος είχε αρκετά περιθώρια βελτίωσης.
Όντως, το 2013 ο Κυριάκος επανέρχεται βελτιωμένος στο
λογοτεχνικό προσκήνιο με μια νέα συλλογή διηγημάτων. Το νέο του βιβλίο το οποίο
αποτελεί αυτοέκδοση, ονομάζεται «Σκυτάλη». Στα τέσσερα διηγήματα της Σκυτάλης
κυριαρχούν οι ερωτικές αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Ένα βιβλίο
το οποίο διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον.
Και φτάνουμε στο τελευταίο βιβλίο του Κυριάκου Στυλιανού
με τίτλο «Μια ζωή: πέντε διηγήματα για ένα θέμα» (επίσης αυτοέκδοση, 2015).
Μετά από τρεις εκδόσεις βιβλίων, μπορούμε να πούμε πλέον
με ασφάλεια ότι τον Κυριάκο τον έχει κερδίσει η μικρή λογοτεχνική φόρμα του
διηγήματος. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, παρατηρώντας τις
εκδοτικές του επιλογές, ότι αφού δοκίμασε τη συνεργασία με έναν από τους
μεγαλύτερους και ιστορικότερους εκδοτικούς οίκους της Κύπρου, κατέληξε στην
επιλογή της αυτοέκδοσης.
Ένα άλλο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί αβίαστα είναι η
ωρίμανση της γραφής του Στυλιανού.
Στο νέο του βιβλίο ο
συγγραφέας ασχολείται με τις ανθρώπινες σχέσεις και ειδικά με αυτές του παιδιού
με τους γονείς του. Το συνολικό έργο διαπνέεται από μια ενιαία θεματολογία. Τα
πέντε διαφορετικά διηγήματα πραγματεύονται τον περιορισμένο ρόλο του ανθρώπου -
του άντρα πιο συγκεκριμένα- μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του κοινωνικού και εν
γένει υπαρξιακού του χώρου.
Η συλλογή αποτελείται από
πέντε σπονδυλωτά υπαρξιακά διηγήματα στα οποία συναντούμε στοιχεία της
Φροϋδικής θεωρίας και ψυχανάλυσης (ασυνείδητο, ενδομήτριες εμπειρίες του
εμβρύου που στιγματίζουν την μετέπειτα ενήλικη ζωή, παιδική σεξουαλικότητα, διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας).
Τα πέντε διηγήματα είναι τα
ακόλουθα: Μια ζωή, Το όνειρο, Ταυτότητα, Ύστατη στιγμή και Μαζί για πάντα.
Μια ζωή: Ο άντρας μεγαλώνοντας σ΄ ένα κοινωνικό
πλαίσιο με αρχές και ιδανικά που συνεχώς διαψεύδονται και αυτοαναιρούνται,
διαπιστώνει πως δεν έχει από πού να κρατηθεί (ζει σε μια κινούμενη άμμο που τον
καταβροχθίζει). Ο άντρας, αιώνιος δεσμώτης του φύλου του, προσπαθεί να βρει την
ταυτότητα του μέσα από τις συνεχείς υπαγορεύσεις και προτροπές του alter ego του.
Στο τέλος όμως επιστρέφει στην πρωταρχική του κατοικία, τη μήτρα, για να
μπορέσει έτσι να επανακτήσει τη πρώιμη και αναντικατάστατη μητρική τρυφερότητα.
Το όνειρο: Το
διήγημα κινείται σ΄ ένα καθαρά ονειρικό πλαίσιο. Ο γιος ονειρεύεται πως κλέβει
μια γυναικεία τσάντα στον ύπνο του, σαν να θέλει να αποκαταστήσει τις
ψυχολογικές κυρίως ισορροπίες που υπάρχουν μεταξύ εκείνου
και των γονιών του. Η κλοπή στην ουσία συμβολίζει την κλοπή της
μητέρας του από τον ίδιο του τον πατέρα, ο οποίος στερώντας του τη μητέρα από
τη ζωή του, του στερεί τη συναισθηματική ισορροπία μέσα σ΄ ένα
ανοίκειο και αφιλόξενο κόσμο. Το πλαίσιο του εξωτερικού κόσμου που τον
περιβάλλει οριοθετείται αυστηρά από θεσμούς και εξουσίες που ο ίδιος αδυνατεί
να ελέγξει (σχολείο και θρησκεία) και που στο τέλος κατατείνουν στο άτεγκτο
πρόσωπο της δικαστικής εξουσίας. Κι οι τρεις αυτοί θεσμοί συγκλίνουν στο
πρόσωπο του πατέρα του. Στο τέλος ο γιος κατορθώνει να επιστρέψει στην αγκαλιά
της μητέρας του, (ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος του αντικρίζει
παρατημένη τη γυναικεία τσάντα και ακολούθως τη μητέρα του), αφού ο ίδιος
ξεφεύγει από τη ψυχολογική επιρροή που ασκεί ο πατέρας του στη ζωή του.
Ταυτότητα: Ο
γιος αφού αποφασίζει να εγκαταλείψει το πατρικό του, μένει σ΄ ένα διαμέρισμα.
«Επικοινωνεί» μ΄ ένα άγνωστο φίλο του στο Facebook, προκειμένου να σπρώξει τον εαυτό του να
βρει την πραγματική του ταυτότητα. Στην πραγματικότητα όμως αποστολέας και
παραλήπτης της ηλεκτρονικής του αλληλογραφίας είναι ο ίδιος. Μ΄ αυτό τον τρόπο
ο γιος μπορεί και κρύβεται πίσω από την ανωνυμία ενός επίδοξου συγγραφέα, ο
οποίος αναλαμβάνει εκ μέρους του να συγγράψει τη δική του αυτοβιογραφία. Η
δειλία του γιου να γράψει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μαρτυρεί και την αδυναμία
του να διεκδικήσει με θάρρος την προσωπική του ταυτότητα. Η ανακολουθία όμως
στη γραφή αποκαθίσταται, όταν ο γιος «πείθεται» να επιστρέψει στο πατρικό του
και να αναμετρηθεί με τον πατέρα του. Ο γιος αναλαμβάνει τα ηνία της ζωής του,
αφού στο τέλος καταφέρνει να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες ούτως ώστε να
επέλθει συμφιλίωση μεταξύ του ιδίου, της μητέρας και του πατέρα του. Καθώς ο
ίδιος καταφέρνει να απεξαρτηθεί από τη συγγραφική του ιδιότητα η οποία τον
σπρώχνει διαρκώς σε μια πλασματική πραγματικότητα, σπρώχνει τόσο τον πατέρα όσο
και τη μητέρα του να ψάξουν τις δικές τους απαντήσεις (ο πατέρας συμβολίζοντας
το alter ego του γιου μετατρέπεται σε Θεό- κριτή, ενώ η
μητέρα συμβολίζει τη γυναίκα που υπομένει αγόγγυστα τη μοίρα της και τείνει
διαρκώς χείρα βοηθείας προς το Θεό).
Ύστατη στιγμή: Η
επερχόμενη γέννηση ενός παιδιού, κλονίζει τις εύθραυστες ισορροπίες που
υπάρχουν μεταξύ ενός σύγχρονου ζευγαριού. Η μέλλουσα μητέρα που αποτελεί το
φορέα αυτής της μετατόπισης στη σχέση του ζευγαριού, συνειδητοποιεί πως οι δυο
εραστές δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά το εφήμερο παρόν τους. Η τελειωτική
τους ρήξη εκφράζεται μέσα από τους μονολόγους τόσο της ιδίας, όσο και του
εραστή της. Ο μονόλογος κιόλας του εμβρύου (διερωτάται κατά πόσον αξίζει τον
κόπο να γεννηθεί μέσα σ΄ ένα τέτοιο εγωιστικό κόσμο) την
ενισχύει περαιτέρω. Η εγκατάλειψη της γυναίκας από τον άντρα, ωθεί το έμβρυο να
«συγκατατεθεί» στην ίδια του τη γέννηση. Καθώς το έμβρυο ανακαλύπτει στο τέλος
τη γενετική του ταυτότητα (γιος), το ίδιο προκαθορίζει το υπαρξιακό νήμα που το
ενώνει με τους ανθρώπους που τον έφεραν στη ζωή και κυρίως με τον πατέρα του.
Μαζί για πάντα: Δυο
νέοι που μετέρχονται όλα τα στάδια της ηλικιακής τους εξέλιξης, βρίσκονται στο
«στόχαστρο» ενός ηλικιωμένου ο οποίος βιώνει το τελευταίο στάδιο της ζωής του.
Η όλη αυτή παρατήρηση ή βυθομέτρηση, αν θέλετε, της ζωής τους πλαισιώνεται από
μία κατ΄ επίφαση ιστορία η οποία αποτελεί και το φόντο της αλληλεπίδρασης που
υπάρχει μεταξύ του ηλικιωμένου και των δυο νέων. Σιγά-σιγά όμως εξυφαίνεται και
η πραγματική σχέση που συνδέει τους δυο μεμακρυσμένους ηλικιακά πόλους,
που δεν είναι καμιά άλλη παρά μια σχέση απόλυτης ταύτισης (ο ηλικιωμένος
συμβολίζει την ηλικιακή μετεξέλιξη των δύο νέων). Η σχέση όμως αυτή
λειτουργεί και αντίστροφα, αφού ο ηλικιωμένος αναθεωρεί τη δική του ζωή μέσα
από τις ζωές των δύο νέων. Η απόλυτη κιόλας ταύτιση του με τους δυο νέους τον
οδηγεί στο συμπέρασμα πως η μοναδική οδός για να εναρμονιστεί με τον υπόλοιπο
κόσμο είναι η αγάπη. Στο διήγημα αυτό -σε αντίθεση με τα υπόλοιπα διηγήματα της
συλλογής- δεν διαφαίνεται αλλά ούτε και τονίζεται καθαρά-τουλάχιστον- η όποια
ρήξη του νέου με τους γονείς του και κυρίως με τον πατέρα του.
Γενικά, δεν θα χαρακτήριζα
τα πέντε διηγήματα τις συλλογής, εύπεπτα. Το σίγουρο είναι πως ο Κυριάκος
Στυλιανού δεν γράφει λογοτεχνία για νοικοκυρές. Αντίθετα, πειραματίζεται με κείμενα
τα οποία πρέπει να τα διαβάσεις προσεκτικά, να επανέλθεις σε ορισμένα σημεία
τους και να προβληματιστείς πριν καταλήξεις στο τελικό συμπέρασμα. Τα διηγήματα
του Στυλιανού φιλοδοξούν να σε προβληματίσουν και να σου μεταδώσουν τη
φιλοσοφική οπτική του συγγραφέα.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Ανοίγοντας κάποια στιγμή τα μάτια του,
συνειδητοποίησε πως η ώρα είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Το κρύο συνέχισε να
αλυσοδένει τόσο το σώμα του όσο και την ψυχή του. Θα μπορούσε και ο ίδιος να
εξωτερικεύσει αυτή τη φορά τη σκέψη του, λέγοντας: «Μόνος μου είμαι, δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία». Δεν το έκανε όμως, παραβαίνοντας για πρώτη φορά την
ψυχρή λογική του. Η φαντασία του δημιουργούσε, χαλούσε και έπλαθε ξανά και ξανά
εμπρός του διάφορες μορφές ανθρώπων. Για μια στιγμή κιόλας νόμισε πως αυτό
συνέβαινε για πρώτη φορά στη ζωή του και αναθάρρησε.
Έτσι, κατόρθωσε επιτέλους ν' αντικρίσει έξω από το δωμάτιό του δυο σκιές που
πάσχιζαν με νύχια και δόντια να γίνουν άνθρωποι.
[...] Καθώς ένιωθε να βουλιάζει ολοένα στα
νερά μιας αβάσταχτης ρευστότητας, το όμορφο καλοκαιρινό τοπίο εμπρός του έστηνε
σιγά-σιγά μέσα του ένα λεπτό και αδιαφανές δίκτυ. Για μια στιγμή ένιωσε τα μέλη
του σώματός του ν' αποκολλούνται από την ύπαρξή του και την ψυχή του να
προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανή στο σταυροδρόμι που χωρίζει έναν μικρό, ανθισμένο
κήπο από μια μεγάλη και άγονη έκταση (σ.σ.73-74).
Ανδρέας Καπανδρέου
Συγγραφέας - Βιβλιοθηκονόμος
Ο χαιρετισμός του
συγγραφέα και αποσπάσματα από το βιβλίο:
Αρχικά, θα ήθελα να εκφράσω τις πιο
θερμές μου ευχαριστίες στο φίλο και συγγραφέα Ανδρέα Καπανδρέου για τις σαφείς και καίριες επισημάνσεις του,
στη συλλογή των διηγημάτων μου υπό το γενικό τίτλο «Μια ζωή». Επίσης, θα ήθελα
να ευχαριστήσω την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, για τη διοργάνωση της παρουσίασης
του βιβλίου μου στον όμορφο αυτό χώρο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου
Παιδείας και Πολιτισμού. Ακολούθως, ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου τους
συντελεστές αυτής της έκδοσης: Το τυπογραφείο KSD PRINTING LTD και πιο
συγκεκριμένα το Δημήτρη Στυλιανού, που ανέλαβε την εκτύπωση του βιβλίου. Επίσης,
να ευχαριστήσω τη φιλόλογο Λουκία Παντελίδου για τη διόρθωση- επιμέλεια των
κειμένων καθώς και τη Ζαχαρούλα Στυλιανού για τη γενικότερη
επιμέλεια του βιβλίου. Επιπλέον, πρέπει
να αναφέρω ότι με τιμούν ιδιαιτέρως τα πολύ
σχόλια που εισέπραξα από τη φίλη, συγγραφέα και συνάδελφο Μαρία
Πυλιώτου, στην πολιτισμική στήλη της εφημερίδας «Αλήθεια», «Μικρά και μεγάλα
παράθυρα στον κόσμο». Ευχαριστώ τους
Λευτέρη Παπαλεοντίου και Γιώργο Φράγκο για την κριτική ανάλυση του βιβλίου μου
στο Λογοτεχνικό Περιοδικό « Άνευ» και στην Πολιτιστική Στήλη της εφημερίδας «
Φιλελεύθερος», αντίστοιχα. Ευχαριστίες και στην δημοσιογράφο Κατερίνα Στεφάνου
για τις συνοπτικές αλλά καίριες επισημάνσεις της στην Πολιτιστική Στήλη της
εφημερίδας « Πολίτης». Τέλος, ευχαριστώ θερμά όλους εσάς-συγγενείς, φίλους,
συνάδελφους καθώς και πρόσωπα που προέρχονται από το λογοτεχνικό κύκλο του
τόπου μας- που μού κάνατε την τιμή να παραστείτε στην παρουσίαση του τρίτου
βιβλίου μου.
Δε θα αναφερθώ περισσότερο στο βιβλίο,
αφού η παρουσίαση από τον π Ανδρέα Καπανδρέου, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική.
Ακολούθως, θα ήθελα να σας διαβάσω ένα
μικρό απόσπασμα του βιβλίου που ανήκει στο πρώτο διήγημα της συλλογής και
τιτλοφορείται, όπως και ολόκληρο το βιβλίο, « Μια ζωή».
Σκέψεις μέσα στη μήτρα
Το έμβρυο απολάμβανε τη χαρά της
ενδομήτριάς του ελευθερίας. Η χαρά του όμως δεν ήταν προορισμένη να κρατήσει
για πάντα: Κοίταξε γύρω του, αναμέρισε μ’ ένα απότομο τίναγμα του χεριού του το
αμνιακό υγρό από το πρόσωπό του και ξεφώνισε με απελπισία: «Είμαι εντελώς μοναχό!».
Ήταν η πρώτη φορά που βρήκε το
κουράγιο να παραδεχτεί πως ένιωθε τόσο μόνο. Ήταν η πρώτη φορά που
συνειδητοποιούσε πως σε στιγμές σαν κι αυτή η μοναξιά μπορούσε να ελαφρύνει το
βάρος της ντροπής τoυ. «Ποιος
άραγε θα εξέθετε τόσο εύκολα εαυτόν;», διερωτήθηκε. Η απάντηση του όμως έμεινε
μετέωρη, όπως και η γνώση που είχε για το φύλο του.
«Μήπως άραγε αυτή μου η άγνοια να ήταν
προορισμένη να κρατήσει για πάντα; Μήπως η άχρωμη ουδετερότητα μου να ήταν η
ίδια η ελευθερία μου;», θα μπορούσε και πάλι να διερωτηθεί. Όμως, ποτέ δεν
έθεσε τέτοιο ερώτημα, μιας και δεν ήταν φτιαγμένο να βαδίζει για πάντα
ελεύθερο.
Το alter ego των ανδρών
«Κι όμως, δεν είμαι εντελώς μοναχό…»,
ψέλλισε το έμβρυο ακόμα πιο φοβισμένο παρά πριν. «Παρόλ’ αυτά δεν αισθάνομαι
υπόλογο σε κάποια εξουσία…», συνέχισε το συλλογισμό του κόντρα στο πεπρωμένο
του.
Εξετάζοντας αργότερα σπιθαμή προς
σπιθαμή το τοπίο που το περιέβαλλε, ψέλλισε ξανά: «Κι όμως, δεν είμαι εντελώς
μοναχό…», σαν να αποδεχόταν μια πραγματικότητα που το ίδιο αδυνατούσε να υπερβεί.
Ξαφνικά το χέρι του δραπέτευσε από το
υπόλοιπο του σώμα και έμεινε για λίγο μετέωρο, σαν να περίμενε οδηγίες από
κάπου για να ενεργήσει. Και μετά σαν μέγγενη άρπαξε το φύλο του και το έσφιξε
με δύναμη στις μικρές του παλάμες.
Ένας τέτοιος πόνος ήταν αρκετός για να
συγκεντρώσει όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σ΄ ένα χαμόγελο
αυταρέσκειας και υπεροχής. Ένα τέντωμα κιόλας του κορμιού του μετέτρεψε το
ταπεινό έμβρυο σ ΄έναν υπερόπτη και αλαζόνα φαλλό.
Έτσι, η μικρή κηλίδα μεγάλωσε και
ορθώθηκε σαν απειλή προς τον ουρανό.
«Τώρα είναι σίγουρο πως δεν είμαι
μονάχος», είπε στο τέλος με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Παρόλ’ αυτά, ένα
συναίσθημα φόβου παρέμεινε στο χαμόγελό του.
Στην αγκαλιά της μητέρας
Ο φόβος του έψαξε για στέγη για
κάποιους μήνες, ένα βάλσαμο για τις δύσκολες μέρες που πλησίαζαν απειλητικά. Η
κοιλιά που τον είχεφιλοξενήσει άδειασε, για να μετατραπεί σε αγκαλιά θαλπωρής
και ασφάλειας.
Κλείνοντας τα μάτια, είδε μπροστά του
να μαίνονται παντού σκληρές μάχες: παιδιά να οδύρονται πάνω από τα νεκρά σώματα
των μητέρων τους, άντρες να αγκαλιάζουν -λες σε μια αιώνια και παλινδρομική
κίνηση- τα νεκρά σώματα των γυναικών τους, παιδιά να μεταμορφώνονται άξαφνα σε
άντρες, άντρες να κλαίνε που δεν μπορούν να γίνουν και πάλι παιδιά για να
κουρνιάσουν μαζί τους στη μητρική αγκαλιά.
«Μέσα στην αγκαλιά σου οι σειρήνες του
πολέμου απότομα σιγούν», της εκμυστηρεύτηκε.
Καθώς τα χέρια του μάλασσαν με ηδονή
τα μητρικά στήθια, η γλώσσα του έγλυφε τις ερεθισμένες θηλές. Το ανασηκωμένο
του φύλο έμοιαζε να ευχαριστιέται την προαιώνια αυτή τελετουργία, χωρίς να
προσβλέπει σε κάτι. Οι δυο εραστές εθελούσια παραχωρούσαν τον ιδιωτικό τους
χώρο για μια στιγμή απόλυτης ηρεμίας.
«Μέσα στην αγκαλιά σου το πρωτόγονο
πάθος του ερωτισμού γαληνεύει και ο κόσμος μετατρέπεται σε μια τεράστια
αγκαλιά», της εκμυστηρεύτηκε και πάλι.
Ένας τεράστιος, ανασηκωμένος ανδρισμός
μίκραινε ολοένα, ενώ ολάκερη η ανθρωπότητα βούλιαζε στη μητρική αγκαλιά.
Κάτω από τη σκέπη του πατέρα
«Τα πρόσωπα που είχαν κάποτε μαζευτεί
σε ένα κλειστό και υγρό μέρος κατόρθωσαν να σμίξουν κάποια στιγμή μεταξύ τους»,
σκέφτηκε ενώ κωδικοποιούσε τα λόγια του πατέρα του και στη δική του ζωή. Κι
όμως: Το αμνιακό υγρό ακόμη δρόσιζε το πρόσωπό του, καθώς τα χέρια της μητέρας
του τον έκλειναν σε μια γλυκιά, ονειρική παραζάλη. «Ναι, μονάχα έτσι μπορώ να
απολαύσω την ευτυχία της ουδετερότητάς μου», σκέφτηκε.
Ποτέ δε θα γευόταν το γλυκό νέκταρ της
ασυλίας του, αν προηγουμένως δε λογοδοτούσε απέναντι στο φύλο του. Ανέκαθεν
φοβόταν το τοπίο της μοναξιάς του. Ένα τοπίο διάσπαρτο από άπιστες , άπληστες
και πλανεύτρες γυναικείες μορφές.
«Κοίτα!», τον προστάζει κάποια στιγμή
ο πατέρας του.
Και τότε βλέπει να ορθώνεται μπροστά
του ένα τετράγωνο σπίτι με μεγάλη αυλή. Μια όμορφη μα ταλαιπωρημένη γυναίκα
μαζεύει τα ρούχα από την απλώστρα, υπενθυμίζοντας συνεχώς στα παιδιά της πως
πρέπει να μιλούν χαμηλόφωνα. Ο πατέρας κάθεται στο τέρμα της αυλής κάτω από ένα
δέντρο και διαβάζει την εφημερίδα του. Πού και πού τους ρίχνει αυστηρές
ματιές και κάποιες άλλες φορές
σηκώνεται από τη θέση του για να μπει στα παιχνίδια τους. Τα παιδιά ξαφνικά
σωπαίνουν και χαμηλώνουν το βλέμμα.
«Σ’ αρέσει;», τον ρωτάει.
Παρατηρεί πιο προσεκτικά το αυστηρό
και περήφανο βλέμμα του πατέρα, το θλιμμένο πρόσωπο της γυναίκας, τα φοβισμένα
παιδιά. Αμέσως τρομοκρατείται με την ιδέα πως το ύφος εκείνο του πατέρα θα
συνοδεύει κι εκείνον σ’ όλη του τη ζωή, πως η γυναίκα θα είναι για πάντα
θλιμμένη, τα παιδιά θα είναι για πάντα φοβισμένα, η γυναίκα και τα παιδιά θα έχουν
πάντοτε ένα απολογητικό ύφος ενώπιον του, λες και το μόνο πράγμα που ο ίδιος
έχει να τους προσφέρει είναι ο φόβος, μια καλημέρα ψυχρή, ένα εξεταστικό και
καχύποπτο «Πού πήγατε σήμερα;», μια άτονη καλησπέρα, μια κοφτή καληνύχτα, σαν
να θέλει να τους πει: «Μη με ξεχνάτε ποτέ στον ύπνο σας∙ εγώ είμαι πάντα εδώ
στο προσκεφάλι σας και σας παρακολουθώ» ή «Μην τολμήσετε να σκεφτείτε κάτι
άλλο, γιατί οι πιο μεγάλες επαναστάσεις γεννιούνται μέσα στα μυαλά εκείνων που
ξεκουράζονται».
Σωπαίνει. Επαναφέρει στο μυαλό τη
σκηνή όπου τα παιδιά φοβισμένα αφήνουν τον πατέρα να μπει στα παιχνίδια τους:
Το κορίτσι απομακρύνεται τρομοκρατημένο ενώ το αγόρι παραμένει στη θέση του.
Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται ξανά και
ξανά μέσα του σαν μια ζωή που δε σταματά ποτέ.
«Ναι, μου αρέσει, γιατί πρέπει να
παραμείνω εδώ», απαντά στον πατέρα του, συνειδητοποιώντας πως δεν έχει πια άλλη
επιλογή. «Ο χρόνος επιείκειας που μου έχει δοθεί κάπου εδώ τελειώνει».
Ένα μεγάλο σκέπαστρο σιγά σιγά
ξετυλίγεται και τον καλύπτει ολόκληρο, ενώ ο ανδρισμός του εκτινάσσεται απότομα
στα ύψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου