Ουρανόπετρα:
η δωδέκατη γενιά / Γιάννης Καλπούζος. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2013.
Η Ουρανόπετρα είναι το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη
Καλπούζου. Πρόκειται για ένα νέο ιστορικό μυθιστόρημα, ένα λογοτεχνικό είδος στο
οποίο ο συγγραφέας διαπρέπει (θυμίζω και τα άλλα πετυχημένα ιστορικά
μυθιστορήματά του «Ιμαρέτ» και «Άγιοι και Δαόμονες»).
Η ιστορία της Ουρανόπετρας ξεκινά το 1569 στην
Ενετοκρατούμενη Κύπρο. Μας περιγράφει
σκηνές από την πολιορκία των Οθωμανών που είχε ως αποτέλεσμα πρώτα την πτώση
της Λευκωσίας και αργότερα της Αμμοχώστου το 1571. Η κυρίως ιστορία όμως διαδραματίζεται
μεταξύ 1892 – 1917 και ο Καλπούζος μας διηγείται τη ζωή, τους έρωτες και τις περιπέτειες
του Κύπριου Αδάμου ο οποίος συμμετέχει σαν εθελοντής στον ατυχή πόλεμο του 1897
και αργότερα στον Α Βαλκανικό.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας έκανε μεγάλη έρευνα
παραθέτοντας λεπτομέρειες οι οποίες δημιουργούν εκπληκτικές εικόνες και βάζουν τον
αναγνώστη στο κλίμα της εποχής. Τα
πραγματικά στοιχεία δένουν υπέροχα με τα φανταστικά ενώ οι διάφορες υπο-ιστορίες
κάνουν το βιβλίο ενδιαφέρον και να κρατούν συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ο συγγραφέας με το έργο του αυτό
αποκαλύπτει σημαντικές ιστορικές λεπτομέρειες οι οποίες δεν είναι γνωστές στο
ευρύ κοινό.
Ο Καλπούζος και σε αυτό το βιβλίο φροντίζει να δώσει ένα «άρωμα»
από την γλώσσα του τόπου και της περιόδου που περιγράφει, χωρίς όμως να το
παρακάνει κουράζοντας τους αναγνώστες.
Διαβάζοντας και την Ουρανόπετρα, συνειδητοποίησα γιατί ο
Καλπόύζος θεωρείται ένας από τους καλύτερους εν ενεργεία Έλληνες συγγραφείς και
κατάλαβα γιατί τα βιβλία του (δικαίως) έχουν τόση μεγάλη απήχηση.
Από
το οπισθόφυλο:
1878-1917 Κύπρος, Αθήνα, Θεσσαλία,
Ήπειρος...
Ένας άντρας πορεύεται με βάση τη θεωρία
του:
Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος.
Τον έζωσε το άστραμμα του θανάτου.
Καπνοί, κασμάδες, φτυάρια, ζεμπίλια, δεμάτια μπαμπάκι και τόνοι χώματος
υψώθηκαν ωσάν τεράστιος ανθός της ροδιάς. "Θε μου!" πρόλαβε να πει κι
ομοίαζε όπως έπεφτε ν' απλώνει τα χέρια, θαρρείς και καρτερούσε τον Θεό να τον
αρπάξει και να τον απιθώσει παράμερα, απείραχτο κι ολόσωστο.
Έμπηξε τα δάχτυλα στον σωλήνα και
τράβηξε κάμποσα κιτρινισμένα χαρτιά. Ξέστριψε μια κόλλα και πάσχισε να τη διαβάσει.
Ανήμπορος να μετρηθεί με τις αράδες της αναρωτιόταν: Πόσο καιρό να βρίσκονταν
κει μέσα; Τι να έγραφαν;
Πήρε να της βγάζει ένα ένα τα ρούχα
ωσότου έμεινε ολόγυμνη ομπρός του. Θαρρείς κι ο αφρός της θάλασσας ορθώθηκε και
σχημάτισε τ' ολόλευκο κορμί της. "Αφροδίτη!" αναφώνησε και... γίνηκε
πυροτέχνημα στην αγκάλη της μέχρι τα ξημερώματα.
"Έχει δρόμο που ορίζεις την
πατημασιά σου και δρόμο όπου σου την ορίζουν άλλοι. Στοχάσου και διάλεξε σε
ποιον θέλεις να πατάς". "Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος!" αποκρίθηκε.
*Διαβάστε επίσης: Οι Άγιοι και οι Δαίμονες του Γιάννη Καλπούζου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου