28 Ιουν 2017

Η τετραλογία της Νάπολης της Elena Ferrante

Το εξώφυλλο του πρώτου τόμου
Elena Ferrante, L'amica geniale  (ελληνική έκδοση: Η τετραλογία της Νάπολης, μτφ. Δήμητρας Δότση, Πατάκης 2016-2017), 4 τόμοι.

Βιβλιο-σχόλιο της Δέσποινας Λάμπρου*


Η Ιταλίδα συγγραφέας Elena Ferrante συγκαταλέχθηκε από το περιοδικό Foreign Policy στη λίστα των 100 στοχαστών με τη μεγαλύτερη επίδραση για το 2014, ενώ το 2016 το περιοδικό ΤΙΜΕ την ενέταξε στη λίστα των 100 καλλιτεχνών με τη μεγαλύτερη επιρροή.

Διάβασα απνευστί την τετραλογία της Ferrante –η συγγραφέας τη θεωρεί ως ενιαίο μυθιστόρημα, εκδομένο σε 4 μέρη αποκλειστικά λόγω μεγέθους– στο ιταλικό πρωτότυπο, που εκδόθηκε μεταξύ 2011-2014. (Στα ελληνικά εκκρεμεί η έκδοση του 4ου τόμου). Αρκετοί στην Ελλάδα εξέφρασαν απόψεις έχοντας διαβάσει τον πρώτο τόμο, που αποδίδει μόνο την παιδική-εφηβική ηλικία, κρίνοντας επιφανειακά με ελλιπή στοιχεία και αδικώντας εν πολλοίς το έργο.

Οι εικόνες των εξωφύλλων αρχικά προκαταβάλλουν τον αναγνώστη αφού μάλλον παραπέμπουν σε «ροζ γυναικεία λογοτεχνία» (chick-lit), ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν άκρως σαρκαστικά αποδομώντας κάθε «ροζ» εντός των σελίδων της τετραλογίας.

Μου προξενεί κατάπληξη ότι η προσέγγιση των Ελλήνων αναγνωστών-κριτικών εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη «γυναικεία ψυχή/ματιά/εμπειρία» και τη «γυναικεία φιλία», αλλά παραβλέπει εντελώς το ότι η τετραλογία είναι, ίσως και περισσότερο απ’ τα πιο πάνω, ένα πολιτικό μυθιστόρημα που αποτυπώνει τις μεταλλάξεις των ιδεολογιών καθώς οι τελευταίες διανύουν τη διαδρομή τους μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης αλλά και μυθιστόρημα ιδεών, κοινωνικών τάξεων, πίσω απ’ όλα, θέση που προς το τέλος αποκρυσταλλώνεται μέσω της πικρής αυτοαμφισβήτησης της ηρωΐδας-αφηγήτριας: Ήταν, μήπως, όλ’ αυτά που έκανα στη ζωή μου, απλά μια αξιολύπητη μάχη για ν’ ανέβω κοινωνική τάξη;

Η φιλία των δύο γυναικών, από τα έξι τους χρόνια μέχρι τα γηρατειά τους, λειτουργεί τόσο ως άκρως ενδιαφέρουσα αυθύπαρκτη πλοκή, όσο και ως καμβάς για την αποτύπωση περίπλοκων μεταβαλλόμενων ψυχολογικών προφίλ, αλλά και ως φόντο για την μεταπολεμική ιστορία της sui generis Νάπολης, της Ιταλίας, των ιδεολογικών δογμάτων, των άγριων ένοπλων συγκρούσεων ακροαριστεράς-ακροδεξιάς που ματοκύλισαν την Ιταλία στις δύο δεκαετίες των «anni di piombo», των μολυβένιων χρόνων δηλαδή, της διαφθοράς, της μαφίας, του σύγχρονου χαοτικού και αντιφατικού ιταλικού κοινωνικού και πολιτικού βίου. Η πανταχού παρούσα βία κυριολεκτικά εμποτίζει τους ανθρώπους από την πιο τρυφερή ηλικία, τους χαράζει για πάντα, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, είτε, συχνότερα, και τα δύο, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα της συνοικίας, της πόλης, της χώρας, και καθορίζοντας τις σχέσεις των ατόμων με εαυτούς και αλλήλους.

Άλλη μια ίνα στο υφαντό της Ferrante που αξίζει να προσεχθεί είναι η δύσβατη πορεία προς τον γραμματισμό και τη μόρφωση ως μέσο διαφυγής από τη βία, τη μιζέρια και την αποβλάκωση. Δεν πρέπει παράλληλα να διαφύγει από τον αναγνώστη η οξυδερκής εξερεύνηση της κοπιώδους διαδρομής για την κατάκτηση της συγγραφικής ιδιότητας και τη διαχείριση του τι εστί το να είναι κανείς συγγραφέας.
Το γραμμικό αυτό μυθιστόρημα αποκαλύπτει με σπάνια οξύτητα σύνθετες, λαβυρινθώδεις σχέσεις ζευγών: φίλης με φίλη, συζύγου με σύζυγο, γυναίκας με πεθερά, παιδιού με γονέα, μάνας-κόρης, αρσενικού-θηλυκού, ενηλίκων-ανηλίκων, αριστεράς-δεξιάς, ρομαντισμού-κυνικού πραγματισμού, παρελθόντος-μέλλοντος, επιφάνειας-βάθους, προλετάριου-μεγαλοαστού, φεμινισμού-φαλλοκρατίας, ιταλικού βορρά-νότου, δυναμικότητας-στατικότητας, συμμετοχής-αποτραβήγματος, δημιουργικότητας-καταστροφικότητας, αυτοπειθαρχίας-παρορμητικότητας, διανόησης-απλοϊκότητας, συνειδητού-υποσυνείδητου, έρωτα ζωηφόρου – έρωτα καταστροφικού, εαυτού-ετέρου.

Είναι εντυπωσιακό ότι η γραφή μπορεί να είναι λιτή, αλλά ταυτόχρονα καταιγιστική κι εκρηκτική: Η απογυμνωμένη από σχεδόν κάθε εξωραϊστικό στοιχείο γλώσσα χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα για να αποδώσει με την οξεία παρατηρητικότητά της ιδέες, γεγονότα και νοήματα πολύπλοκα, φτάνοντας ως το μεδούλι των πραγμάτων. Ως ένα παιχνίδι με τη γλώσσα μπορούν να εκληφθούν και οι επιμέρους τίτλοι των τόμων που λειτουργούν με πολλή μαεστρία αμφισήμως, εφόσον το σε ποια από τις δύο φίλες πραγματικά αναφέρονται ανατρέπεται διαρκώς, ενώ τα ερωτήματα του αναγνώστη παραμένουν μέχρι τέλους.

Πού καταλήγει η ηρωΐδα; Ίσως στη συνειδητοποίηση ότι αφού εκείνα που κάποτε έμοιαζαν ζητήματα ζωής και θανάτου σήμερα έχουν χάσει κάθε βαρύτητα, αυτά που τώρα φαίνονται ζωτικά αύριο δεν θα έχουν σημασία. Σπαραξικάρδια διαπίστωση: πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει. Ίσως όμως κάτι να μένει: οι παιδικές κούκλες ακόμα υπάρχουν.


*Φιλόλογος

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Παράθυρο» της εφημερίδας Πολίτης την Κυριακή, 25 Ιουνίου 2017]

1 σχόλιο:

Παντελής Βουτουρής είπε...

Πολύ καλή παρουσίαση. Συγχαρητήρια Δέσποινα