28 Ιουλ 2019

Βάλτε να πιούμε: ένα τραγούδι συμφιλίωσης με τον θάνατο


Ο ποιητής Κ. Καρθαίος (1878-1950) και ο τραγουδιστής Θάνος Ανεστόπουλος (1967-2016)


Το «Βάλτε να πιούμε» είναι ένα υπέροχο μελωδικό τραγούδι σε στίχους Κλεάνδρου Καρθαίου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέανδρου Λάκωνα, 1878-1950)*.

Τους στίχους μελοποίησαν τα Διάφανα Κρίνα και το τραγούδι με τίτλο «Βάλτε να πιούμε» συμπεριλήφθηκε στον δίσκο τους «Κάτι σαράβαλες καρδιές» (1998) και το ερμήνευσε ο τραγουριστής του συγκροτήματος Θάνος Ανεστόπουλος.

Κύριο θέμα του υπαρξιακού αυτού τραγουδιού είναι ο θάνατος:
Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε

Εμπνευσμένος από την ελληνική μυθολογία ο στιχουργός παρομοιάζει τον Χάρο με βαρκάρη που θα περάσει τις ψυχές στην αντίπερα όχθη. Οι μελλοθάνατοι πάντως τον περιμένουν πίνοντας και γλεντόντας:
Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Κανένας δεν βιάζεται να φύγει από τη ζωή, αλλά όταν είναι να επιβιβαστεί στη βάρκα θα το κάνει πρόθυμα αφού αυτό πρέπει να γίνει:
Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.

Στον Βαρκάρη (Χάροντα) προτείνουν μάλιστα να πιεί μαζί τους:
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.
Βάλτε να πιούμε...

 Το τραγούδι ερμηνευμένο από τον Θάνο Ανεστόπουλο:
                       

Βάλτε να πιούμε

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε...

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει
τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;
Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.
Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.

Βάλτε να πιούμε...

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.
Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.
Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.

Βάλτε να πιούμε...

*Οι στίχοι είναι από το ποίημα του Κ. Καρθαίου «Το τραγούδι του μπεκρή» το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Νουμάς στις 20  Απριλίου  1919. 
Αργότερα, το ποίημα συμπεριλήφθηκε στην ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια του νησιού μου».


 Καρθαίος, Κ. Τα τραγούδια του νησιού μου. ΑθήναΧ. Γιανναρής, 1921.

Δεν υπάρχουν σχόλια: