7 Ιουν 2016

Παρουσίαση βιβλίων της Νέφης Ιωαννίδου


Σε παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα εκδηλώσεων του πολιτιστικού ιδρύματος Λυσσαρίδη στη Λευκωσία, παρουσιάστηκαν τα δύο βιβλία της Νέφης Ιωαννίδου «13 κείμενα για το έτος 13: στην τροχιά της Τρόικα» και «Ενός λεπτού σιγή».
Τα 13 κείμενα παρουσίασε ο φιλόλογος-ερευνητής και συγγραφέας Νέαρχος Νεάρχου, ενώ το βιβλίο «Ενός λεπτού σιγή» παρουσίασε η φιλόλογος-κριτικός λογοτέχνη Χρυσοθέμιδα Χατζηπαναγή.

Αποσπάσματα από την ομιλία του Νέαρχου Νεάρχου:

[...] "όμως, όπως σημειώνει η συγγραφέας, η μνήμη είναι προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης. Θυμούμαι σημαίνει μαθαίνω, κατανοώ και επιλέγω από το παρελθόν όσα δεν έπαψαν να είναι στοιχεία χρήσιμα για το παρόν. Η κοινωνική ή συλλογική μνήμη συμβάλλει στη διαμόρφωση της ταυτότητας μιας κοινωνίας. Κοινωνίες χωρίς ταυτότητα είναι καταδικασμένες σε αφάνεια. Η συγγραφέας υπενθυμίζει, ότι στη Δημοκρατική Αθήνα, αν κάποιος από τους άρχοντες, που ασκούσε εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία, ενεργούσε αντίθετα από τους νόμους, υφίστατο την ποινή της ατιμίας, ο ίδιος και η οικογένειά του, και δημευόταν η περιουσία του. Αυτό σήμαινε πραγματική εξουσία του λαού. Στην Κύπρο, όμως, τι συμβαίνει; Ο λαός, όσο δυναμικά κι αν εκδηλώσει την αντίθεσή του έξω από το Κοινοβούλιο, όχι μόνο δεν λαμβάνεται υπόψη, αλλά απαξιώνεται και περιφρονείται".[...]
"Η Νέφη Ιωαννίδου δεν ξεχωρίζει την ιστορία του Ελληνισμού. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αφορά και την Κύπρο. Και αντίστροφα. Η συγγραφέας κάνει τη διαπίστωση, ότι στη διαδρομή του Νεοελληνισμού οι Εφιάλτες πληθαίνουν και οι Κερκόπορτες μένουν πιο συχνά ανοιχτές. Οι επεμβάσεις των ξένων και η συνεργασία τους με ντόπιους εφιάλτες δεν αφήνουν τον Ελληνισμό να αναπνεύσει. Ακτινογραφώντας τη σημερινή κοινωνία, τα ευρήματα απογοητεύουν. Κοινωνία σαθρή, με τους αξιωματούχους του κράτους να πρωτοστατούν στην εκθεμελίωση και το λαό να παρακολουθεί αμήχανα, χωρίς να έχει τη δύναμη να αναστρέψει την πορεία. Πλείστοι πολίτες μένουν απαθείς, ανενεργοί, λες και όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν.
Η κύρια ευθύνη βαρύνει, ασφαλώς, πρώτιστα τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά και τους πολίτες, που με την ψήφο τους αναδεικνύουν αυτού του είδους ηγέτες. Βέβαια, το ρουσφέτι και η αναξιοκρατία βολεύει αρκετούς και τα χρησιμοποιούν, όποτε μπορούν. Αυτά τα φαινόμενα, όπως τονίζει η Νέφη, «είναι ίδιον ανθρώπων ανάπηρων πνευματικά και ανθρώπων με πολιτική ασχετοσύνη, αλλά με κομματική, οι πλείστοι, ταυτότητα.» Κι όμως, όλοι αυτοί οι πρωτοστάτες της διαφθοράς είναι επώνυμοι. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, συναγελάζονται με τον εχθρό, πουλούν στα κρυφά, αλλά και φανερά πλέον, πατρίδες, προσβάλλουν βάναυσα τη μνήμη και το έργο αγωνιστών, απορρίπτουν τα σύμβολα του Έθνους και της Θρησκείας, δίχως να ενοχλούνται από κανένα.
Η συγγραφέας θεωρεί, ότι η ατιμωρησία αποθράσυνε τους ανάλγητους. Λέξεις, όπως η «Αιδώς», που «υπαγόρευε τον αυτοσεβασμό και συνακόλουθα το σεβασμό στον άλλο, και οδηγούσε αναπόδραστα στη Δικαιοσύνη», έχασαν την πραγματική τους έννοια. Η Αιδώς, που στην κυπριακή διάλεκτο διατυπώνεται ως «αντροπή», κατάντησε λέξη αποτρεπτική. «Εν αντροπή.» : Μήπως και εκτεθεί κάποιος. Όμως, μια κοινωνία, για να είναι υγιής και να μπορεί να αποκόψει το σαθρό από τον κορμό της κοινωνίας, θα πρέπει να ενυπάρχει σ' αυτήν η Αιδώς και η Δίκη, κοινά δώρα του Δία προς τους ανθρώπους. Μας υπενθυμίζει η συγγραφέας, ότι ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα παρουσιάζει το Δία να λέει, κατά το μοίρασμα των ιδιοτήτων προς τους ανθρώπους: «Όποιον δεν είναι ικανός να μετέχει της αιδούς και της δικαιοσύνης, να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης». Αν αυτή η εντολή του Δία ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί στην Κυπριακή κοινωνία, σίγουρα οι απώλειες θα ήταν μεγάλες. Με πόνο κι αναστεναγμό βαθύ, η συγγραφέας παρομοιάζει τη σημερινή κοινωνία στην Ελλάδα και στην Κύπρο μ' εκείνη των προβενιζελικών χρόνων. Τους θεωρεί «κακέκτυπα των αρχαίων προγόνων και περίγελω των Ευρωπαίων «εταίρων» μας. - χρησιμοποιώντας στίχους από την ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «Πολιτεία και Μοναξιά», 1908, ως πρόταξη στο ένατο δοκίμιό της. [...]

Ο Ελληνισμός, όμως, έχει τα εφόδια πάντα να βρίσκει το δρόμο του. Αν διαλύσεις την Ελλάδα και θελήσεις ύστερα να την ανασυνθέσεις, πάρε μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι και την έφτιαξες. Αυτό λέγει ο ποιητής. Η Ελλάδα, όπως σημειώνει η Νέφη Ιωαννίδου, έχει «φυσική και πνευματική γεωγραφία, στην αρμονικότερη συνάρτηση. Αυτή είναι η χώρα, που λιπαίνει τα χώματά της με ήρωες. ανέκαθεν». Είναι η χώρα της Αμάλθειας, της Αφθονίας, της επάρκειας και της γενναιοδωρίας. Η φύση της έχει μοναδική ομορφιά. Οι άνθρωποι του μόχθου είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Οι άνθρωποι των γραμμάτων με αστείρευτη έμπνευση. Στα κλασσικά έργα τέχνης αυτά απεικονίζονται. Ως όλβιος χώρα, θα ανέμενε κανείς οι άνθρωποί της να ευημερούν και να προοδεύουν. Και πράγματι. Όσες φορές η Ελλάδα βρέθηκε έξω από τις δολοπλοκίες των ξένων και τους εσωτερικούς διχασμούς, πράγμα σπάνιο φυσικά, μεγαλούργησε. Απέναντι στους απειλητικούς βόρειους ανέμους της γερμανικής Ευρώπης, η Νέφη Ιωαννίδου δεν χάνει την πίστη της: Ήδη, διαπιστώνει: «Δρόμο άλλαξε ο αέρας και φυσάει μέσ' την ψυχή».

Κι όμως, η Ελλάδα, από της ίδρυσης του ανεξάρτητου κράτους της, ήταν χώρα οικονομικά εξαρτημένη, με αποτέλεσμα οι αυτοανακηρυχθέντες ως προστάτες να επεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της. Παράδειγμα πολιτικής παρέμβασης στην Ελλάδα ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, πρώτου Κυβερνήτη της. Όταν θέλησε να μιλήσει με γλώσσα ελληνική, δολοφονήθηκε από «Έλληνες, που υπάκουαν σε ξένες εντολές και εξυπηρετούσαν ξένα συμφέροντα».

Και η σημερινή γερμανοκρατούμενη Ευρώπη τι είναι τελικά, ρωτά η συγγραφέας. Κι απαντά: Νόμισμα με δυο όψεις, που για τις χώρες του Νότου αποδείχθηκε όχι μόνο κάλπικο, αλλά και πραγματική απειλή. Στη μια όψη η γαλάζια σημαία με τ' αστέρια και στην άλλη ο διπρόσωπος θεός των Ευρωπαίων Ιανός. Οι ευρωπαίοι δανειστές σήμερα ξεζουμίζουν με τα μνημόνια τα κράτη, που βρέθηκαν στην οικονομική ανάγκη τους. Και η Κύπρος είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Μέσα σε μια μέρα «μεταποιήθηκε, άτυπα και αθόρυβα, σε καμουφλαρισμένο προτεκτοράτο». Την ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, η συγγραφέας την θεωρεί ασήκωτη. Οι ταγοί αυτοί της Κύπρου, την κρίσιμη εκείνη στιγμή, μόνο με τις μωρές παρθένες της παραβολής μπορούν να παρομοιαστούν.

Με αυτή την πολιτική, οι Γερμανοί σήμερα απλά επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους. Οι πρόγονοί τους Γερμανοί προέρχονταν από πολεμικά γερμανικά φύλα. Με συνεχείς πολέμους και καταστροφές διέλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την εκγερμάνισαν. Από τότε η δυτική και κεντρική Ευρώπη κατέβαλε επανειλημμένες προσπάθειες να ξεφύγει από τη γερμανική αρπάγη και να ζήσει ειρηνικά και παραγωγικά, χωρίς όμως οριστικά να μπορέσει να απαλλαγεί από τον ηγεμονικό και πολεμοχαρή χαρακτήρα των Γερμανών. Ο μόνος, που επιβίωσε και αποτελεί το συνδετικό κρίκο του πολιτικού βίου της σύγχρονης «δημοκρατικής Ευρώπης» είναι ο Ιανός. Η ιστορία τους, δηλαδή, επιβεβαιώνει το χαρακτήρα, τις αδυναμίες, τα πάθη και το φιλοσοφικό στοχασμό τους.

Η συγγραφέας, αναζητώντας την ιστορία του ανθρώπινου γένους, για να εξηγήσει τις συμπεριφορές του διαχρονικά , καταφεύγει στην Κοσμογονία του Ησίοδου. Πέντε ανθρώπινα γένη περιγράφει ο Ησίοδος. Το χρυσό γένος, με ανθρώπους φύλακες της δικαιοσύνης και προστάτες των αδικημένων. Το αργυρό γένος με ανθρώπους αλαζόνες και ασεβείς προς τους θεούς. Το γένος των πολεμοχαρών, το γένος των ηρώων, το ανώτερο και δικαιότερο, και «το γένος με άσπρα μαλλιά». Οι προφητείες του Ησίοδου για το γένος αυτό ήταν απαισιόδοξες: «Η γη υποφέρει, κάτω από το βάρος των ανθρώπων αυτών». Οι Θεές, Αιδώς και Νέμεσις το εγκαταλείπουν. Ο μύθος μας μεταφέρει στη σημερινή περίοδο. Οι πέντε αυτές κατηγορίες ανθρώπων εύκολα εντοπίζονται και σήμερα με δράσεις και επιπτώσεις ανάλογες στον κόσμο.

Στα «εναγώνια ερωτήματα για τις δίνες και τα δεινά του ανθρώπινου βίου», οι απαντήσεις βρίσκονται, όπως μας αναφέρει η Νέφη Ιωαννίδου, στις ζωφόρους του Παρθενώνα. Εκεί συμβολίζεται παραστατικά η «πορεία της αέναης ανακύκλησης του κόσμου». Οι ομορφιές αυτές θυμίζουν καθημερινά το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και την αιωνιότητα της αληθινής τέχνης. Την ειρηνική αυτή δημιουργία στη ζωφόρο του Παρθενώνα ο καλλιτέχνης Φειδίας την υμνεί στο μαρμάρινο παιάνα του και την χαρακτηρίζει ως «τέλεια απεικόνιση του ιδανικού της δημοκρατίας», όπως αυτή εκφράζεται στον επιτάφιο λόγο του Περικλή. Δίπλα στο μύθο για τον Παρθενώνα ο Φειδίας στήνει και το μύθο της νέας Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όπως αυτή αποκαλύπτεται στην πομπή των Παναθηναίων.

Ταυτόχρονα όμως η συγγραφέας μας υπενθυμίζει, ότι, ενώ «ο ελληνικός πολιτισμός άλλαξε τον κόσμο και η αρχαία Αθήνα υπήρξε η καρδιά μιας πολιτιστικής επανάστασης, που θα ξαπλωνόταν σ' όλη τη Μεσόγειο και θ' αντηχούσε σ' όλο τον κόσμο», τότε ακριβώς, «ανάμεσα στους οραματιστές της δύναμης και δόξας» εμφανίστηκε ο φιλόσοφος Σωκράτης. Επαναστάτης της σκέψης, αντικατέστησε τους θεούς με τη λογική και προσάρμοσε τους μύθους και τα πνεύματα σ' αυτήν. Αυτά τα «καινά δαιμόνια» αποτέλεσαν, ως γνωστό, και την αιτία της θανάτωσής του. Αυτόν τον κόσμο της τάξης δεν τον έλαβε υπόψη ο δημιουργός του χρυσού αιώνα των Αθηνών Περικλής. Θέλησε να καταστήσει την πόλη του υπερδύναμη της Μεσογείου, με αποτέλεσμα να την οδηγήσει στην καταστροφή. Κι αυτό, κατά τη συγγραφέα, γιατί «η υπέρβαση του Μέτρου κατέστρεψε την Αρμονία κι έφερε την πολιτική παρακμή της πόλης - κράτους». Η δόξα δηλαδή τον ξεστράτισε.

Ποια η αντιστοιχία του μύθου στην εποχή μας; Κατά τη συγγραφέα, υπέρβαση του μέτρου έχει γίνει σήμερα, κατά προκλητικό τρόπο, από τις χώρες του Ευρωπαϊκού βορρά, εις βάρος των ασθενέστερων οικονομικά χωρών του νότου, με την «πολιτική της λιτότητας». Με αλαζονεία και αλλοπρόσαλλη πολιτική επαγγέλλονται από τη μια αλληλεγγύη στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην πράξη σκοτώνουν αυτούς, που έχουν ανάγκη. Διακηρύσσουν σεβασμό στη διαφορετικότητα και στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ με τις πράξεις τους οδηγούν τους λαούς σε διαίρεση και ευάλωτους σε κάθε επιβουλή. Η διακηρυγμένη πολιτική για διαρκή ειρήνη και ευημερία είναι γράμμα κενό. Με πρόσχημα τώρα την ανακοπή της επέλασης των αλλόθρησκων και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας έχει χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ήδη, η Νέμεσις διαδέχθηκε την Ύβριν. Το μέλλον της Ευρώπης δεν θα είναι διαφορετικό απ' εκείνο της αρχαίας Αθήνας. Εκτός κι αν η Ευρώπη επανέλθει στην ιδέα της συμπολιτείας των εθνικών κρατών, που την απαρτίζουν. Η ιδέα αυτή προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα και ενσαρκώθηκε με επιτυχία στα παραδείγματα της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Συνδυάζει με δημοκρατικό τρόπο την ενότητα με την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα του κάθε κράτους, όπως στην αρχαιότητα της κάθε πόλεως.

Η Νέφη Ιωαννίδου δεν δίδει συνταγές σωτηρίας. Απλά θέτει προβληματισμούς, όπως κάθε πολιτικοποιημένος άνθρωπος, που νοιάζεται για τον τόπο του και για τον κόσμο ολόκληρο. Είμαι σίγουρος ότι αυτές τις θέσεις θα τηρήσει και τώρα, που έμπρακτα μετέχει στην πολιτική σκηνή. Της εύχομαι και πάλι κάθε επιτυχία και το βιβλίο της αυτό να βρει την απήχηση που του αξίζει"
-Νέαρχος Νεάρχου-


Ολόκληρη η παρουσίαση της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή:
Επί τον τύπον των ήλων η πέραν του μισού αιώνος νεότερη Ιστορία του Κυπριακού, αλλά και το επώδυνο χρονικό  τής κατ’ εξοχήν κρίσιμης επιβίωσης του Κυπριακού Ελληνισμού, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, αποτυπώνεται στην υπό παρουσίαση ιστορικοπολιτική βιωματική μαρτυρία, που η καλή συγγραφέας της Νέφη Ιωαννίδου μυθοπλάθει διηγηματικά ή διηγηματοποιεί απομυθοποιητικά. Εξού και η αρτιγέννητη έκδοσή της από τον εκδοτικό οίκο Εν Τύποις στη θεματική σειρά «Μαρτυρίες».
Το πώς όμως χώρεσαν σε 4.000 λέξεις οι δεκαετίες τόσων συνωθούμενων γεγονότων και ασφυκτικών δρώμενων της ατέλειωτης πολιτικής Ιστορίας του Κυπριακού με δηλωτικές ή έμμεσες παραπομπές στην Ελληνική Κυπριακή Ιστορία αιώνων και χιλιετιών μπορούμε ν’ αναλογιστούμε μόνο με Ενός λεπτού σιγή, καθ’ υπαγόρευση του διηγηματικού τίτλου. Για να αποφανθούμε πως η συμπύκνωση του κατακερμαστισμού, της πολυμέρειας και της πολλαπλότητας των ιστορικών ή αληθοφανών συμβάντων ευνοείται από τα επιδέξια σύνεργα μιας έντεχνης εμπνευσμένης γραφής. Αυτής, που επιβεβαιώνει τη Φλωμπερική άποψη ότι «το ύφος είναι ένας τρόπος θέασης του κόσμου». Και η Νέφη βλέπει με καθαρή όραση αυτό τον παραπαίοντα και επισφαλώς μετεωριζόμενο μεταξύ πτώσης και διολίσθησης κόσμο της Κύπρου. Η οπτική της δεν συμβιβάζεται με μοιρολατρικές παλινωδίες και ηχηρές περιγραφικές κοινοτοπίες κενές νοήματος, αλλά αναδεικνύει το συγκροτημένο αισθητήριο μιας προορατικής εγρήγορσης, επαναξιολογώντας, χωρίς παρωπίδες, υποκειμενικά αισθήματα και αντικειμενικά κριτήρια, για να καταθέσει υπεύθυνα τον νόημονα πολιτικό λόγο της λογοτεχνικής της ταυτότητας. Το πρωτίστως ελληνοπρεπές ήθος, που τη σφραγίζει,  διαποτίζεται με το Αισχύλειο «Ελλάδος φθόγγον χέουσα» της άρτιας γλωσσικής της σκευής.

Έτσι, μέσα από την εύστοχη μετάπλαση της παραδοσιακής αφήγησης στη νεοτερική έκφραση της μικρής φόρμας, συναρθρώνει τη δομή των πέντε διηγηματικών μερών στην ευθύγραμμη ανέλιξη της επεισοδιακής πλοκής των οιονεί σκηνικών τους δρώμενων. Οι συνειρμικές τους διασυνδέσεις φωτίζονται με οπισθογενείς εστιάσεις αναδιηγηματικών εγκιβωτισμών σε έναν ενιαίο εναλλασσόμενο χωροχρόνο από το πρόσφατο στο απώτερο παρελθόν έως το τωρινό παρόν και από το εδώ των ελεύθερων περιοχών στο εκεί της πάλαι ποτέ εμβληματικής μας τουρκοπατημένης Κερύνειας. Τα διαδοχικά παραστατικά στιγμιότυπα με την υποβλητική εικονοπλασία κινηματογραφικών ρυθμών εντείνει η εναγώνια αναμονή των ασθματικών τόνων μιας ζωντανής προφορικότητας, που διανθίζεται με γοργές στιχομυθίες στην κυπριακή διάλεκτο, όπου ενίοτε παρεισφρέουν φράσεις στην ιδιόλεκτη φωνητική παραφθορά της από Τουρκοκύπριους. Επιβεβαιώνει τοιουτοτρόπως η διηγηματογράφος την αποφθεγματική διατύπωση του Derrida ότι «η ύπαρξή μας είναι πρώτα κληρονομιά».  Οι ελλειπτικές, επιπλέον, υπαινικτικές ερωταπαντήσεις των αλλεπάλληλων αποσιωπητικών δεν επιταχύνουν μόνο την κειμενική ροή, αλλά και προκαλούν, προφανώς, τη μέθεξη του αναγνώστη προς συμπλήρωση των παραλειπομένων κάτω από την προβληματική της δικής του εκδοχής. Τόσο, εντούτοις, οι ζωηροί μονολεκτικοί διάλογοι όσο και τα αφηγηματικά συμφραζόμενα από τον τριτοπρόσωπο και όχι απρόσωπο είτε αποστασιοποιημένο αφηγητή, αλλά απεναντίας το alter ego μιας εξορθολογισμένης συγγραφικής πρόσληψης, επιμηκύνουν νοερά τις πολυδιάστατες πτυχές  των νοηματικών τους προεκτάσεων και το βεληνεκές των πολυφασματικών τους μηνυμάτων. Με το ύφος όχι ιστορικών ή σχολικών διδακτισμών, παρότι κάποια στιγμιότυπα διαδραματίζονται στη σχολική τάξη, αλλά με την πειθώ μιας αβίαστης και ανεπιτήδευτης αφηγηματικότητας, το διήγημα, που διαβάζεται απνευστί, θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα ενός ενδιαφέροντος επικού μυθιστορήματος, επεκτείνοντας την αυτοαναφορική μυθοπλασία των αληθινών γεγονότων· όχι απαραιτήτως υπό την έννοια της αυτοβιογραφικής αλλά της συνεκδοχικής ταυτότητας των πρωταγωνιστών τους, που εκπροσωπούν όσους βίωσαν παρόμοιες ή πανομοιότυπες εμπειρίες, εξακολουθώντας να ζουν ακόμη τον μνησιπήμονα πόνο τους. Γιατί η μνήμη «της φρίκης…είναι ζωντανή»  στον τόπο του δράματος και στον χρόνο της τραγικής μας εντοπιότητας. Και γιατί, θα ρωτούσε κάποιος, ο μύθος να επενδύει την πραγματικότητα και η διηγηματική ή μυθιστορηματική μυθοπλασία να τη μεταμορφώνει με τα αναγνωρίσιμα σχήματα των περίτεχνων συμβολισμών της και την  ανιχνεύσιμη, έστω, αλληγορική της πολυσημία; «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…» μάς ορμηνεύει ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό» του.

Έτσι και η Νέφη Ιωαννίδου μάς γνέφει ν’ αφουγκραστούμε τη σαν παραμύθι ιστορία της ή μάλλον την ιστορία, που υπερβαίνει το κάθε παραμύθι, εκτυλίσσοντάς την όχι με νεφελώδεις γενικεύσεις και ανώνυμες αοριστολογίες, αλλά σε ένα τοπικό και χρονικό μεταίχμιο: στη μεθόριο της κατοχής, του άλλοτε «συρματοπλέγματος της ντροπής», κατά τον αθάνατο γιατρό μας, και των νυν ανοικτών οδοφραγμάτων της ελεύθερης ή για μερικούς της ελευθεριάζουσας διακίνησης. Και ύστερα σε έναν τόπο αλλοτινά στέρεο και συμπαγή, το εμβληματικό ορόσημο της Κύπρου, με τη θρυλική Ρήγαινα και τις Ακριτικές του παραδόσεις, τους Μηκυναίους Αχαιούς, τα βυζαντινά του κάστρα και τις φράγκικες αρχιτεκτονικές του, τον Πενταδάκτυλο του ένθεν και ένθεν, «του ποδά ή ποτζεί του Ζυ(γ)ού», όπως μας υπενθυμίζει η συγγραφέας στον προϊδεασμό του διηγήματος και στο πρώτο από τα εννέα ερμηνευτικά του σχόλια, που επιτάσσονται στις τελευταίες σελίδες. Πλην, όμως, αυτός ο Ζυγός, αν και ακρωτηριασμένος από τη βίαιη και παράνομη τουρκική λατόμευση, εξακολουθεί να ζυγίζει  τα λάθη των παράταιρων βηματισμών και τα πάθη των ανισόρροπων διασκελισμών μας. Τα κεντρικά πρόσωπα, εξάλλου, που κινούν τα νήματα της διηγηματικής δράσης, δεν είναι οι ανώνυμοι «εκείνος και εκείνη» πολλών σύγχρονων διηγημάτων αναπαραγόμενης κοπής, αλλά κατονομάζονται καθόλου, θεωρώ, τυχαία Οδυσσέας και Αθηνά με τη συμβολική σημασιοδότηση της φυσιογνωμικής τους ιδιαιτερότητας. Ο Οδυσσέας, ορφανός παιδιόθεν από μάνα και γιος αγνοούμενου πατέρα, ετυμολογικά οδύσσεται, δηλαδή δικαιολογημένα εξοργίζεται, ή προκαλεί και αισθάνεται πόνο αν το όνομα συνδέεται με το «οδυνάω» είτε σημαίνει «γιος της πέτρας», σύμφωνα με τον Όμηρο, ετυμολογικοί και ονοματολογικοί συσχετισμοί που συνάδουν με τον Κερυνειώτη διηγηματικό ήρωα. Όσο κι αν με φαινομενική κυνικότητα αδιαφορίας και παραίτησης κάνει την καρδιά του πέτρα, δεν παύει να οδυνάται για τον πατέρα του, που τον πιστεύει νεκρό και όχι αγνοούμενο, μα και να θλίβεται για την προσφυγιά και τα διαιωνιζόμενα δεινά της σκλαβωμένης πατρίδας του. Ίσως γι’ αυτό τάσσεται υπέρ του ΝΑΙ στο Δημοψήφισμα του Απρίλη του 2004, νομίζοντας πως θα έφερνε με τον τερματισμό της κατοχής τη λύση της επανένωσής της. Στον αντίποδα της απόφασής του η Αθηνά του ΟΧΙ, που μελετώντας συνοπτικά τα 100 σημεία του Σχεδίου Ανάν, δηλώνει ότι «δεν ενδίδει, παραδίδοντας με την ψήφο της την πατρίδα της στους Τούρκους». Είναι η ελληνοκεντρική φιλόλογος, που «νιώθει περήφανη για την ελληνική καταγωγή της», που σε μια διαλογική αψιμαχία με τον θυμωμένο Οδυσσέα, για «τους καλαμαράδες που έδωκαν την Τζερύνεια στους Τούρκους», του αντιτάσσει νηφάλια ότι «άλλο Ελλάδα κι άλλο Χούντα», από το στρατιωτικό καθεστώς της οποίας υπέφεραν κι εκεί οι άνθρωποι με βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες και πως συνεργοί ήταν και οι δικοί μας, η ΕΟΚΑ Β΄.
Η πρώτη σκηνή, ωστόσο, του διηγήματος διαδραματίζεται ένα χρόνο ακριβώς πριν το Δημοψήφισμα, τον Απρίλη του 2003, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων σε ένα τηλεφωνικό διάλογο ρεαλιστικής χροιάς μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Ο Οδυσσέας βρίσκεται στο οδόφραγμα τού Λήδρα Πάλας και φωτογραφίζει τα πρόσωπα, που επιστρέφουν από τα κατεχόμενα, για να αποφασίσει από την έκφρασή , αν πρέπει και ίδιος να κάμει την απόπειρα μιας τέτοιας επίσκεψης. Στη συνέχεια ο αναδρομικός φωτισμός (flash back) επικεντρώνει την αφήγηση στο παρελθόν γύρω από το μοιραίο ερωτικό συναπάντημα των δύο νέων το Φθινόπωρο του 1975, στην πολυπληθή επετειακή Πορεία του Πολυτεχνείου,  πρωτοετής η μια στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ ο άλλος πρωτοετής στο Μετσόβιο, γλυτώνοντας από τον πόλεμο και τον εγκλωβισμό του στο Dome με την τότε συνάντηση Κληρίδη Ντενκτάς για απελευθέρωση αριθμού εγκλωβισμένων. Ο Οδυσσέας ενώ επαναλάμβανε συνεχώς πως ζούσε από τύχη, η Αθηνά ένιωθε παράλληλα τυχερή που τον είχε γνωρίσει. Αν και προοικονομώντας την έκβαση της ληξιπρόθεσμης σχέσης τους, σημειώνει ότι «οι δρόμοι τους θα ήταν πάντα παράλληλοι» και νοηματοδοτεί μόνο τις στιγμές στη διάρκεια της συνύπαρξής τους. Άλλωστε, το «success story» των νεανικών ερώτων δεν επιχωριάζει στη συγκαιρινή μας λογοτεχνία, αντανάκλαση της εγωκεντρικής και αντιερωτικής παθογένειας της κοινωνικής μας πραγματικότητας.

Μετά την οπισθοχωρητική παρέκβαση η συγγραφέας επανέρχεται στη χρονιά του Δημοψηφίσματος, σημείο αναφοράς του τέλους του πρώτου και της αρχής του δευτέρου μέρους του διηγήματος. Τα ζωντανά της βιώματα μάς οδηγούν στην αίθουσα διδασκαλίας της φιλολόγου πλέον καθηγήτριας, όπου αξιοποιώντας τις φωτογραφίες του οδοφράγματος, αναθέτει στους μαθητές της να γράψουν  δημοσιογραφικό άρθρο με τίτλο «Ενός λεπτού Σιγή», σημαδιακός τίτλος του διηγήματος. Η πρωτοτυπία ενός κειμένου με συγκινητικές  λεζάντες ανάγλυφης περιγραφής των προσώπων, που διάβηκαν τότε το οδόφραγμα, ανακαλεί αισθήματα πένθιμου μνημόσυνου μετά τον πολύχρονο ενταφιασμό της γης τους από τον κατακτητή. Γολγοθάς παρόμοιων αισθημάτων περιγράφεται μέσα από το οδυνηρό οδοιπορικό στην Κερύνεια Οδυσσέα και Αθηνάς με προανάκρουσμα τις συμπληγάδες της διάβασής τους από το σημείο ελέγχου του ψευδοκράτους. Η εικόνα του εκτουρκισμένου Πενταδάκτυλου με τα σύμβολα του Αττίλα παραπέμπει στον μεταφορικό στίχο του Μόντη «είναι βαρύς ο Πενταδάκτυλος μητέρα». Φορτισμένη η σκηνή στο νεκροταφείο με τους ξεριζωμένους σταυρούς από τους ιερόσυλους, καθώς και το ποιητικό ελεγείο στο αντίκρισμα του κερυνειώτικου Κάστρου, του γραφικού λιμανιού και της θάλασσας της Κερύνειας, απ’ όπου αναδύεται σε μια κατακόκκινη αγνώριστη πόλη η μνήμη των γεγονότων του ’74: η εισβολή, η αιχμαλωσία, ο θάνατος, ο βιασμός και η άλωση. Σ’ εκείνη την επί τόπου επίσκεψη στην τουρκεμένη Κερυνειώτικη γη καταγράφονται με ποιητικότητα σκέψεις πηγαίας στοχαστικής διάθεσης και στίχοι λυρικοφιλοσοφικού στοχασμού. Ψυχογραφείται ακόμη το οξύμωρο της αντιφατικής στάσης του Οδυσσέα, που αμφιβάλλει ενδόμυχα για το εφικτό της ειρηνικής συμβίωσης βλέποντας την εκβαρβάρωση των εποίκων της Ανατολίας.
Σε ένα επόμενο διδακτικό στιγμιότυπο η ειρηνική συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους στα πλαίσια του στόχου της εκπαιδευτικής χρονιάς 2008-2009 αποτελεί το θέμα μιας επιστολής, που οι μαθητές καθ’ υπόδειξη της καθηγήτριάς τους πρέπει να αποστείλουν στον Υπουργό Παιδείας. Η έκθεση και πάλι μιας μαθήτριας εντυπωσιάζει για την καθαρότητα των τεκμηριωμένων σκέψεων και τον ρηξικέλευθο δυναμισμό των ιδεών της: η δικαιοσύνη και απελευθέρωση προηγούνται της ειρήνης και η ειρηνική συμβίωση έχει ως προαπαιτούμενο την άρση της αδικίας, αρχές και αξίες, που δεν αναπροσαρμόζονται ούτε μετακινούνται, όπως δυστυχώς δεν μετακινείται ο κατοχικός στρατός.

Στα δύο τελευταία κεφάλαια η δράση εκτυλίσσεται στα κατοπινότερα χρόνια με συγκεκριμένους οδοδείχτες από το 2010 μέχρι το 2013. Με το μεταφορικό εύρημα, κατ’ αρχήν, της αλληγορικής αντιβολής της αυξανόμενης ατμοσφαιρικής πίεσης και της πνιγηρής σκόνης, έτσι που με ορατότητα μηδέν «ο Πενταδάκτυλος ακριβοθώρητος» και η σύσταση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας να κυκλοφορούν με μάσκες, σε παραλληλία με τα προσωπεία σε ένα θολό τοπίο και ένα πολιτικό πολικό κλίμα. Εύστοχα εδώ τα φραστικά ομόηχα της σαρκαστικής ειρωνείας. Αίσθηση αλγεινής εντύπωσης ποιεί προσέτι μια δήλωση του ΕΔΑΔ την Άνοιξη του 2010: «Άλλαξε η ψυχολογία των παιδιών των προσφύγων» και η απόγνωση της ματαίωσης και της προφητικής διαπίστωσης των στίχων Ποιητή πως «η θέαση του Πενταδάκτυλου, μα πιο πολύ η σκιά του, θα τυπωνόταν με τα χρόνια πιο βαθιά στην ψυχή», αλλά αλίμονο «ξεστράτισε το “γράμμα στη μητέρα”». Στη μητέρα, που η συγγραφέας συνδέει νομοτελειακά με την πιο τραγική μάνα, που δεν είναι άλλη από εκείνη του αγνοούμενου. Μια πικρή λιτανεία στερεμένων δακρύων με αλλεπάλληλες περιφορές Επιταφίων ο βουβός σπαραγμός και τα σχετλιαστικά επιφωνήματα για τους αγνοούμενους: «Οι ανασκαφές, οι ανακομιδές λειψάνων και οι κηδείες αγνοουμένων…άνοιξαν τα οδοφράγματα και λες σηκώθηκαν οι νεκροί», παρατηρεί καγχάζοντας η συγγραφέας. Και η οργίλη κραυγή της συνιστά την πιο στεντόρεια πολιτική αλήθεια: «Στον τόπο μας το “de facto” τώρα πια σημαίνει “de jure”», όπως επισημαίνει με κεφαλαία γράμματα και την αλλοτρίωση λέξεων και εννοιών. Δεν επρόκειτο περί ειρηνευτικής επιχείρησης, αλλά περί Πολέμου και η Πράσινη Γραμμή του 64 καταγράφεται Κόκκινη το 74. Κι ο επίλογος του διηγήματος δεν τηρεί χρέη αρχαίας τραγωδίας, αφού από πουθενά δεν διαφαίνεται η κάθαρση. Γιατί η συγκλονιστική αποτρόπαια σκηνή με Ελληνοκύπριους, που επιστρέφουν από τα καζίνα των κατεχομένων τα ξημερώματα και κλωτσούν ανενδοίαστοι μάνα αγνοούμενου, καθώς τους προτάσσει τη φωτογραφία του γιου της, ίσως να μην είναι αποκύημα φαντασίας είτε νατουραλιστική επινόηση διηγηματικής σύλληψης. Γιατί όντως ο Οδυσσέας είχε ακούσει τη δήλωση της Μάντολες σε συνέντευξή της στο ΡΙΚ. Δήλωση, που μεταστρέφει προφανώς τις σκέψεις του απογόνου του Ομηρικού ήρωα, που θέλει να πάει να ριζώσει στο Οδόφραγμα, «μα δεν υπήρχαν πια μάνες στο Σπίτι του Αγνοούμενου». Αποκορύφωμα της συνεχιζόμενης τραγωδίας, που επιδείνωσε η οικονομική κρίση, η πώληση από πρόσφυγες, κυρίως, Ελληνοκύπριους της κατεχόμενης γης τους στην Τουρκία. Για τούτο και το δυσοίωνο επιστέγασμα «πωλείται πατρίς» δεν επιβάλλει μόνο «ενός λεπτού σιγή», αλλά μια βαθύτερη σιγή περισυλλογής και αφύπνισης μπροστά στην ύστατη ώρα των κρίσιμων στιγμών για την πατρίδα μας.

Αγαπητή μας Νέφη, ύστερα από όλα αυτά που ακούστηκαν για το διήγημά σου, που όχι απλώς ανατέμνει γεγονότα, πρόσωπα, στάσεις και συμπεριφορές σε σχέση με τα πολιτικά μας τεκταινόμενα, αλλά μπήγει το νυστέρι βαθιά στο κόκαλο, διόλου δεν έπρεπε ν’ απορείς, γιατί το πόνημά σου δεν έχει τύχει του ελάχιστου επαίνου από την επιτροπή της εφημερίδας, που προκήρυξε τον γνωστό διαγωνισμό. Ήταν αναμενόμενο. Ωστόσο, αναμένεται από σένα μαζί με τις εγκάρδιες ευχές μας να ’ναι καλοτάξιδα και τα δύο σου βιβλία, συνεχίζοντας, χωρίς να φοβάσαι «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες»,  το ωραίο συγγραφικό ταξίδι. Πάντα με ούριους ανέμους.

 -Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή-




Δεν υπάρχουν σχόλια: